του Πρωτοπρεσβυτέρου Χριστοφόρου Χρόνη, Κληρικού Ι.Μ. Αιτωλίας κ΄ Ακαρνανίας (Δρ. Θεολογίας-Μ.Α. Φιλοσοφίας)
Μεγάλη
φασαρία προκλήθηκε τις προηγούμενες ημέρες, με την ανάρτηση στους
σταθμούς του μετρό στην Αθήνα, μιας αφίσας, που υπεράσπιζε τα αυτονόητα
δικαιώματα του αγέννητου παιδιού.
Υπήρξαν
κάποιες αντιδράσεις, κυρίως από μέλη φεμινιστικών οργανώσεων αλλά και
από άλλους «προοδευτικούς» (του περασμένου αιώνα), ότι δήθεν η αφίσα
αυτή προσβάλλει το δικαίωμα της ελευθερίας της γυναίκας επάνω στο σώμα
της. Κατόπιν εντολής του αρμόδιου υπουργού η αφίσα κατέβηκε, ως
προσβλητική.
Ασφαλώς και η
κάθε γυναίκα έχει δικαίωμα επάνω στο σώμα της. Το ορθό όμως είναι η
κάθε γυναίκα να διερωτάται: «είμαι ελεύθερη να κάνω, τι;».
Είμαι ελεύθερη να πιω δηλητήριο, να πηδήξω από τον 50 όροφο, να σκοτώσω το παιδί μου.
Με συμφέρει
όμως; Όλα μπορώ να τα κάνω, αλλά όλα δεν με συμφέρουν, θα υποστηρίξει
ορθά ο Απ. Παύλος (πάντα μοι ἔξεστιν, ἀλλ᾿ οὐ πάντα συμφέρει-Α΄Κορ.
6,12).
Βέβαια αν
σκεφτεί κάποιος ορθολογικά, θα διαπιστώσει ότι ποτέ δεν είναι απολύτως
ελεύθερος, αφού η ελευθερία μας επηρεάζεται από τις σκέψεις και τα
συναισθήματά μας καθώς και από το περιβάλλον στο οποίο ζούμε.
Για να
μιλήσουμε με όρους θεολογικούς, ο άνθρωπος δεν μπορεί να είναι
ελεύθερος, με την έννοια του να πράττει ότι επιθυμεί, αφού ο ίδιος είναι
κτιστός, δεν είναι αίτιος της ύπαρξής του.
Αίτιος της ύπαρξή του ανθρώπου είναι ο δημιουργός Θεός Πατέρας, επομένως το είναι μας εξαρτάται απ’ Αυτόν.
Αίτιος της ύπαρξή του ανθρώπου είναι ο δημιουργός Θεός Πατέρας, επομένως το είναι μας εξαρτάται απ’ Αυτόν.
Πολύ εύστοχα
επισημαίνει την αλήθεια αυτή ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής, γράφοντας ότι
άνθρωπος έχει «τό εἶναι δεδανεισμένον» (PG 90, 893C).
Μόνο όμως η γυναίκα έχει δικαιώματα στο σώμα της; Δεν έχει τα αντίστοιχα δικαιώματα και το αγέννητο παιδί της; Γιατί να δολοφονηθεί, χωρίς μάλιστα να έχει τη δυνατότητα να υπερασπιστεί τον εαυτό του;
Εκτός εάν δεν
θεωρείται πρόσωπο ή ανθρώπινο όν, αλλά πράγμα, επομένως τα δικαιώματα
της μητέρας υπερτερούν αυτά του εμβρύου, άρα η άμβλωση είναι
αποκλειστικό και αναφαίρετο δικαίωμα της μητέρας.
Επομένως η
άμβλωση δεν είναι ηθικό ζήτημα, είναι ζήτημα δικαιωμάτων. Υπερτερούν τα
δικαιώματα της μητέρα αυτών του αγέννητου παιδιού της; Ασφαλώς όχι, σε
περίπτωση που η εγκυμονούσα επιθυμεί την άμβλωση, επειδή της προσθέτει
περιττά κιλά και χαλάει το καλλίγραμμο κορμί της ή επειδή η
επαγγελματική της σταδιοδρομία θα ζημιωθεί ή επειδή θα πρέπει να
ακυρώσει τις καλοκαιρινές της διακοπές.
Τι γίνεται
όμως στην περίπτωση που κινδυνεύει άμεσα η ζωή της μητέρας (π.χ. από
καρκίνο της μήτρας) ή στην περίπτωση που η εγκυμοσύνη ενός 14 χρονου
κοριτσιού είναι αποτέλεσμα βιασμού ή αιμομιξίας; (J. Rachels, Moral
Problems, εκδ. Harper Collins, 1979, σ.149). Επιτρέπεται η άμβλωση τότε;
Υπερτερούν στις περιπτώσεις αυτές τα δικαιώματα της μητέρας;
Η απάντηση δεν είναι καθόλου εύκολη και ευχής έργο θα είναι καμία γυναίκα να μη βρεθεί αντιμέτωπη με τέτοιες καταστάσεις.
Γιατί
ενόχλησε αυτή η αφίσα; Προφανώς επειδή πρόσβαλλε τα δικαιώματα μιας
μειοψηφίας ή πλειοψηφίας, δεν έχει σημασία. Ζούμε στην εποχή του
γούστου.
Ο καθένας δημιουργεί το δικό του σύστημα αξιών, το θεωρεί σωστό και προσπαθεί να το επιβάλλει και στον άλλον.
Ότι πιστεύω είναι και αληθινό και δεν επιδέχεται αμφισβήτηση. Πράττω αυτό που θεωρώ εγώ σωστό.
Υπάρχω εγώ και μόνον εγώ, ενώ οι άλλοι υπάρχουν για να υπηρετούν τα συμφέροντά μου.
Η σημερινή
ηθική του γούστου ξεπήδησε από τον υποκειμενισμό του άγγλου φιλοσόφου
Ντέηβιντ Χιουμ (David Hume 1711-1766) και συγκεκριμένα από τη διάσημη
ρήση του «Δεν είναι αντίθετο προς τη λογική να προτιμάει κανείς την
καταστροφή ολόκληρου του κόσμου, από το γρατσούνισμα του δακτύλου του».
(Ντέηβιντ Χιουμ, Πραγματεία για την ανθρώπινη φύση, εκδ. Πατάκη, Αθήνα
1998).
Ο
υποκειμενισμός αυτός, στην πιο ακραία μορφή του γίνεται συγκινησιοκρατία
(emotivism) ή ηθική του γούστου, όπως αλλιώς ονομάζεται ή θεωρία του
«Γιούπι! Μπλιαχ!», π.χ, «η άμβλωση επιτρέπεται…γιούπι!!!», «το αγέννητο
παιδί έχει τα ίδια δικαιώματα με τη μητέρα του…μπλιαχ!!!».
Απλά οι
περισσότεροι άνθρωποι σήμερα αντί να λένε ότι κάτι είναι «σωστό» ή
«λάθος», απλά εκφράζουν τα υποκειμενικά τους συναισθήματα, τα οποία
θεωρούν αλάνθαστα και θέλουν να τα επιβάλλουν στους άλλους.
Όταν π.χ.
κάποιος υποστηρίζει ότι «η γυναίκα έχει δικαίωμα να προβεί σε άμβλωση»
αφενός δίνει την πληροφορία ότι η γυναίκα έχει αυτό το δικαίωμα,
αφετέρου εκφράζει την ευαρέσκειά του για το γεγονός ότι η γυναίκα έχει
το δικαίωμα της άμβλωσης.
Σκοπός του
όμως δεν είναι μόνο να πληροφορήσει και να εκφράσει τα συναισθήματά του,
αλλά να διεγείρει και ανάλογα αισθήματα σε όσους τον παρακολουθούν.
(Πελεγρίνης Θ. Εισαγωγή στην Φιλοσοφία, εκδ. Πεδίο, Αθήνα 2010, σ. 304).
Ο σημερινός υποκειμενισμός, που εκφράζεται με την ηθική του γούστου είναι παντελώς λανθασμένος.
Αν ίσχυε,
τότε δεν θα μπορούσε να υπάρξει καμία αντιπαράθεση μεταξύ διαφωνούντων
ανθρώπων, αφού όλοι θα είχαν δίκιο. (Τζούλιαν Μπαγκίνι, Τα εργαλεία της
Ηθικής, εκδ. Καστανιώτη, Αθήνα 2014, σ. 167).
Ακόμη και ο διάλογος θα ήταν περιττός και άνευ νοήματος. Κοινωνία όμως χωρίς διάλογο και χωρίς διαφωνίες δεν μπορεί να νοηθεί. Όσο κι αν φαίνεται παράξενο, αυτή η ηθική του γούστου επικρατεί και στον εκκλησιαστικό χώρο (πιθανόν λίγοι την αντιλαμβάνονται).
Πόσες φορές
ένας επίσκοπος, ένας ιερέας, ένας ιεροψάλτης, ένας ακαδημαϊκός θεολόγος,
ένας απλός πιστός, δεν πράττει όπως επιθυμεί, με την πεποίθηση ότι
αυτός ενεργεί σωστά και πρέπει να τον μιμηθούν και οι υπόλοιποι;
Στην Εκκλησία δεν μας ενδιαφέρει τι λέει ο καθένας (φιλόσοφος, ψυχολόγος, ψυχίατρος, ψυχοθεραπευτής, αρχιερέας, ιερέας κλπ.).
Στην Εκκλησία
μας ενδιαφέρει τι λένε τα στοιχεία: και στοιχεία για εμάς τους
χριστιανούς είναι η Αγία Γραφή, η Ιερά Παράδοση, οι Ιεροί Κανόνες, και η
διδασκαλία των Πατέρων και των Αγίων της πίστεώς μας. Όχι ότι λέω εγώ,
αλλά ότι λένε τα στοιχεία.
Ο χριστιανός έχει δικαίωμα να επηρεάσει τον διπλανό του μόνο όταν ο ίδιος αγωνίζεται να αγιασθεί.
Τότε έχει το δικαίωμα να μεταδώσει τον αγιασμό αυτό στον αδερφό του.
Πάλι ο άγιος
Μάξιμος το τονίζει: εμείς πρώτα θα θεοποιηθούμε και στη συνέχεια θα
θεοποιήσουμε «θεοποιεῖσθαί τε καί θεοποιεῖν» (Ἐπιστολαί, προς Ἰωάννην
ἐπίσκοπον, PG 91, 625 A).
Πηγή: romfea.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου