Είπε Γέρων:
Ήταν ημέρες Μεγάλης Σαρακοστής, όταν ο Γέροντας είδε από μακρυά
έναν κλέφτη, που παραβίαζε την πόρτα του κελιού του.
Ήταν ο ίδιος που τον είχε κλέψει και πέρυσι.
Μέριασε ο Γέροντας, και κρύφτηκε στην μάντρα, ώσπου ο κλέφτης να τελειώσει το έργο του.
Όταν τα διηγήθηκε στον υποτακτικό του, εκείνος οργισμένος τον ρώτησε:
Γιατί γέροντα δεν με φώναζες να τον πιάσουμε;
Ο ίδιος μας έκλεψε και πέρσι και μένει αμετανόητος!
Πού ξέρεις παιδί μου; του απάντησε ο Γέροντας, ίσως φέτος μετανοήσει.
Κι αν το ξανακάνει; Ξέσπασε ο υποταχτικός.
Ε, τότε πρέπει παιδί μου να τρέξω, για να του ανοίξω και να του τα δώσω εγώ,
για να μην ξανακλέψει και κολάσει για τρίτη φορά την ψυχή του.
Έσκυψε ο υποταχτικός του φίλησε το χέρι, κι έφυγε πνιγμένος στα δάκρυα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου