Κάποιος πήγε να επισκεφθή το Γέροντα Παΐσιο.
Χτυπούσε το καμπανάκι, αλλά δεν του
άνοιγε.
Αυτός, τότε, πήδησε το συρμάτινο φράχτη, μπήκε μέσα στο χώρο του
κελλιού και είδε το Γέροντα προσευχόμενο μέσα σε φλόγα (άκτιστο φως).
Ο Γέροντας σταμάτησε και του είπε:
– Αδελφέ, τι μου έκανες; Βοηθούσα κάποιον και με σταμάτησες.
– Αδελφέ, τι μου έκανες; Βοηθούσα κάποιον και με σταμάτησες.
Εγώ θα
ξαναρχίσω, αλλά εσένα θα σου βάλω ένα μικρό κανόνα, για να μη σου βάλω
μεγάλο.
Δε θα έλθεις στο Κελλί μου για τρία χρόνια.
Πράγματι, έτσι έγινε.
Ξαναπήγε στο Άγιον Όρος μετά από τρία
χρόνια, όμως δε βρήκε στο κελλί του το Γέροντα.
Έφυγε προς το Μοναστήρι
(Ι.Μ. Κουτλουμουσίου), αλλά στο δρόμο συνάντησε το Γέροντα, ο οποίος του
έδωσε την ευχή του.
Τελείωσε έτσι και ο κανόνας του.
Απόσπασμα από το βιβλίο “Όσιος
Παΐσιος ο Αγιορείτης, (1924-1994), Μαρτυρίες προσκυνητών”, τόμος α’, 7η
έκδοση, των εκδόσεων Αγιοτόκος Καππαδοκία.
Πηγή: pemptousia.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου