Ιερά Μονή Ὁσίου Γρηγορίου, Άγιον Όρος
Εἶναι φανερό ὅτι ὁ κακομήχανος διάβολος ἔβαλε τήν Ἐκκλησία σέ νέα δοκιμασία. Ἔσπειρε πρῶτα στήν ψυχή μας τόν φόβο, τήν ὀλιγοπιστία καί τήν ἀμφιβολία, ὅτι δῆθεν κινδυνεύουμε ἀπό τήν θεία Μετάληψι, καί κατόπιν ἔβαλε ἀνθρώπους νά ἐξευγενίσουν τήν ὀλιγοπιστία μας καί νά τήν ὀνομάσουν ἄλλοτε συγκατάβασι καί ἄλλοτε ἀγάπη καί ἐνδιαφέρον γιά τούς συνανθρώπους μας.
Ἔβαλε καί κάποιους ἄλλους νά ἀποδομήσουν τήν πίστι μας στό ὑπερφυές καί θεῖο Μυστήριο τῆς Θείας Κοινωνίας, νά πιστέψουμε δηλαδή ὅτι μπορεῖ νά γίνῃ μέσο διασπορᾶς ἀσθενειῶν. Μέ τέτοιους φόβους τοποθετήσαμε φίλαυτα τήν ὑγεία μας πάνω καί ἀπό τήν πρώτη ἐντολή τοῦ Θεοῦ, πού ὁρίζει νά ἀγαπᾶμε τόν Θεό «ἐξ ὅλης τῆς καρδίας καί ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς καί ἐξ ὅλης τῆς διανοίας καί ἐξ ὅλης τῆς ἰσχύος» μας[1]. Ἐπιθυμοῦμε νά Τόν μεταλαμβάνουμε ἀμφισβητώντας Τον!
Τίς σκέψεις πού ἀκολουθοῦν τίς προσφέρουμε στούς ἀδελφούς μας χριστιανούς πού ἀγαποῦν τόν Χριστό, πού θέλουν νά ζοῦν στήν Ἐκκλησία μέ γνήσιο καί αὐθεντικό τρόπο, πού ποθοῦν τήν ἐν Χριστῷ σωτηρία τους, ἀλλά φοβοῦνται καί διστάζουν νά μεταλάβουν μέ τήν παραδοσιακά γνωστή μας ἁγία λαβίδα.
α΄. Ὁ ἀθέλητος φόβος, ὅτι θά ἀρρωστήσουμε ἤ θά πεθάνουμε, εἶναι συγγνωστός, ἀφοῦ ἀκόμη δέν ἔχουμε ἀποκτήσει βιωματική «πεῖρα τῆς Ἀναστάσεως»[2]. Ἡ ἀσθένεια γεννᾶ ὑπαρξιακό φόβο θανάτου, ὁ ὁποῖος ὑπερβαίνεται μόνο μέ ἰδιαίτερη Χάρι ἀπό τόν Θεό. Ὅμως, ἄν ὡς ἀτελεῖς ἄνθρωποι φοβηθήκαμε, γιά τήν Ἐκκλησία ὡς Ἐκκλησία ὁ φόβος τοῦ θανάτου εἶναι ἀδικαιολόγητος. Ἡ Ἐκκλησία ἔχει τήν ἀναστάσιμη ἐμπειρία, ἡ ὁποία δέν ἔχει φόβο καί ὀλιγοπιστία («ἡ τελεία ἀγάπη ἔξω βάλλει τὸν φόβον»[3]).
Αὐτήν τήν ἐμπειρία τήν ἐκφράζουν οἱ Ἅγιοι. Αὐτοί μᾶς λένε πῶς πρέπει νά μεταλαμβάνουμε, μᾶς ὑπενθυμίζουν ὅτι σέ καιρό λοιμικῆς ἐπιδημίας ἔκαναν λιτανεῖες, λειτουργοῦσαν καί ἐλειτουργοῦντο καί μετελάμβαναν χωρίς φοβίες γιά τήν Θεία Λειτουργία καί γιά τήν κοινή λαβίδα τῆς Μεταλήψεως. Ἔχοντας αὐτήν τήν παρακαταθήκη τῶν Ἁγίων μας, πρέπει μᾶλλον νά μετανοοῦμε γιά τήν ὀλιγοπιστία μας, παρά νά ζητοῦμε νά καταστήσουμε τόν φοβισμένο ἑαυτό μας καινό νομοθέτη στήν Ἐκκλησία.
β΄. Ὅπως διδάσκει ἡ Ἐκκλησία μας, μέ τήν Θεία Λειτουργία οἱ χριστιανοί προσφέρουμε στόν Θεό τήν Εὐχαριστία μας. Δηλαδή προσφέρουμε τόν ἑαυτό μας, τούς συνανθρώπους μας καί ὅλη τήν ζωή μας εὐχαριστιακά στόν Θεό, διότι ἀνήκουμε σέ Αὐτόν καί ὄχι στόν ἑαυτό μας[4]. Μεταλαμβάνουμε «μετά φόβου Θεοῦ, πίστεως καί ἀγάπης» εὐχαριστώντας τόν Χριστό πού πέθανε καί ἀναστήθηκε γιά μᾶς[5]. Σέ αὐτήν τήν εὐχαριστιακή πρᾶξι συμμετέχουμε καθαροί ἀπό κάθε πάθος, διότι λέμε: «Ἰδού βαδίζω πρός Θείαν Κοινωνίαν· Πλαστουργέ, μή φλέξῃς με τῇ μετουσίᾳ· πῦρ γάρ ὑπάρχεις τούς ἀναξίους φλέγον· ἀλλ’ οὖν κάθαρον ἐκ πάσης με κηλίδος»[6].
Τώρα, μέ τήν φοβία πού ἔσπειραν στόν νοῦ μας, κυριευμένοι ἀπό ὀλιγοπιστία ἀλλάζουμε νοοτροπία, διάθεσι καί στάσι. Ξεχνοῦμε ὅτι ἡ Μετάληψις προϋποθέτει εὐχαριστιακή διάθεσι καί ὅτι εἶναι Εὐχαριστία στόν Θεό. Δείχνουμε ὅτι ἀνήκουμε ὄχι εὐχαριστιακά στόν Θεό ἀλλά φίλαυτα στόν ἑαυτό μας. Συμπεριφερόμαστε ἐγωκεντρικά. Μεταλαμβάνοντας ἔτσι, μέ ὀλιγοπιστία, μέ τήν ἰδέα δηλαδή ὅτι ἐνδέχεται νά κολλήσουμε ἀσθένεια, ἀστοχοῦμε καί προφανῶς ἁμαρτάνουμε.
Τόν παλαιό καιρό ἡ Ἐκκλησία ὕψωνε δυνατή φωνή νά κλείσουν οἱ πόρτες τοῦ ναοῦ γιά τούς ἀμυήτους, γιά ἐκείνους πού δέν εἶχαν ἀκόμη βαπτισθῆ («τάς θύρας, τάς θύρας»). Ὅσοι ἐπίσης χριστιανοί εἶχαν ἁμαρτήσει βαρειά, στέκονταν στόν νάρθηκα τῆς Ἐκκλησίας «προσπίπτοντες» ἤ «προσκλαίοντες» γιά ἕνα, δύο, τρία ἤ καί περισσότερα χρόνια. Μετά ἀπό αὐτήν τήν προετοιμασία ἔμπαιναν στόν κυρίως ναό, ἔστεκαν «ἀκροώμενοι» τό κήρυγμα καί κάποιες εὐχές καί ἐπέστρεφαν στόν νάρθηκα μαζί μέ τούς κατηχουμένους. Μόνον ὅταν μετά ἀπό μία ὁλοκληρωμένη μετάνοια μποροῦσαν «μετά φόβου Θεοῦ, πίστεως καί ἀγάπης» νά σταθοῦν καθαροί μπροστά στόν Θυσιαζόμενο Ἀμνό, μόνον τότε ἀνταποκρίνονταν στήν προτροπή τοῦ λειτουργοῦ «προσέλθετε» στήν θεία Μετάληψι.
Εἶναι μία ἀρχαία καλή πρακτική. Ἄς διερωτηθοῦμε καί ἐμεῖς σήμερα, μήπως θά ἔπρεπε νά παραμείνουμε στόν νοερό νάρθηκα τῆς Ἑκκλησίας «προσκλαίοντες» γιά τήν ὀλιγοπιστία μας, ἕως ὅτου ἐπανακτήσουμε φόβο Θεοῦ, πίστι καί ἀγάπη, δηλαδή μέχρις ὅτου παύσουμε νά ἀμφισβητοῦμε φίλαυτα τόν Νικητή τοῦ θανάτου. Ἄλλωστε, πρέπει νά κοινωνοῦμε ἀξίως. Ἡ ὀλιγοπιστία, ἡ ἀμφιβολία καί ἡ ἀμφισβήτησις δέν εἶναι καλές προϋποθέσεις. Ὁ ἀπόστολος Παῦλος μᾶς ἔχει προειδοποιήσει: «ὅς ἄν ἐσθίῃ τόν ἄρτον τοῦτον ἤ πίνῃ τὸ ποτήριον τοῦ Κυρίου ἀναξίως, ἔνοχος ἔσται τοῦ σώματος καί αἵματος τοῦ Κυρίου. Δοκιμαζέτω δέ ἄνθρωπος ἑαυτόν, καί οὕτως ἐκ τοῦ ἄρτου ἐσθιέτω καί ἐκ τοῦ ποτηρίου πινέτω»[7].
γ΄. Ἄν οἱ Ὀρθόδοξοι πιστέψουμε, δεχθοῦμε ἤ τυχόν συνηγορήσουμε ὅτι ἡ Θεία Κοινωνία μεταδίδει καί διασπείρει ἀσθένειες, ἄν δέν ἀντιλαμβανόμαστε (ἔστω, ἄν ὄχι διά μεθέξεως, τοὐλάχιστον διά πίστεως) ὅτι ὁ λειτουργός πού μεταδίδει καί ὁ πιστός πού μεταλαμβάνει τόν Ἄρτο καί τόν Οἶνο τῆς Εὐχαριστίας εἶναι μέσα στόν ὑπέρφωτο γνόφο τῆς Βασιλείας, προδίδουμε τόν λόγο τῆς χριστιανικῆς μας ὑπάρξεως. Ἡ Θεία Κοινωνία πρέπει νά εἶναι μετοχή στήν Βασιλεία τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ Ἁγίου Πνεύματος· διαφορετικά, στήν Λειτουργία παίζουμε θέατρο.
Ὅσοι πλησιάζουν στό Ἅγιο Ποτήριο μέ θεία ἀγάπη, ψελλίζοντας μέ αἴσθησι καρδίας «ἔθελξας πόθῳ με, Χριστέ, καί ἠλλοίωσας τῷ θείῳ σου ἔρωτι» καί «τοῦτο αὐτό ἐστι τό ἄχραντον Σῶμά σου καί τοῦτο αὐτό ἐστι τό τίμιον Αἷμά σου»[8], δέν θά συμφωνοῦσαν μέ τήν δική μας ὀλιγοπιστία. Δέν θά δέχονταν νά μεταλάβουν ἀπό ἄλλη λαβίδα, ἤ χωρίς λαβίδα, ἀπό φόβο καί μόνο.
δ΄. Δημοσιεύθηκε, ὅτι τήν περίοδο τῶν περιοριστικῶν μέτρων κάποιος χριστιανός ζήτησε νά μεταλάβῃ. Τοῦ τό ἀρνήθηκαν. Ἔφυγε ξαφνικά τήν ἄλλη μέρα ἀπό τήν παροῦσα ζωή μέ τό παράπονο. Καί ὄχι μόνο. Ἄς τό ὁμολογήσουμε. Ἀξίζει νά διερωτηθῇ κανείς: Μέ τέτοια ὀλιγόπιστη ποιμαντική πῶς θά σταθοῦμε μπροστά στό ἀδέκαστο Βῆμα; Τί θά ποῦμε στόν δικαιοκρίτη Κύριο γιά ὅλους ἐκείνους τούς ἀδελφούς μας πού εἶχαν ἀνάγκη νά μεταλάβουν (ἀρρώστους, πονεμένους, ἑτοιμοθανάτους κ.λπ.) καί ἔφυγαν ἀπό τήν ζωή χωρίς τό οὐράνιο Ἐφόδιο ἐξαιτίας τῆς ὀλιγοπιστίας μας;
ε΄. Ἀπό μή Ὀρθοδόξους δέν ἀπαιτοῦμε νά ἀποδεχθοῦν ὅτι ἡ Θεία Κοινωνία εἶναι ὑπερφυές Μυστήριο καί δέν μεταδίδει ἀσθένειες. Ἄλλωστε, ἡ χρῆσις λαβίδος δέν εἶναι στοιχεῖο τῆς πρακτικῆς τους καί γι’ αὐτό τήν φοβοῦνται· καί τήν μετάληψι ἀπό τό ἴδιο Ἅγιο Ποτήριο τήν ἔχουν καταργήσει ἐδῶ καί αἰῶνες. Ὅσοι Ὀρθόδοξοι ζοῦμε σέ ἕνα ἑτερόδοξο περιβάλλον, ὀφείλουμε νά λειτουργούμεθα σύμφωνα μέ τήν δική μας λειτουργική Παράδοσι, καί νά μή συρώμεθα στήν χοάνη τῆς ὁμογενοποιήσεως τῶν λειτουργικῶν τύπων. Ἡ ὁμογενοποίησις ὁδηγεῖ σέ συγκρητιστικές ἀτραπούς καί θεολογικά ὀλισθήματα. Θά μεταλαμβάνουμε χωρίς νά ὀλιγοπιστοῦμε στό Μυστήριο, χωρίς τήν ἰδέα ὅτι διά τοῦ Ποτηρίου ἤ διά τῆς λαβίδος μεταδίδονται ἀσθένειες. Καί ἄν ἐπισείωνται ποινές καί ἀσήκωτα πρόστιμα, θά θυμόμαστε τίς ἐποχές τῶν διωγμῶν.
Ἡ Ἐκκλησία σέ περίοδο διωγμοῦ χρησιμοποιοῦσε ἀνενδυάστως ἐναλλακτικούς τρόπους Μεταλήψεως. Ἔστελνε στόν φυλακισμένο μάρτυρα τήν Θεία Κοινωνία μέ κάποιον ἐπιδέξιο τρόπο. Δέν δίσταζε νά ἐπινοῇ τρόπους, ὥστε τό «ἐφόδιον τῆς ἀθανασίας» νά φθάσῃ στόν φυλακισμένο ἀθλητή τῆς θείας ἀγάπης. Μέ τήν διαφορά ὅτι οὔτε ὁ φυλακισμένος μάρτυς οὔτε ὁ θαρραλέος μεταφορέας τῆς Θείας Κοινωνίας διακατέχονταν ἀπό φοβία καί ὀλιγοπιστία γιά τό Μυστήριο. Ἦσαν πλημμυρισμένοι ἀπό τόν φόβο τοῦ Θεοῦ, τήν πίστι καί τήν ἀγάπη. Μετελάμβαναν μέ πίστι, ὄχι μέ ὀλιγοπιστία!
στ΄. Ἄν τυχόν βρεθοῦμε σέ συνθῆκες διωγμοῦ, πολύ σωστά πρέπει νά βροῦμε διάφορα “τεχνάσματα”, μέ τά ὁποῖα θά μεταλαμβάνουν οἱ σύγχρονοι μάρτυρες. Ἄν ὅμως ἀλλάξουμε τόν τρόπο Μεταλήψεως ἀπό φόβο, ὀλιγοπιστία καί φιλαυτία, δέν θά μπορέσουμε νά κρύψουμε τήν εὐθύνη μας: «Ἑκουσίως γάρ ἁμαρτανόντων ἡμῶν μετά τό λαβεῖν τήν ἐπίγνωσιν τῆς ἀληθείας, οὐκέτι περί ἁμαρτιῶν ἀπολείπεται θυσία, φοβερά δέ τις ἐκδοχή κρίσεως καί πυρός ζῆλος ἐσθίειν μέλλοντος τούς ὑπεναντίους»[9]. Σέ νεοελληνική ἀπόδοσι: «Ἄν, ἀφοῦ γνωρίσαμε τήν ἀλήθεια, ἁμαρτάνουμε μέ τήν θέλησί μας, δέν ἀπομένει πλέον ἄλλη θυσία νά συγχωρηθοῦν οἱ ἁμαρτίες μας, ἀλλά μᾶς περιμένει φοβερή καταδίκη καί τό αἰώνιο πῦρ πού μέλλει νά κατακαίῃ ἐκείνους πού ἀντιστέκονται στόν Θεό».
Ὅταν ἡ ἴδια ἡ συνείδησίς μας θά μᾶς καταλογίσῃ ὅτι ἀπιστοῦμε στό Μυστήριο, δέν θά μᾶς καλύψῃ καμμία διδακτορική διατριβή περί τοῦ «πότε εἰσήχθη ἡ χρῆσις λαβίδος εἰς τήν Ἐκκλησίαν», οὔτε θά μᾶς δικαιώσῃ κάποια δῆθεν ποιμαντική μας εὐαισθησία γιά ἐκείνους πού θέλουν νά μεταλάβουν τόν Ζωοδότην ἀλλά Τόν φοβοῦνται, διότι τό ἀψευδές στόμα τοῦ Χριστοῦ εἶπε κάποτε τόν σκληρό ἀλλά ἀποφασιστικό λόγο: «Μή καί ὑμεῖς θέλετε ὑπάγειν;»[10]. Καί ὁ ἀπόστολος Παῦλος ἔγινε «τοῖς πᾶσι τά πάντα, ἵνα πάντως τινάς σώσῃ», ὄχι ὅμως ὡς ἄνομος ἀλλ’ «ὡς ἔννομος Χριστῷ»[11]. Ὄχι ὀλιγοπιστώντας ἤ ἀμφισβητώντας Ἐκεῖνον, χάριν τοῦ Ὁποίου ἔγινε τά πάντα τοῖς πᾶσι. Τά ρητορικά σχήματα νεωτεριστῶν θεολόγων, πού ἀναφέρονται στήν ἐπικινδυνότητα τοῦ «ἰοῦ τοῦ φονταμενταλισμοῦ» καί τῶν ἄλλων συναφῶν «λοιμογόνων ἰῶν τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ σώματος», θά φανοῦν ἀνίσχυρα, ὅταν ἡ συνείδησίς μας θά μᾶς καταλογίζῃ ὅτι ἁμαρτήσαμε.
Γιατί ἄραγε δέν εἶναι «λοιμογόνος» ἡ ὀλιγοπιστία καί ἡ φοβία πού μᾶς ἔρχονται ἀπό ἕναν κόσμο πού ἀγνοεῖ, περιφρονεῖ ἤ καί ἐχθρεύεται τό Ὀρθόδοξο ἦθος καί βίωμα; Δέν εἶναι διδακτική ἡ ἱστορία πού διασώζει ὁ ἀρχιεπίσκοπος Ἀλεξανδρείας Διονύσιος (3ος αἰώνας) περί τῆς ἀφοβίας, τῆς πίστεως καί τῆς αὐτοθυσίας τῶν χριστιανῶν[12], οἱ ὁποῖοι ἐν καιρῷ φοβερῆς λοιμικῆς ἐπιδημίας συμπαραστέκονταν στούς ἀσθενεῖς καί κήδευαν τούς νεκρούς σχεδόν σίγουροι ὅτι θά ἀρρωστήσουν καί θά πεθάνουν καί οἱ ἴδιοι, τήν ἴδια στιγμή πού οἱ ἐθνικοί ἔφευγαν φοβισμένοι καί ἐγκατέλειπαν ἀβοήθητους καί ἄταφους τούς ἴδιους τούς συγγενεῖς τους; Ὅταν οἱ ἡρωϊκοί ἐκεῖνοι χριστιανοί τῆς Ἀλεξανδρείας ἀψηφοῦσαν τόν θάνατο γιά τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ καί τοῦ θνήσκοντος συνανθρώπου, θά εἶχαν ἄραγε τήν ὀλιγοπιστία νά φοβοῦνται τήν θεία Μετάληψι ἀπό τό ἕνα Ἅγιο Ποτήριο (σήμερα τήν ἁγία λαβίδα) στόν ναό τους;
ζ΄. Ἡ ἐπιστροφή στήν «παλαιά τάξι τῆς μεταλήψεως» (ὅπως στήν Λειτουργία τοῦ ἁγίου Ἰακώβου) δέν εἶναι λύσις. Πρῶτον, διότι ἡ παλαιά τάξις δέν εἶναι ἄμοιρη ἀντικειμενικῶν δυσκολιῶν (μετάληψις βρεφῶν, ἡλικιωμένων, ἀσθενῶν), λόγῳ τῶν ὁποίων εἶχε σταδιακά ἐγκαταλειφθῆ. Δεύτερον, διότι ἐφ’ ὅσον ἡ μετάληψις τοῦ θείου Αἵματος προβλεπόταν καί ἀπαιτεῖ νά γίνεται ἀπό τό ἴδιο Ἅγιο Ποτήριο, δέν θά ἐπιτραπῇ ἀπό τούς ἀντιεκκλησιαστικά νομοθετοῦντες πολιτικούς ἄρχοντες. Καί τρίτον, διότι ἡ τυχόν «τροποποίησίς» της μέ χρῆσι πολλῶν λαβίδων, ὥστε νά ἀποφευχθῇ ἡ μετάληψις ἀπό τό ἴδιο Ἅγιο Ποτήριο, φανερώνει ὅτι φοβόμαστε καί ὀλιγοπιστοῦμε, καί ἑπομένως ὁδηγούμαστε στίς συνέπειες πού προαναφέρθηκαν.
Ἕνας ἱερεύς, πού ἐπί πολλές δεκαετίες μεταλαμβάνει χιλιάδες πιστούς (ὑγιεῖς καί ἀσθενεῖς) καί ὁμολογουμένως χωρίς φόβο καταλύει τό Ἅγιο Ποτήριο, ὁπωσδήποτε δέν θά διστάσῃ καί σήμερα νά παροτρύνῃ τούς φοβισμένους χριστιανούς μας νά ἀποβάλουν τόν φόβο καί νά πλησιάσουν χωρίς ὀλιγοπιστία στό Ποτήριο τῆς Ζωῆς. Οἱ συνοδικές ἀποφάσεις τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριαρχείου καί τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος, σύμφωνα μέ τίς ὁποῖες δέν ὑφίσταται λόγος νά ἀλλάξῃ ὁ τρόπος τῆς θείας Μεταλήψεως, εἶναι παρήγορες καί ἐνισχυτικές.
Ὅσοι φοβηθήκαμε, ἄς προσπέσουμε ἐν μετανοίᾳ σέ Ἐκεῖνον πού ἀπό ἐμᾶς ἀμφισβητήθηκε, ἄς ζητήσουμε τήν συγχώρησί Του γιά τήν ὀλιγοπιστία μας καί ἄς «ἀναστηλώσουμε» μέσα μας τήν ἀφοβία γιά τήν θεία Μετάληψι. Διότι, ὅσο φοβόμαστε τήν διασπορά ἀσθενειῶν μέ τήν χρῆσι τῆς λαβίδος, κατεβάζουμε τό Μυστήριο ἀπό τό θεῖο ὕψος του καί ἐνεργοῦμε ὡς εἰκονομάχοι. Ἡ «ἀναστήλωσις» αὐτή θά γίνῃ ἕνα ἀσφαλές κριτήριο πού θά διαχωρίζῃ τίς θεοφιλεῖς λύσεις ἀνάγκης ἐν καιρῷ διωγμοῦ ἀπό τίς ὀλιγόπιστες «λύσεις» ἐν καιρῷ εἰρήνης. Ἄς συνεχίσουμε νά μεταλαμβάνουμε ἀκριβῶς ὅπως μεταλαμβάναμε, καί μάλιστα στόν ναό, ἐφ’ ὅσον μᾶς τόν ἀφήνουν ἀνοικτό, ἀκόμη καί ἄν συμβῇ μαζί μέ ἐμᾶς νά μεταλαμβάνουν ἀπό τό ἴδιο Ἅγιο Ποτήριο καί ἀσθενεῖς ἀπό ὁποιαδήποτε ἀσθένεια. Ἄς μή ἐπιτρέψουμε στούς λογισμούς τῆς ὀλιγοπιστίας νά κατακυριεύσουν τόν νοῦ καί τήν καρδιά μας.
Ὅταν ὁ Πέτρος κάποτε ὀλιγοπίστησε, ἄρχισε νά βυθίζεται καί ἄκουσε τόν Κύριο νά τοῦ λέγῃ: «Ὀλιγόπιστε, εἰς τί ἐδίστασας;»[13]. Ἄν κλείσουν τούς ναούς μας, θά βρεθοῦν τρόποι μεταλήψεως, χωρίς ἀπό ἐμᾶς τούς ἴδιους νά «κενωθῇ ὁ σταυρός τοῦ Χριστοῦ»[14] λόγῳ ἀπιστίας στό Μυστήριο τῆς ἄπειρης ἀγάπης τοῦ Θεοῦ, τήν μετάληψι τῆς θείας Εὐχαριστίας.
………………………………………………………………………………
[1] Πρβλ. Μάρκ. ιβ΄ 30.
[2] Βλ. Παρακλητική, ἦχος γ΄, Ὄρθρος Κυριακῆς, γ΄ στιχηρόν Αἴνων.
[3] Α΄ Ἰω. δ΄ 16-18.
[4] Α΄ Κορ. στ΄ 19.
[5] Β΄ Κορ. ε΄ 15.
[6] Μ. Ὡρολόγιον, Ἀκολουθία Θ. Μεταλήψεως.
[7] Α΄ Κορ. ια΄ 27-28.
[8] Μ. Ὡρολόγιον, Ἀκολουθία Θ. Μεταλήψεως.
[9] Ἑβρ. ι΄ 26-27.
[10] Ἰω. στ΄ 67.
[11] Πρβλ. Α΄ Κορ. θ΄ 21-22.
[12] Εὐσεβίου Καισαρείας, Ἐκκλησιαστική Ἱστορία Ζ-Ι, ΕΠΕ, Θεσ/νίκη 1978, τόμ. 3, κα΄ «Περί τῆς ἐπισκηψάσης νόσου», σελ. 54-60.
[13] Ματθ. ιδ΄ 31.
[14] Α΄ Κορ. α΄ 17.
Ἱερά Μονή Ὁσίου Γρηγορίου. Θεία Μετάληψις χωρίς ὀλιγοπιστία // "Ὁ Ὅσιος Γρηγόριος", Ἅγιον Ὄρος: Ἱ. Μ. Ὁσίου Γρηγορίου, 2020. Ἀρ. 45. Σ. 115–126.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου