Μιὰ
μέρα, πέρασαν ἀπὸ τὴν καλύβα τοῦ Ὁσίου καὶ Μεγάλου Παϊσίου τρεῖς ἄνδρες
κουρελῆδες. Φαίνονταν ἀξιοθρήνητοι καὶ καταφρονεμένοι.
–
Περάστε, τοὺς εἶπε. Ἐλᾶτε νὰ μοιραστοῦμε τὰ λίγα παξιμάδια καὶ βρεγμένα
κουκιὰ ποὺ ἔχω. Ἐλᾶτε, νὰ πλύνω τὰ πόδια Σας μὲ δροσερὸ νερὸ γιὰ νὰ
ξεκουραστοῦν λίγο…
Ὁ Ὅσιος καὶ μεγάλος αὐτὸς Πατέρας τῆς
Ἐκκλησίας μας ἔφερε ἀμέσως νερὸ καὶ ἄρχισε νὰ πλένη τὰ πόδια τῶν
ἐπισκεπτῶν του, λέγοντας συγχρόνως λόγια πνευματικῆς οἰκοδομῆς πρὸς
αὐτούς.
Ξαφνικὰ ὅμως τά ᾿χασε…
Ὁ τρίτος ἄνθρωπος, τοῦ ὁποίου ἐκείνη τὴν στιγμὴ ἔπλενε τὰ πόδια, ἔσκυψε, τὸν ἀγκάλιασε στοργικὰ καὶ τὸν φίλησε!
Μὲ φανερὴ τὴν ἀπορία, σήκωσε τὸ κεφάλι του ὁ Ὅσιος καὶ εἶδε! Τί εἶδε;…
Εἶδε
τὸν Σωτῆρα, τὸν Κύριο ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστὸ σ᾿ ὅλη Του τὴν Δόξα, σ᾿ ὅλη Του
τὴν θεϊκὴ μεγαλοπρέπεια. Τά ᾿χασε ὁ Ἅγιος. Παρέμεινε ἐκστατικός,
ἄφωνος…
Καὶ ὁ Κύριος τοῦ εἶπε:
– Εἰρήνη σοι, ἐκλεκτέ μου δοῦλε Παΐσιε.
Κι ἔγινε ἄφαντος!…
Τὰ πάντα πλημμύρισαν ἀπὸ φῶς, ἀπὸ εἰρήνη καὶ ἀπὸ θεία εὐωδία.
Μόλις ὁ Ἅγιος κατάλαβε τὶ εἶχε γίνει, ἡ καρδιά του «ἅρπαξε» φωτιά.
Καὶ ξέροντας πλέον Τίνος εἶχε πλύνει τὰ πόδια, ἐπῆρε τὴν πήλινη λεκάνη καὶ ἤπιε τὸ νερὸ γιὰ νὰ λάβη Χάρι καὶ ἁγιασμό.
Καὶ αὐτὸ τὸ νερὸ τοῦ ἀφαίρεσε τὴν δίψα μιὰ γιὰ πάντα καὶ ὅπως μᾶς διασώζει ὁ βιογράφος του, ἀπὸ τότε καὶ γιὰ πολλὰ χρόνια «ἐτρέφετο» ὁ Ὅσιος μόνο μὲ τὴν Θεία Κοινωνία.
(*) Πρωτοπρεσβυτέρου Στεφάνου Κ. Ἀναγνωστοπούλου, Γνῶσις καὶ Βίωμα τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως, σελ. 129, Πειραιὰς 2005. Μελετίου Μητρολ. Νικοπόλεως, «Ὁ Ὅσιος Παΐσιος ὁ Μέγας», σελ. 55, Πρέβεζα 1993.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου