'' ῾Οἱ δράστες πού ἔφθασαν στό γραφεῖο τοῦ Διευθυντῆ τῆς
Ριζαρείου Σχολῆς, ᾽Επισκόπου Πενταπόλεως Νεκταρίου, ἀπό τούς παιδονόμους
μέ τήν καταγγελία τῆς ῾βαρείας παραβάσεως τοῦ κανονισμοῦ᾽ ἦταν
τέσσερις.
Τούς ἔλεγαν Σωφρόνη, Παπαχρήστου, Λελεδάκη καί Περιτζόγλου.
Φαίνονταν ἀγριεμένοι, ροδοκόκκινοι, ἕτοιμοι νά ὑποστοῦν τίς συνέπειες
τίς ἀνταρσίας.
᾽Εκείνη τήν στιγμή ἔγραφε ῾παραινετικήν ἐπιστολήν πρός φίλον ἀδελφόν ἱερομόναχον᾽. Ξαφνιάστηκε μέ τόν θόρυβο.
᾽Εκείνη τήν στιγμή ἔγραφε ῾παραινετικήν ἐπιστολήν πρός φίλον ἀδελφόν ἱερομόναχον᾽. Ξαφνιάστηκε μέ τόν θόρυβο.
῾Ο κονδυλοφόρος
ξέφυγε ἀπό τά δάχτυλα, ἡ πένα πέταξε μιά σταγόνα μελάνι στό χαρτί.
- Πρός τί ὁ θόρυβος, τί συνέβη;
- Κύριε σχολάρχα, Σεβασμιώτατε... μέ συγχωρεῖτε, ἀπό δῶ ὁ Παπαχρήστου μέ εἶπε εἰς ἐπήκοον ολων σφετεριστή, δηλαδή κλέφτη.
- Εἶναι δυνατόν, ἀληθεύει; Σιγορώτησε ἤρεμος.
- Ψέμματα λέει... μοῦ ὕβρισε τήν πατρίδα. Εἶπε ὅτι ἐμεῖς οἱ Μετσοβίτες εἴμαστε Τουρκόγυφτοι καί τρῶμε νύχτα-μέρα γιαούρτι.
- Σοβαρῶς;
- Νά σᾶς πῶ, πετάχτηκε ὁ τρίτος. Νά σᾶς πῶ τήν ἀλήθεια. Δέν τοῦ ἔδωσε νά διαβάσει κάποια φυλλάδα, κάποιο περιοδικό...
- Ποῖον περιοδικόν;
- ῎Οχι περιοδικό...βιβλίο.
- Ποῖον βιβλίον;
- Τό ἡμερολόγιο τοῦ Σκόκου.
- Πρός τί ὁ θόρυβος, τί συνέβη;
- Κύριε σχολάρχα, Σεβασμιώτατε... μέ συγχωρεῖτε, ἀπό δῶ ὁ Παπαχρήστου μέ εἶπε εἰς ἐπήκοον ολων σφετεριστή, δηλαδή κλέφτη.
- Εἶναι δυνατόν, ἀληθεύει; Σιγορώτησε ἤρεμος.
- Ψέμματα λέει... μοῦ ὕβρισε τήν πατρίδα. Εἶπε ὅτι ἐμεῖς οἱ Μετσοβίτες εἴμαστε Τουρκόγυφτοι καί τρῶμε νύχτα-μέρα γιαούρτι.
- Σοβαρῶς;
- Νά σᾶς πῶ, πετάχτηκε ὁ τρίτος. Νά σᾶς πῶ τήν ἀλήθεια. Δέν τοῦ ἔδωσε νά διαβάσει κάποια φυλλάδα, κάποιο περιοδικό...
- Ποῖον περιοδικόν;
- ῎Οχι περιοδικό...βιβλίο.
- Ποῖον βιβλίον;
- Τό ἡμερολόγιο τοῦ Σκόκου.
- Πῶς βρέθηκε εἰς τήν Σχολήν τό ῾Ημερολόγιο τοῦ Σκόκου;
- Δέν εἶναι ὁλόκληρο...εἶναι φύλλα-φύλλα. Τό πέρασε κρυφά ὁ Περιτζόγλου.
- Κι ἐσύ διατί κατηγορεῖσαι;
- Αὐτός, κύριε διευθυντά, πετάχτηκε κι ἔλαβε τόν λόγο ὁ παιδονόμος, αυτός εἶναι ὁ καθαυτό ὑποκινητής τῆς φασαρίας. Τούς ἐρέθιζε μέ τρόπο καί τούς ἔσπρωξε νά χτυπηθοῦν, γιά νά γελάει.
᾽Ακολούθησε σιγή.
Γύρισε, τούς κοίταξε στά μάτια ἕναν-ἕναν. Τούς κοίταξε μέ τά μεγάλα γαλανά μάτια του, χλωμός, βουβός, πικραμένος.
- Αὐτά ὅλα τά ὁποῖα ἐκάματε, ἄρχισε σιγά-σιγά νά λέει, μέ λυποῦν βαθύτατα. Μέ ἀναγκάζουν νά τιμωρήσω τόν ἑαυτό μου.
- Τόν ἑαυτό σας, κύριε σχολάρχα; ἔκανε καταγεμᾶτος ἀπορία ὁ παιδονόμος.
- Μάλιστα. Νά τιμωρήσω τόν ἑαυτόν μου εἰς ἀπεργίαν πείνης. Κύριε παιδονόμε, ἀπό ταύτην τήν μεσημβρίαν θά εἰδοποιήσετε τόν μάγειρον ἐπί τρεῖς ἡμέρας νά μήν μοῦ ἀποστέλλει φαγητόν. ᾽Εξηγήθημεν; Τήν ὥρα τοῦ φαγητοῦ θά προσεύχομαι διά τήν ἀνωμαλίαν.
- Μάλιστα.
- Μέ λυποῦν, παιδιά μου, μέ λυποῦν... σεῖς, αὐριανοί ἱερεῖς τοῦ ᾽Υψίστου! Πηγαίνετε, παρακαλῶ, καί εἴθε ὁ Κύριος νά ἀποστείλει ἔλεος καί φωτισμόν... εἴθε νά σᾶς συγχωρήσει.
᾽Απόμειναν ἄναυδοι. ᾽Απόμειναν νά τόν κοιτάζουν. Τά μάτια του μέσα στήν σοβαρότητα καί τήν συντριβή τους τόξευαν κάτι τό ἀνομολόγητο, κάτι τό μεγαλειῶδες.
- Πηγαίνετε... ξανάκουσαν τήν φωνή του. Καί παρακαλῶ μέχρι τῆς μεσημβρίας νά ἔχετε πλήρως συμφιλιωθεῖ. Διότι ἄλλως θά συνεχίσω τήν τιμωρίαν.
Τά πόδια κινήθηκαν, τά παπούτσια σύρθηκαν στό πάτωμα. Βγῆκαν ἀπό τό γραφεῖο ἕνας-ἕνας σκυφτοί, κατακίτρινοι, συνεπαρμένοι ἀπό φόβο καί δέος.
Τό μεσημέρι καί οἱ τέσσερις δέν φάνηκαν στήν τράπεζα, δέν ἔβαλαν μπουκιά στό στόμα. Κλείστηκαν στίς κάμαρές τους κι ἔκλαψαν. ῎Εκλαψαν ὅσο ποτέ στήν ζωή τους᾽.''
(᾽Από τό βιβλίο τοῦ Σ. Χονδρόπουλου, ῾Ο ἅγιος τοῦ αἰώνα μας, σσ. 146-148).
(ΣΤΗ ΦΩΤΟ Ο ΑΓΙΟΣ ,ΟΝΕΙΔΙΖΟΜΕΝΟΣ ΥΠΟ ΤΟΥ
ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΩΣ...)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου