Εἶναι ἡ διαρκής προτροπή τῆς Ἐκκλησίας μας ὅλον τον χρόνο, κατεξοχήν ὅμως τήν περίοδο τῆς Σαρακοστῆς.
Ἡ εὐχή μάλιστα τοῦ ἁγίου Ἐφραίμ τοῦ Σύρου ἔρχεται καί μέ καταιγιστικό τρόπο καθημερινά καί ἐπαναλαμβανόμενα μᾶς τό ὑπενθυμίζει: «Καί μή κατακρίνειν τόν ἀδελφόν μου». Καί πῶς νά μή γίνεται ἡ ὑπενθύμιση αὐτή ὅταν ὁ ἴδιος ὁ ἀρχηγός τῆς πίστεως Ἰησοῦς Χριστός μᾶς τό ἔδωσε ὡς κύρια ἐντολή πού ἐκφράζει τήν ὕπαρξη ἤ μή τῆς ἀγάπης πρός τόν συνάνθρωπό μας «Μή κρίνετε ἵνα μή κριθῆτε», συνεπῶς ἐπιβεβαιώνει ἤ ὄχι τήν πίστη καί τήν ἀγάπη μας πρός τόν Θεό; Ἀλλά χρειάζονται κάποιες διευκρινίσεις.
Καί κατά πρῶτον: ὁ Κύριος καταδικάζει τήν κατάκριση καί ὄχι τήν κρίση. Κι αὐτό γιατί ἡ κρίση ἀποτελεῖ βασικό στοιχεῖο τοῦ ἀνθρωπίνου νοῦ πού ὁ Κύριος δέν θέλει νά καταργήσει - ὁ Χριστός ἦλθε ὄχι νά καταστρέψει τόν ἄνθρωπο, ἀλλά νά τόν σώσει. «Μή κρίνετε» (Ματθ. 7, 1) βεβαίως εἶπε, ἀλλά μέ τήν ἔννοια τῆς κατακρίσεως. Διότι σέ ἄλλο σημεῖο ἀνέφερε ὅτι μποροῦμε νά κρίνουμε τόν συνάνθρωπο, ἀλλά ὅταν ἡ κρίση μας εἶναι δικαία. «Μή κρίνετε κατ᾽ ὄψιν, ἀλλά τήν δικαίαν κρίσιν κρίνατε» (᾽Ιωάν. 7, 24).
Ποιά εἶναι ἡ δικαία κρίση πού ἀποδέχεται ὁ Κύριος; Ὁ Ἴδιος μᾶς καθοδηγεῖ: «῾Η κρίσις ἡ ἐμή δικαία ἐστί – λέει - ὅτι οὐ ζητῶ τό θέλημα τό ἐμόν, ἀλλά τό θέλημα τοῦ πέμψαντός με πατρός» (᾽Ιωάν. 5, 30). Δικαία κρίση εἶναι ἐκείνη πού πηγάζει ἀπό πρόσωπο πού ζεῖ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ ὡς δικό του θέλημα. Κι ἐπειδή τό θέλημα τοῦ Θεοῦ εἶναι ἡ ἀγάπη, γι᾽ αὐτό καί τότε κρίνουμε κατά τρόπο δίκαιο, ὅταν ἡ κρίση μας εἶναι γεμάτη ἀγάπη πρός τόν συνάνθρωπό μας. ᾽
Από τήν ἄποψη αὐτή βεβαίως ἡ μόνη δικαία κρίση εἶναι ἡ κρίση τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ ᾽Εκεῖνος «ἀγάπη ἐστί» (Α´ ᾽Ιωάν. 4, 8), ὅπως καί τῶν ἁγίων τοῦ Θεοῦ, ἀφοῦ κι ἐκεῖνοι τό θέλημα τοῦ Θεοῦ ἀγωνίσθηκαν νά τό κάνουν δικό τους θέλημα.
Κατά συνέπεια, ὅσο βλέπουμε ὅτι ἐπικρατεῖ μέσα μας τό δικό μας θέλημα καί ὄχι τοῦ Θεοῦ, δέν πρέπει νά στηριζόμαστε στήν κρίση μας. Θά πρέπει νά τήν ἀμφισβητοῦμε, νά θέτουμε ἐρωτηματικό κατά πόσο κρίνει ὀρθά. Διότι σίγουρα ἡ κρίση μας στήν περίπτωση αὐτή δέν εἶναι δικαία καί εἶναι πλανεμένη.
῾Ο Κύριος ἐπεσήμανε τήν ἀλήθεια αὐτή καί μέ ἄλλες λέξεις. Στήν ἐπί τοῦ ῎Ορους ὁμιλία γιά παράδειγμα χαρακτηρίζει ὡς ὑποκριτική τήν κρίση πού προέρχεται ἀπό μία ὄχι καθαρή καρδιά. «῾Υποκριτά – φωνάζει - ἔκβαλε πρῶτον τήν δοκόν ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ σου καί τότε διαβλέψεις ἐκβαλεῖν τό κάρφος ἐκ τοῦ ὀφθαλμοῦ τοῦ ἀδελφοῦ σου» (Ματθ. 7, 5), βγάλε τό δοκάρι ἀπό τό μάτι σου καί τότε θά δεῖς καί τό καρφάκι στόν ὀφθαλμό τοῦ ἀδελφού σου.
Δέν εἶναι δυνατόν, ὅσο κανείς βρίσκεται ὑπό τήν ἐπήρεια τῶν παθῶν του – καί ποιός μπορεῖ νά ἰσχυρισθεῖ ὅτι ἔφτασε στήν ἀπάθεια; - νά προβῆ σέ ὀρθή κρίση τοῦ συνανθρώπου του. Μόνον ὁ καθαρός στήν καρδιά, δηλαδή ὁ ἄνθρωπος τῆς ἀγάπης, μπορεῖ νά δεῖ τόν συνάνθρωπό του σωστά καί ἄρα νά τόν κρίνει χωρίς νά ἐπιφέρει βλάβη.
῎Ετσι ἐκεῖνο πού καταδικάζεται εἶναι ἡ κατάκριση, ἡ κρίση δηλαδή πού συνδυάζεται μέ πάθος, μέ ἐγωϊσμό, ἡ ἐμπαθής κρίση. Τά πράγματα ὅμως χειροτερεύουν: ἡ κρίση ἀποτελεῖ στό βάθος καί ὑφαρπαγή δικαιώματος τοῦ Θεοῦ, πού σημαίνει ὄτι φανερώνει μέ τόν πιό ἔντονο τρόπο τήν ἔλλειψη αὐτογνωσίας τοῦ (κατα)κρίνοντος – δέν εἶναι τυχαῖο ὅτι ὁ ἅγιος Ἐφραίμ στήν κατανυκτική προσευχή του πρίν μιλήσει γιά τήν κατάκριση ζητάει ἀπό τόν Θεό τή χάρη νά βλέπει ὀρθά τόν ἑαυτό του: «δώρησαί μοι τοῦ ὁρᾶν τά ἐμά πταίσματα»!
Ὁ κατακρίνων δηλαδή καί εἶναι τυφλός πνευματικά καί τοποθετεῖ δαιμονικά τόν ἑαυτό του ὑπεράνω καί τοῦ ἴδιου τοῦ... Θεοῦ! Δέν βλέπουμε ἐδῶ τήν «ἐπανάληψη» τῆς στάσεως τοῦ Πονηροῦ διαβόλου; Τόλμησε νά κρίνει τόν ἴδιο τόν Δημιουργό του καί νά σκεφτεῖ καί παραπάνω ἀπό τήν ἰσοθεῒα! «Θά στήσω τόν θρόνο μου ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ τοῦ Ὑψίστου»!
῾Οπότε ὁ μόνος πού ἔχει δικαίωμα τελικῶς νά κρίνει τόν ἄνθρωπο, γιά τίς σκέψεις του, τά λόγια του, τίς πράξεις του εἶναι ὁ ἴδιος ὁ Θεός, γιατί καί εἴμαστε δικοί Του καί Τοῦ ἀνήκουμε: «ὅτι ἐξ Αὐτοῦ καί δι’ Αὐτοῦ καί εἰς Αὐτόν τά πάντα ἔκτισται», ἀλλά καί γιατί εἶναι ὁ Μόνος πού μπορεῖ νά κάνει τίς σωστές ἐκτιμήσεις ὡς ἔχων ἐνώπιόν Του τά πάντα ὁλοφάνερα καί γυμνά. «Δέν ὑπάρχει κτίση ἀφανής ἐνώπιόν Του», μᾶς ὑπενθυμίζει ὁ ἀπόστολος Παῦλος «ἀλλά ὄλα ἀνεξαιρέτως εἶναι γυμνά καί φανερά κάτω ἀπό βλέμμα Του».
Κι ἕνα στοιχεῖο ἐπίσης δέν λαμβάνουμε ὑπ’ ὄψιν μας ὅταν κατακρίνουμε πού εἶναι γιά ἐμᾶς φοβερό: ἡ κατάκριση λειτουργεῖ καί ὡς προφητεία γιά τίς μελλοντικές μας ἁμαρτίες! «Ἐν ᾧ κρίματι κρίνετε, κριθήσεσθε» (Ματθ. 7, 1) βεβαίωσε ὁ Κύριος - σέ ὅ,τι κρίνουμε τόν ἄλλο, θά ἐπιτρέψει ὁ Θεός νά πέσουμε στό ἴδιο. Πρόκειται γιά πνευματικό νόμο πού τόν ἀγνοοῦμε καί γι᾽ αὐτό πολύ συχνά καί ἀπερίσκεπτα κατακρίνουμε τούς συνανθρώπους μας.
Μόνο σέ μία περίπτωση ἐπιτρέπεται, ἤ μᾶλλον ἐπιβάλλεται, ὄχι μόνο νά κρίνουμε ἀλλά καί νά κατακρίνουμε καί νά καταδικάζουμε. ῞Οταν ἡ κατάκρισή μας ἀναφέρεται στόν διάβολο, τόν ὑποκινητή κάθε κακοῦ, κυρίως δέ στόν ἑαυτό μας. Στήν περίπτωση αὐτή ἡ κρίση μας ὁδηγεῖ στόν ἁγιασμό μας, διότι γίνεται ἡ αἰτία νά καθαρίσει τό ἔδαφος τῆς ψυχῆς μας, νά ἀποκτήσουμε ἀληθινή μετάνοια καί νά φτάσουμε στήν πιό εὐλογημένη μά δυσκολοκατόρθωτη ἀρετή, τήν ταπείνωση.
῾Ο τελώνης τῆς παραβολῆς δικαιώθηκε ἀπό τόν Θεό, γιατί ἀκριβῶς κατέκρινε τόν ἑαυτό του, τό ἦθος του δέ, ἦθος ταπείνωσης, εἶναι ἐκεῖνο πού στήν ᾽Εκκλησία συνιστᾶ τό ἦθος τῆς ἁγιότητος. Μία τέτοια κατάκριση μπορεῖ καί πρέπει νά γίνεται: εἶναι ἐκ Θεοῦ. ῾Η ἄλλη, πρός τόν συνάνθρωπο, ἀπαγορεύεται: εἶναι δαιμονοκίνητη.
῾Η περίπτωση ἑνός μοναχοῦ πού μνημονεύει τό Γεροντικό τῆς ᾽Εκκλησίας μας φανερώνει ἄμεσα τήν ἀλήθεια ὅσων ἀναφέραμε.
῏Ηλθε ἡ ὥρα σ᾽ ἕνα μοναστήρι νά τελειώσει τήν ζωή του κάποιος μοναχός. Μαζεύτηκαν γύρω ἀπό τό νεκροκρέββατό του οἱ ἄλλοι ἀδελφοί μαζί μέ τόν ἡγούμενο. ῞Ολοι ἦσαν θλιμμένοι, γιατί ἤξεραν ὅτι ὁ μοναχός αὐτός μέχρι τήν στιγμή ἐκείνη πού ἐξέπνεε ζοῦσε σέ κάποια ἀμέλεια. Δέν ἐπιτελοῦσε μέ πολύ ζῆλο τά καθήκοντά του. Παραξενεύτηκαν ὅμως, γιατί ἔβλεπαν ὅτι φεύγει ἀπό τήν ζωή αὐτή χαρούμενος, μέ πολύ μεγάλη εἰρήνη. Ρώτησε τότε ὁ ἡγούμενος τόν μοναχό. Πῶς, ἀδελφέ, ἐνῶ ἔζησες μέ ἀμέλεια, φεύγεις μέ χαρά καί ἥσυχος; Δέν φοβᾶσαι τήν κρίση τοῦ Θεοῦ; Κι ἡ ἀπάντηση τοῦ μοναχοῦ ἦλθε ἄμεση:
Ναί, ἔζησα μέ κάποια ἀμέλεια, εἶναι ἀλήθεια. ῞Ομως ἕνα πράγμα στήν ζωή μου προσπάθησα νά ζήσω μέ συνέπεια: νά μήν κατακρίνω κανέναν συνάνθρωπό μου. ῞Οταν λοιπόν μετά ἀπό λίγο θά βρεθῶ μπροστά στόν Κύριο, θά τοῦ πῶ μέ παρρησία: Κύριε, Σύ εἶπες, μή κρίνετε γιά νά μή κριθῆτε. ᾽Εγώ δέν ἔκρινα, Σύ λοιπόν κάνε αὐτό πού ὑποσχέθηκες. ῾Ο ἡγούμενος καί οἱ ἄλλοι ἀδελφοί συγκλονίσθηκαν. Δακρυσμένος ὁ ἡγούμενος καί σφαλίζοντας τά μάτια τοῦ ἀπερχόμενου ἀπό τόν κόσμο μοναχοῦ τοῦ εἶπε: Στό καλό, ἀδελφέ. Σύ μέ λίγο καί μικρό ἀγώνα κέρδισες τήν αἰωνιότητα.
παπά Γιώργης Δορμπαράκης
Πηγή: Ακολουθειν
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου