Στις
6.30 το πρωϊ συναντηθήκαμε με τον Μητροπολίτη Νέας Σμύρνης Χρυσόστομο
Βούλτσο (+1986). Τον βρήκα να στέκεται στην άκρη του πεζοδρομίου, έξω
από το Ναό, με το ράσο διπλωμένο στο χέρι.
Για λίγα λεπτά ανέβηκα στην
Εκκλησία να ανάψω ένα κεράκι. Όταν κατέβηκα, τον είδα να στέκεται δίπλα
σε έναν κουλουρά, ο οποίος βγάζοντας από κάποιο σακκί ένα - ένα τα
κουλούρια, τα τοποθετούσε πάνω σε ένα δίσκο.
- Να πάρουμε λίγα κουλούρια για το δρόμο, μου λέει.
- Αυτοί που τρώνε κουλούρια, ας πάρουν, του απαντώ χαμογελώντας.
Και απευθυνόμενος στον κουλουρά του λέει:
- Δος μου, σε παρακαλώ 8 κουλούρια.
Ο κουλουράς, καθώς ήταν σκυμμένος μπροστά στο εμπόρευμά του, δεν τον είχε δει, μα καθώς σήκωσε το κεφάλι του να δει ποιός του μίλησε, μόλις μας είδε, λέει κάπως απότομα:
- Δεν πουλώ!
- Δεν πουλάς; του λέει ο Χρυσόστομος
- Όχι δεν πουλώ. Δικαίωμά μου είναι. Δικά μου είναι, τα κάνω ό,τι θέλω.
Μα ο Χρυσόστομος, δεν είναι από εκείνους, που εύκολα υποχωρούν.
- Δος μου 8 κουλούρια, του ξαναλέει.
Ο κουλουράς τότε σηκώνεται όρθιος και κοιτάζοντας τον Μητροπολίτη με ένα βλέμμα, όχι τόσο ήρεμο, του λέει:
- Άφησέ με Χριστιανέ μου... Σου είπα, δεν πουλώ. Δευτεριάτικα... πρωϊ - πρωϊ.... να σου κάνει σεφτέ... (παπάς)
Κάτι είπε ακόμα, αλλά πολύ σιγά και δεν τον άκουσα. Λέω τότε στον Χρυσόστομο, χωρίς να ακουστώ.
- Πόσοι τέτοιοι άνθρωποι θα υπάρχουν με τέτοιες ιδέες... Τον λυπάμαι πραγματικά.
Μα ο Χρυσόστομος επιμένει:
- Άκουσε, του λέει. Αφού βρίσκεσαι εδώ και προβάλλεις το εμπόρευμά σου, είσαι υποχρεωμένος να μου δώσεις αυτό που θέλω να αγοράσω.
- Όχι, σου είπα, απαντά ο κουλουράς. Δεν πουλώ...
Και μουρμουρίζοντας τον ακούω να λέει:
- Σε καλό μου, πρώτη φορά συνάντησα τόσο παράξενο και επίμονο άνθρωπο. Και είναι και παπάς...
Μα η συζήτηση δεν σταμάτησε εκεί. Ο Χρυσόστομος με πολύ σιγανή φωνή και με παρακλητικό τόνο, του λέει:
- Σε παρακαλώ, άκουσέ με μισό λεπτό μόνο. Να σε ρωτήσω κάτι και αν θες απάντησέ μου. Πόσα κουλούρια αγόρασες σήμερα, με την ελπίδα να τα πουλήσεις;
Και ο κουλουράς του λέει:
- Έχω συναντήσει πολλούς παράξενους ανθρώπους στη ζωή μου. Τέτοιο παράξενο όμως άνθρωπο σαν και σένα, πρώτη φορά βλέπω μπροστά μου. Δίπλα, ο φίλος σου, δεν μιλάει καθόλου (εννοούσε εμένα), ενώ εσύ με έσκασες! Για να τελειώσουμε πια και αφού θέλεις να μάθεις, πεντακόσια κουλούρια αγόρασα... Ικανοποιήθηκε τώρα η περιέργειά σου;
Και γυρίζοντας συνέχισε τη δουλειά του.
- Να πάρουμε λίγα κουλούρια για το δρόμο, μου λέει.
- Αυτοί που τρώνε κουλούρια, ας πάρουν, του απαντώ χαμογελώντας.
Και απευθυνόμενος στον κουλουρά του λέει:
- Δος μου, σε παρακαλώ 8 κουλούρια.
Ο κουλουράς, καθώς ήταν σκυμμένος μπροστά στο εμπόρευμά του, δεν τον είχε δει, μα καθώς σήκωσε το κεφάλι του να δει ποιός του μίλησε, μόλις μας είδε, λέει κάπως απότομα:
- Δεν πουλώ!
- Δεν πουλάς; του λέει ο Χρυσόστομος
- Όχι δεν πουλώ. Δικαίωμά μου είναι. Δικά μου είναι, τα κάνω ό,τι θέλω.
Μα ο Χρυσόστομος, δεν είναι από εκείνους, που εύκολα υποχωρούν.
- Δος μου 8 κουλούρια, του ξαναλέει.
Ο κουλουράς τότε σηκώνεται όρθιος και κοιτάζοντας τον Μητροπολίτη με ένα βλέμμα, όχι τόσο ήρεμο, του λέει:
- Άφησέ με Χριστιανέ μου... Σου είπα, δεν πουλώ. Δευτεριάτικα... πρωϊ - πρωϊ.... να σου κάνει σεφτέ... (παπάς)
Κάτι είπε ακόμα, αλλά πολύ σιγά και δεν τον άκουσα. Λέω τότε στον Χρυσόστομο, χωρίς να ακουστώ.
- Πόσοι τέτοιοι άνθρωποι θα υπάρχουν με τέτοιες ιδέες... Τον λυπάμαι πραγματικά.
Μα ο Χρυσόστομος επιμένει:
- Άκουσε, του λέει. Αφού βρίσκεσαι εδώ και προβάλλεις το εμπόρευμά σου, είσαι υποχρεωμένος να μου δώσεις αυτό που θέλω να αγοράσω.
- Όχι, σου είπα, απαντά ο κουλουράς. Δεν πουλώ...
Και μουρμουρίζοντας τον ακούω να λέει:
- Σε καλό μου, πρώτη φορά συνάντησα τόσο παράξενο και επίμονο άνθρωπο. Και είναι και παπάς...
Μα η συζήτηση δεν σταμάτησε εκεί. Ο Χρυσόστομος με πολύ σιγανή φωνή και με παρακλητικό τόνο, του λέει:
- Σε παρακαλώ, άκουσέ με μισό λεπτό μόνο. Να σε ρωτήσω κάτι και αν θες απάντησέ μου. Πόσα κουλούρια αγόρασες σήμερα, με την ελπίδα να τα πουλήσεις;
Και ο κουλουράς του λέει:
- Έχω συναντήσει πολλούς παράξενους ανθρώπους στη ζωή μου. Τέτοιο παράξενο όμως άνθρωπο σαν και σένα, πρώτη φορά βλέπω μπροστά μου. Δίπλα, ο φίλος σου, δεν μιλάει καθόλου (εννοούσε εμένα), ενώ εσύ με έσκασες! Για να τελειώσουμε πια και αφού θέλεις να μάθεις, πεντακόσια κουλούρια αγόρασα... Ικανοποιήθηκε τώρα η περιέργειά σου;
Και γυρίζοντας συνέχισε τη δουλειά του.
Και ο Χρυσόστομος; Τον παρακολουθώ. Τον βλέπω, κάτι σκέπτεται. Και σε
λίγα δευτερόλεπτα τον βλέπω να βάζει το χέρι του στην πίσω τσέπη του
παντελονιού του. Εκεί έβαζε πάντα τα χρήματά του. Από το πορτοφόλι του
παίρνει 3.000 δραχμές και καθώς τις πρόσφερε στον κουλουρά, του λέει:
- Όλο το εμπόρευμά σου, πουλώντας το θα εισπράξεις 3.000 δραχμές (περισσότερα από την αξία των κουλουριών). Ορίστε πάρτες και δος μου όλα τα κουλούρια.
Ο κουλουράς τον βλέπει, τον κοιτάζει στα μάτια από πάνω μέχρι κάτω. Εκφράζει την απορία του και κάνοντας το σταυρό του λέει:
- Πρώτη φορά συναντάω, τόσο παράξενο άνθρωπο. Παπά μου, σε παρακαλώ άφησέ με στην φτώχεια μου και μην με κοροϊδεύεις, μην με πειράζεις.
Τότε παρεμβαίνω και του λέω:
- Κάνε αυτό που σε λέει. Δεν σε κοροϊδεύει, μιλάει σοβαρά. Σε αγαπάει πραγματικά...
Και ο φτωχός βιοπαλαιστής αδειάζει το δίσκο στο σακκί, παίρνοντας την αξία του εμπορεύματός του, με έκδηλη χαρά στο πρόσωπό του, που τόσο γρήγορα αυτή τη μέρα τελείωσε τη δουλειά του, χωρίς καθόλου να διαλαλήσει το εμπόρευμά του, χωρίς να κουραστεί. Και μόλις τα αδειάζει όλα και θέλοντας να δώσει το σακκί με τα κουλούρια στον Χρυσόστομο, του λέει ο Χρυσόστομος:
- Κράτησε τα κουλούρια. Όπως είναι... Είναι δικά σου. Σου τα χαρίζω! Πούλησέ τα. Μόνο τα χρήματα που σε έδωσα, να τα δώσεις το μεσημέρι που θα πας σπίτι στη γυναίκα σου, να πάρει κάτι στα παιδιά σας.
Και δίνοντας του ακόμα τρία εκατοστάρικα του λέει:
- Το ένα είναι για 8 κουλούρια, τα οποία θα με δώσεις και τα άλλα δύο είναι για τον κόπο τον οποίο θα κάνεις, για να τα τακτοποιήσεις.
Και παίρνοντας τα 8 κουλούρια ο Χρυσόστομος, τα πέρασε στο αριστερό του χέρι σαν να ήταν βραχιόλια, ενώ την ίδια στιγμή ο φτωχός κουλουράς έκανε το σταυρό του και ευχαριστώντας τον, έσκυψε να του φιλήσει το χέρι...
Φύγαμε και τραβήξαμε στο δρόμο μας...
Πέρασαν αρκετά χρόνια από τότε και μια μέρα, ανεβαίνοντας την Ακαδημίας, έξω από το Ναό της Ζωοδόχου Πηγής, πήρε το μάτι μου, τον κουλουρά. Μπαίνω να ανάψω ένα κερί. Νοιώθω την ανάγκη να προσευχηθώ ιδιαίτερα την ημέρα αυτή, για εκείνον τον Χρυσόστομο, καθότι έχουν περάσει ακριβώς 40 μέρες που ''εκοιμήθη''...
Κατεβαίνοντας το Ναό, το βλέμμα μου συνάντησε το βλέμμα του ανθρώπου, που πουλώντας τα εμπόρευμά του φώναζε, πότε - πότε: ''Πάρτε κουλούρι, φράσκο και τραγανό''. Με χαιρέτησε. Φαινόταν, πως με θυμήθηκε. Αμέσως με ρώτησε τι κάνει ο άλλος ο παπάς, εκείνος με τα κουλούρια. Τί να του έλεγα του ανθρώπου...;
- Δεν ξέρω του απαντώ. Μα φαντάζομαι, πιστεύω να είναι καλά. Οπωσδήποτε είναι καλά! Θα είναι σε πάρα πολύ καλή θέση!
Τα λόγια μου, προβλημάτισαν τον κουλουρά, γιατί αμέσως με ρώτησε:
- Δεν τον βλέπεις τώρα; Δεν είστε πια φίλοι;
Και ύστερα από 5 - 6 δευτερόλεπτα, με λέει:
- Πόσο θα ήθελα να ξαναέβλεπα αυτόν άνθρωπο...!
Τα τελευταία αυτά λόγια με συγκίνησαν. Και καθώς τα μάτια μου βούρκωσαν χωρίς να το θέλω, του είπα:
- Αυτός ο άνθρωπος δεν είναι πια στη ζωή αυτή. Η ψυχή του είναι κοντά στο Θεό. Σήμερα μάλιστα, συμπληρώνονται σαράντα μέρες από τότε που ''εκοιμήθη''...
Με τα λόγια αυτά, κατάλαβα πόσο είχα λυπήσει τον κουλουρά, του οποίου το όνομα, ούτε γνώριζα. Ήταν έντονα διάχυτη η θλίψη στο πρόσωπό του. Και στρέφοντας το βλέμμα του προς το Ναό και κάνοντας το σημείο του Σταυρού, είπε σιγά - σιγά:
- Η ευχή ας είναι μαζί μου, με το σπίτι μου, με τα παιδιά μου. Ο Θεός τέτοιους κληρικούς να δίνει στην Εκκλησία μας!
Πέρασαν μερικά δευτερόλεπτα σιωπής. Δίνοντας του το χέρι μου, του ευχήθηκα να τον συντροφεύει πάντα η Χάρη του Χριστού μας. Και σκύβοντας να μου φιλήσει το χέρι, μου λέει:
- Σας παρακαλώ! Χαρίστε μου δύο λεπτά μόνο ακόμα. Πέστε μου, πως ήταν το όνομά του και που ήταν εφημέριος, τότε που συναντηθήκαμε εδώ;
Αλήθεια πόσο διαφορετικός μου φάνηκε σήμερα ο κουλουράς, σε σχέση με εκείνον που είχα γνωρίσει το πρωϊνό εκείνης της Δευτέρας...
Και του απαντώ:
- Ήταν ο Μητροπολίτης Νέας Σμύρνης Χρυσόστομος.
- Αυτός δηλαδή, για τον οποίο τόσα έγραψαν πριν λίγο καιρό οι εφημερίδες και τα εκκλησιαστικά περιοδικά, ο άνθρωπος, που τόση αγάπη σκορπούσε γύρω του, ρώτησε έκπληκτος ο κουλουράς. Και μια τελευταία χάρη. Μήπως ξέρετε, που τον έχουν ενταφιάσει;
- Στο κοιμητήριο της Νέας Σμύρνης, του απάντησα.
- Πήγατε εσείς σήμερα από εκεί;
- Θα πάω το απόγευμα...
Τον χαιρέτησα και έφυγα.
Το απόγευμα κατά τις 5 πήγα στο κοιμητήριο. Πόσο παραξενεύτηκα όμως, όταν έξω από το Ναό είδα τον κουλουρά, ντυμένο όμως με τα ''καλά'' του και με μια ακριβή ανθοδέσμη στα χέρια, να περιμένει.
- Ήρθα και εγώ να προσευχηθώ μαζί σας, μου είπε και να ζητήσω την συγγνώμη του, που με τρόπο μου τον στενοχώρησα εκείνη την ημέρα. Αλλά να ζητήσω και την ευχή του, ευχαριστώντας τον για όσα μου έδωσε.
Έβαλα το πετραχήλι μου και λέγοντας: ''Ευλογητός ο Θεός...'', είδα τον κουλουρά που ήταν δίπλα μου, να γονατίζει μπροστά στον τάφο... Είμαι βέβαιος, πως και ο Χρυσόστομος, τον έβλεπε εκείνη τη στιγμή. Πόσο αλήθεια παράξενη είναι η ζωή... Βρεθήκαμε πάλι και οι 3 μας μαζί...
Το ''Τρισάγιο'' τελείωσε. Σταθήκαμε μαζί με τον κουλουρά για μερικά ακόμα λεπτά μπροστά στον τάφο ακίνητοι με δεμένα τα χέρια. Αμίλητοι... Μπορεί το στόμα την ώρα αυτή να ήταν κλειστό, όμως η καρδιά και των 2 μας μιλούσε.
Σε μια στιγμή τον χαιρέτησα, του ευχήθηκα κάθε καλό από τον Ουράνιο Πατέρα και πήγα να φύγω.
- Σας παρακαλώ πολύ, μου λέει, μισό λεπτό.
Και δίνοντάς μου ένα πεντοχίλιαρο προσθέτει:
- Πάρτε το σας παρακαλώ και διαθέστε το όπως και όπου θέλετε. Είναι λίγο, το ξέρω. Είναι ένα μικρό ελάχιστο, μα βγαλμένο μέσα από την καρδιά μου ένα ''ευχαριστώ'', σε εκείνον τον άγιο άνθρωπο, που το πρωϊνό εκείνης της ημέρας, με βοήθησε να ξαναβρώ το Θεό, από τον Οποίο τόσα χρόνια είχα απομακρυνθεί...
~ Μαρτυρία Μητροπολίτου Θήρας Παντελεήμων ~
- Όλο το εμπόρευμά σου, πουλώντας το θα εισπράξεις 3.000 δραχμές (περισσότερα από την αξία των κουλουριών). Ορίστε πάρτες και δος μου όλα τα κουλούρια.
Ο κουλουράς τον βλέπει, τον κοιτάζει στα μάτια από πάνω μέχρι κάτω. Εκφράζει την απορία του και κάνοντας το σταυρό του λέει:
- Πρώτη φορά συναντάω, τόσο παράξενο άνθρωπο. Παπά μου, σε παρακαλώ άφησέ με στην φτώχεια μου και μην με κοροϊδεύεις, μην με πειράζεις.
Τότε παρεμβαίνω και του λέω:
- Κάνε αυτό που σε λέει. Δεν σε κοροϊδεύει, μιλάει σοβαρά. Σε αγαπάει πραγματικά...
Και ο φτωχός βιοπαλαιστής αδειάζει το δίσκο στο σακκί, παίρνοντας την αξία του εμπορεύματός του, με έκδηλη χαρά στο πρόσωπό του, που τόσο γρήγορα αυτή τη μέρα τελείωσε τη δουλειά του, χωρίς καθόλου να διαλαλήσει το εμπόρευμά του, χωρίς να κουραστεί. Και μόλις τα αδειάζει όλα και θέλοντας να δώσει το σακκί με τα κουλούρια στον Χρυσόστομο, του λέει ο Χρυσόστομος:
- Κράτησε τα κουλούρια. Όπως είναι... Είναι δικά σου. Σου τα χαρίζω! Πούλησέ τα. Μόνο τα χρήματα που σε έδωσα, να τα δώσεις το μεσημέρι που θα πας σπίτι στη γυναίκα σου, να πάρει κάτι στα παιδιά σας.
Και δίνοντας του ακόμα τρία εκατοστάρικα του λέει:
- Το ένα είναι για 8 κουλούρια, τα οποία θα με δώσεις και τα άλλα δύο είναι για τον κόπο τον οποίο θα κάνεις, για να τα τακτοποιήσεις.
Και παίρνοντας τα 8 κουλούρια ο Χρυσόστομος, τα πέρασε στο αριστερό του χέρι σαν να ήταν βραχιόλια, ενώ την ίδια στιγμή ο φτωχός κουλουράς έκανε το σταυρό του και ευχαριστώντας τον, έσκυψε να του φιλήσει το χέρι...
Φύγαμε και τραβήξαμε στο δρόμο μας...
Πέρασαν αρκετά χρόνια από τότε και μια μέρα, ανεβαίνοντας την Ακαδημίας, έξω από το Ναό της Ζωοδόχου Πηγής, πήρε το μάτι μου, τον κουλουρά. Μπαίνω να ανάψω ένα κερί. Νοιώθω την ανάγκη να προσευχηθώ ιδιαίτερα την ημέρα αυτή, για εκείνον τον Χρυσόστομο, καθότι έχουν περάσει ακριβώς 40 μέρες που ''εκοιμήθη''...
Κατεβαίνοντας το Ναό, το βλέμμα μου συνάντησε το βλέμμα του ανθρώπου, που πουλώντας τα εμπόρευμά του φώναζε, πότε - πότε: ''Πάρτε κουλούρι, φράσκο και τραγανό''. Με χαιρέτησε. Φαινόταν, πως με θυμήθηκε. Αμέσως με ρώτησε τι κάνει ο άλλος ο παπάς, εκείνος με τα κουλούρια. Τί να του έλεγα του ανθρώπου...;
- Δεν ξέρω του απαντώ. Μα φαντάζομαι, πιστεύω να είναι καλά. Οπωσδήποτε είναι καλά! Θα είναι σε πάρα πολύ καλή θέση!
Τα λόγια μου, προβλημάτισαν τον κουλουρά, γιατί αμέσως με ρώτησε:
- Δεν τον βλέπεις τώρα; Δεν είστε πια φίλοι;
Και ύστερα από 5 - 6 δευτερόλεπτα, με λέει:
- Πόσο θα ήθελα να ξαναέβλεπα αυτόν άνθρωπο...!
Τα τελευταία αυτά λόγια με συγκίνησαν. Και καθώς τα μάτια μου βούρκωσαν χωρίς να το θέλω, του είπα:
- Αυτός ο άνθρωπος δεν είναι πια στη ζωή αυτή. Η ψυχή του είναι κοντά στο Θεό. Σήμερα μάλιστα, συμπληρώνονται σαράντα μέρες από τότε που ''εκοιμήθη''...
Με τα λόγια αυτά, κατάλαβα πόσο είχα λυπήσει τον κουλουρά, του οποίου το όνομα, ούτε γνώριζα. Ήταν έντονα διάχυτη η θλίψη στο πρόσωπό του. Και στρέφοντας το βλέμμα του προς το Ναό και κάνοντας το σημείο του Σταυρού, είπε σιγά - σιγά:
- Η ευχή ας είναι μαζί μου, με το σπίτι μου, με τα παιδιά μου. Ο Θεός τέτοιους κληρικούς να δίνει στην Εκκλησία μας!
Πέρασαν μερικά δευτερόλεπτα σιωπής. Δίνοντας του το χέρι μου, του ευχήθηκα να τον συντροφεύει πάντα η Χάρη του Χριστού μας. Και σκύβοντας να μου φιλήσει το χέρι, μου λέει:
- Σας παρακαλώ! Χαρίστε μου δύο λεπτά μόνο ακόμα. Πέστε μου, πως ήταν το όνομά του και που ήταν εφημέριος, τότε που συναντηθήκαμε εδώ;
Αλήθεια πόσο διαφορετικός μου φάνηκε σήμερα ο κουλουράς, σε σχέση με εκείνον που είχα γνωρίσει το πρωϊνό εκείνης της Δευτέρας...
Και του απαντώ:
- Ήταν ο Μητροπολίτης Νέας Σμύρνης Χρυσόστομος.
- Αυτός δηλαδή, για τον οποίο τόσα έγραψαν πριν λίγο καιρό οι εφημερίδες και τα εκκλησιαστικά περιοδικά, ο άνθρωπος, που τόση αγάπη σκορπούσε γύρω του, ρώτησε έκπληκτος ο κουλουράς. Και μια τελευταία χάρη. Μήπως ξέρετε, που τον έχουν ενταφιάσει;
- Στο κοιμητήριο της Νέας Σμύρνης, του απάντησα.
- Πήγατε εσείς σήμερα από εκεί;
- Θα πάω το απόγευμα...
Τον χαιρέτησα και έφυγα.
Το απόγευμα κατά τις 5 πήγα στο κοιμητήριο. Πόσο παραξενεύτηκα όμως, όταν έξω από το Ναό είδα τον κουλουρά, ντυμένο όμως με τα ''καλά'' του και με μια ακριβή ανθοδέσμη στα χέρια, να περιμένει.
- Ήρθα και εγώ να προσευχηθώ μαζί σας, μου είπε και να ζητήσω την συγγνώμη του, που με τρόπο μου τον στενοχώρησα εκείνη την ημέρα. Αλλά να ζητήσω και την ευχή του, ευχαριστώντας τον για όσα μου έδωσε.
Έβαλα το πετραχήλι μου και λέγοντας: ''Ευλογητός ο Θεός...'', είδα τον κουλουρά που ήταν δίπλα μου, να γονατίζει μπροστά στον τάφο... Είμαι βέβαιος, πως και ο Χρυσόστομος, τον έβλεπε εκείνη τη στιγμή. Πόσο αλήθεια παράξενη είναι η ζωή... Βρεθήκαμε πάλι και οι 3 μας μαζί...
Το ''Τρισάγιο'' τελείωσε. Σταθήκαμε μαζί με τον κουλουρά για μερικά ακόμα λεπτά μπροστά στον τάφο ακίνητοι με δεμένα τα χέρια. Αμίλητοι... Μπορεί το στόμα την ώρα αυτή να ήταν κλειστό, όμως η καρδιά και των 2 μας μιλούσε.
Σε μια στιγμή τον χαιρέτησα, του ευχήθηκα κάθε καλό από τον Ουράνιο Πατέρα και πήγα να φύγω.
- Σας παρακαλώ πολύ, μου λέει, μισό λεπτό.
Και δίνοντάς μου ένα πεντοχίλιαρο προσθέτει:
- Πάρτε το σας παρακαλώ και διαθέστε το όπως και όπου θέλετε. Είναι λίγο, το ξέρω. Είναι ένα μικρό ελάχιστο, μα βγαλμένο μέσα από την καρδιά μου ένα ''ευχαριστώ'', σε εκείνον τον άγιο άνθρωπο, που το πρωϊνό εκείνης της ημέρας, με βοήθησε να ξαναβρώ το Θεό, από τον Οποίο τόσα χρόνια είχα απομακρυνθεί...
~ Μαρτυρία Μητροπολίτου Θήρας Παντελεήμων ~
από το facebook
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου