Οι πρώτες μαρτυρίες για την Κοίμηση της Θεοτόκου ανιχνεύονται σε απόκρυφα κείμενα, εκείνα που δεν συμπεριλήφθηκαν στόν Κανόνα τῆς Βίβλου. Στον πέμπτο αιώνα, την περίοδο που πραγματοποιείται η Σύνοδος της Εφέσου (431 μ.Χ.) η οποία ασχολείται με το θεομητορικό ζήτημα, αρχίζουν να πληθαίνουν οι μαρτυρίες. Αργότερα, στους κακώς λεγόμενους ‘σκοτεινούς αιώνες’, που μεσολαβούν από το τέλος της βασιλείας του Ιουστινιανού μέχρι το τέλος της Εικονομαχίας (565-843), ιδιαίτερα τον έβδομο και τον όγδοο, πολλοί Πατέρες της Εκκλησίας, όπως ο Ιωάννης Θεσσαλονίκης και, κυρίως, ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός σε σειρά Ομιλιών ασχολήθηκαν πιό συστηματικά με την Κοίμηση της Θεοτόκου.
Αργότερα πολλοί άλλοι Πατέρες, όλοι σχεδόν, ύμνησαν την Θεοτόκο, αφιέρωσαν στην Κοίμησή της ύμνους και Ομιλίες· ανάμεσά τους ο Νικόλαος Καβάσιλας, στον 14ο αιώνα, άφησε περίφημα κείμενα, ενώ παράλληλα η υμνολογία της Εκκλησίας συνεχώς εμπλουτίζεται με θαυμάσιους ύμνους προς την Θεοτόκο.
Η λατρεία. Ήδη στον πέμπτο αιώνα η αυτοκράτειρα Πουλχερία ζήτησε και μετέφεραν από την Ιερουσαλήμ την Τιμία Ζώνη και την Εσθήτα της Θεοτόκου και κατατέθηκαν στη Μονή των Βλαχερνών, στην Κωνσταντινούπολη. Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η λιτάνευση των τιμίων αυτών δώρων στην Κωνσταντινούπολη, που συνδέονται και με τον εικονογραφικό τύπο της Θεοτόκου Βλαχερνιώτισσας, που κυριαρχεί μεταγενέστερα. Φαίνεται ότι διαμορφώνεται οριστικά μετά τον έκτο αιώνα και είναι πλήρως διαμορφωμένη στην εποχή του Ιωάννου του Δαμασκηνού.
Από τότε η διάδοση της εορτής είναι ευρύτατη, ήταν και παραμένει μία από τις πιό δημοφιλείς εορτές στο ελληνικό εορτολόγιο, αφού σχεδόν κάθε χωριό, κάθε πόλη έχει έναν ναό αφιερωμένο στην Κοίμηση, συνδεδεμένη με πανήγυρη, που συμβολίζει και το τέλος του θέρους. Πηγάζει βέβαια από την εξαιρετικά μεγάλη λατρεία που απολαμβάνει το πρόσωπο της Θεοτόκου στον Ορθόδοξο χώρο, τα Βαλκάνια και τη Ρωσία. Η Κοίμησις της Θεοτόκου είναι η τελευταία από τις εορτές του Δωδεκαόρτου, με αυτήν κλείνει ο κύκλος των μεγάλων χριστολογικών και θεομητορικών εορτών της Εκκλησίας.
Η καταγωγή του εθίμου του ‘επιταφίου της Θεοτόκου’, που έχει παραδοθεί και παραμείνει ως ένα τοπικό, μεμονωμένο φαινόμενο, πιθανώς προέρχεται από τα Ιόνια νησιά αλλά και από το Αιγαίο, από τους χώρους στους οποίους άφησε έντονα τα ίχνη στην παράδοση η Ενετοκρατία. Στην ηπειρωτική Ελλάδα το έθιμο είναι μάλλον άγνωστο και είναι απλώς ένας παραλληλισμός με τον Επιτάφιο του Χριστού. Ένας τέτοιος επιτάφιος, το ‘κουβούκλιο της Θεοτόκου’, εκτίθεται στο Βυζαντινό Μουσείο Αθηνών.
Η τέχνη. Στα κείμενα και στη λατρεία οι πηγές δίνουν ακριβείς πληροφορίες και επομένως οι αναδρομές είναι σχετικά απλές, ενώ αντίθετα στον τομέα της τέχνης, και ιδιαίτερα της εικονογραφίας, επειδή πολλά από τα παλαιότερα μνημεία έχουν καταστραφεί, οι αναγωγές είναι περισσότερο πολύπλοκες.
Η έρευνα τείνει να αποδεχθεί ότι το ζωγραφικό θέμα της Κοιμήσεως της Θεοτόκου εμφανίζεται στον έβδομο αιώνα, επειδή ακριβώς τότε αφιερώνουν στη Νίκαια, μεγάλη πόλη της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, ναό στην Κοίμηση της Θεοτόκου, ένα από τα περιφημότερα μνημεία που ήταν καταστόλιστος με ψηφιδωτά και που καταστράφηκε στα 1922. Δεν είναι γνωστό αν υπήρχε παράσταση με την Κοίμηση, ωστόσο, για να τον αφιερώσουν τον ναό στην Κοίμηση, σημαίνει ότι είχε ήδη διαμορφωθεί και το εικονογραφικό θέμα.
Ολοκληρωμένη η σύνθεση απαντάται μετά την Εικονομαχία, αν και προ αυτής, πιθανώς, υπήρχαν ‘εν σπέρματι’ ορισμένα στοιχεία. Και επειδή η Κοίμησις της Θεοτόκου, κατά την παράδοση της Εκκλησίας, συνέβη στην Παλαιστίνη, εκεί θα πρέπει να συνέθεσαν το θέμα, δηλαδή εκεί οι αγιογράφοι να συνέλαβαν τον τρόπο με τον οποίο διαμορφώνεται και παριστάνεται το θέμα.
Από τα βυζαντινά μνημεία είναι ιδιαίτερα αξιόλογες οι τοιχογραφίες της Σοπότσανης της Σερβίας, στα μέσα του 13ου αιώνα, τα ψηφιδωτά στην Μονή της Χώρας στην Κωνσταντινούπολη, από τα πλέον κλασικά παραδείγματα, στις αρχές του 14ου αιώνα, και ακόμη η περίφημη εικόνα του Γκρέκο στην Σύρο, το πρώτο ενυπόγραφο έργο του Δομήνικου Θεοτοκόπουλου· ο ζωγράφος εκείνη την εποχή θα πρέπει να ήταν νεώτατος, 25 ή 26 ετών.
Ιδιαίτερα ενδιαφέρον είναι να παρατηρήσει κανείς πως υπάρχει αλληλεπίδραση ανάμεσα στα κείμενα και τη βυζαντινή τέχνη, επειδή η τέχνη αυτή ούτε γίνεται στο κενό, ούτε είναι προϊόν της προσωπικής βούλησης του καλλιτέχνη, του αγιογράφου, αφού αυτός υπηρετεί ουσιαστικά την Εκκλησία. Η βυζαντινή τέχνη ακολουθεί πιστά τα κείμενα και συνδέεται με την υμνογραφία της Εκκλησίας: το Οκτώηχο Δοξαστικό του Εσπερινού της εορτής, αποδίδει όλα εκείνα τα στοιχεία τα οποία αποτυπώνει η εικόνα της Κοιμήσεως της Θεοτόκου:
‘Θεαρχίω νεύματι πάντοθεν οι θεοφόροι Απόστολοι, υπό νεφών μεταρσίως αιρόμενοι, καταλαβόντες το πανάχραντον και ζωαρχικόν σου σκήνος, εξόχως ησπάζοντο. Αι δε υπέρτατοι των ουρανών Δυνάμεις, συν τω οικείω Δεσπότη παραγενόμεναι, τo θεοδόχον και ακραιφνέστατον σώμα προπέμπουσι, τω δέει κρατούμεναι, υπερκοσμίως δε προώχοντο, και αοράτως εβόων ταις ανωτέραις ταξιαρχίαις· ιδού η παντάνασσα θεόπαις παραγέγονεν. Άρατε πύλας, και ταύτην υπερκοσμίως υποδέξασθε, την του αενάου φωτός Μητέρα. Δια ταύτης γαρ η παγγενής των βροτών σωτηρία γέγονεν, η ατενίζειν ουκ ισχύομεν, και ταύτη άξιον γέρας απονέμειν αδύνατον. Ταύτης γαρ το υπερβάλλον υπερέχει πάσαν έννοιαν’.
Ένα δεύτερο τροπάριο, πάλι από τον Εσπερινό της Κοιμήσεως, το Δοξαστικό του τετάρτου ήχου, λέγει:
‘Ότε εξεδήμησας, Θεοτόκε Παρθένε, προς τον εκ σου τεχθέντα αφράστως, παρήν Ιάκωβος ο Αδελφόθεος και πρώτος Ιεράρχης, Πέτρος τε η τιμιωτάτη κορυφαία των θεολόγων ακρότης και σύμπας ο θείος των Αποστόλων χορός, εκφαντορικαίς θεολογίαις υμνολογούντες, το θείον και εξαίσον της Χριστού του Θεού οικονομίας μυστήριον και το ζωαρχικόν και θεοδόχον σου σώμα κηδεύσαντες έχαιρον, πανύμνητε. Ύπερθεν δε αι πανάγιαι και πρεσβύταται των Αγγέλων Δυνάμεις, το θαύμα εκπληττόμεναι, κεκυφυίαι αλλήλαις έλεγον: Άρατε υμών τας πύλας και υποδέξασθε την τεκούσαν τον ουρανού και γης Ποιητήν, δοξολογίαις τε ανυμνήσωμεν το σεπτόν και άγιον σώμα, το χωρήσαν τον ημίν αθεώρητον και Κύριον’.
Ολόκληρος αυτός, ο κόσμος που περιγράφουν γλαφυρά και ποιητικά οι ύμνοι της Εκκλησίας, ενσωματώνεται σε μια κλασική παράσταση της Κοιμήσεως. Η Θεοτόκος είναι ξαπλωμένη πάνω στην νεκρική κλίνη, επάνω από τη Θεοτόκο παριστάνεται ο Χριστός μέσα σε μία νεφέλη, τη θεία δόξα, κρατώντας την ψυχή της Θεοτόκου σαν ένα σπαργανωμένο βρέφος. Κατόπιν, δεξιά και αριστερά από το κύριο θέμα, μέσα σε σύννεφα βλέπουμε μικρές ομάδες Αποστόλων που έρχονται εκ περάτων της γης, όπως ακριβώς περιγράφει ο ύμνος.
Οι Απόστολοι διατάσσονται αριστερά και δεξιά και αυτός ο κύκλος επεκτείνεται με Ιεράρχες που κατά την παράδοση συνδέονται με τη Θεοτόκο· κυρίως πρόκειται είτε για Ιεράρχες που έχουν αναφερθεί με λόγους τους στην Κοίμηση της Θεοτόκου, είτε πρόκειται για Ιεράρχες που η παράδοση συνέδεσε με άλλον τρόπο: λόγου χάρη, παρουσιάζεται ο Άγιος Ιερόθεος των Αθηνών, ο Άγιος Νικόλαος, ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός, ο Κοσμάς ο Μελωδός κ.ἄ.
Τέλος απεικονίζεται το επεισόδιο του Ιεφωνίου, που σύμφωνα με την παράδοση ήταν Εβραίος, αμφισβήτησε την παρθενία της Θεοτόκου και ετόλμησε να ψαύσει την νεκρική κλίνη. Τότε ο Αρχάγγελος του κόβει τα χέρια για να μην μολύνει την κλίνη της Θεοτόκου, εκείνος μετανοεί, τα χέρια ανασυγκολλώνται, γίνεται το θαύμα και ο Ιεφωνίας πιστεύει. Εικονογραφικά, το θέμα της Κοιμήσεως εμφανίζεται από τα πρώιμα χρόνια, αφού ήδη ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός το αναφέρει στον 8ο αιώνα.
Τα Απόκρυφα Ευαγγέλια μιλούν με πάρα πολλές λεπτομέρειες, όπως ότι η Θεοτόκος είχε προαίσθημα του τρόπου της Κοίμησής της· όλος αυτός ο εκτεταμένος κύκλος των επεισοδίων και σκηνών που σχετίζονται με την Κοίμηση διαζωγραφείται κυρίως στην παλαιολόγεια περίοδο (13ος-15ος αἰ.). Είναι συνηθισμένο φαινόμενο την περίοδο αυτή να γίνονται περισσότερο αφηγηματικοί οι διάφοροι κύκλοι παραστάσεων, λ.χ. του Χριστού, της Θεοτόκου ή διαφόρων αγίων· στις προηγούμενες περιόδους, μέχρι την εποχή των Κομνηνών τον 12ο αιώνα, τα θέματα είναι δοσμένα πιο συνοπτικά, κι έτσι σε μερικές παραστάσεις μπορεί λ.χ. να λείπει το επεισόδιο του Ιεφωνίου.
Στο επάνω μέρος των συνθέσεων της Κοίμησης, είτε πρόκειται για εικόνες είτε για τοιχογραφίες είτε για ψηφιδωτά, παρουσιάζεται η Θεοτόκος να αναλαμβάνεται προς τους ουρανούς, ένα είδος ‘αναλήψεως’, όπου την υποδέχεται ο Χριστός. Είναι η Μετάστασις της Θεοτόκου, όπως λέμε στην Ορθόδοξη Εκκλησία, και υπάρχει μία διαφορά με την αντίστοιχη εικονογραφία στις Εκκλησίες της Δύσης (Αssumpta). H Μετάστασις της Θεοτόκου βασίζεται στην πίστη της Ορθόδοξης Εκκλησίας, ότι η Θεοτόκος ανελήφθη σωματικά στους ουρανούς, μετέστη από τα γήϊνα στα ουράνια, και αυτό προσπαθούν να αποδώσουν οι καλλιτέχνες.
Και πράγματι, όταν βλέπουμε να ανοίγουν οι Πύλες του ουρανού, το συνδέουμε με κάτι παρόμοιο που έχουμε στην Ακολουθία του Μεγάλου Σαββάτου, όπου έρχεται ο Ιερεύς, μετά την Περιφορά του Επιταφίου, και κελεύει: ‘άρατε πύλας οι άρχοντες υμών και επάρθητε πύλαι αιώνιοι και εισελεύσεται ο βασιλεύς της δόξης’, για να ανοίξουν οι πύλες του ναού. Είναι μία μεταφορά από την Ακολουθία της ‘εις Άδου Καθόδου’ στην Ακολουθία της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, και είναι επίσης ένα πρώϊμο στοιχείο, όπως φαίνεται στα κείμενα του Ιωάννου του Δαμασκηνού, που μιλά για την Μετάσταση της Θεοτόκου, συνδέoντας έτσι με τον κενό Τάφο, την Τιμία Ζώνη και με το θαύμα της στον Απόστολο Θωμά.
Ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός δίνει μία σειρά ιστορικών και αρχαιολογικών πληροφοριών και ιδιαίτερα στον Δεύτερο Λόγο ‘Εις την ένδοξον Κοίμησιν της Παναγίας Θεοτόκου και αειπαρθένου Μαρίας’, που αισθητοποιήθηκαν μέσα στην βυζαντινή αγιογραφία. Αναφέρει χαρακτηριστικά: ‘Έγειρε σ’ ένα ανάκλιντρο μέσα στην πόλη του Δαυίδ, την εξακουσμένη και θεϊκιά, μέσα στην περίβλεπτη Σιών την πολυδοξασμένη, που μέσα της ήλθε το πλήρωμα του κατά γράμμα Νόμου κι’ αναγορεύτηκε ο Νόμος ο πνευματικός’. Η πρώτη διαπίστωση είναι ότι η Θεοτόκος εκοιμήθη στην Ιερουσαλήμ. Μιά μεταγενέστερη παράδοση που τοποθετεί τον τάφο Της στην Έφεσο, δεν έχει ιστορικά ερείσματα.
Και συνεχίζει: ‘Και πρώτα αυτούς που εσπάρησαν σ’ όλο το πρόσωπο της γης για να ψαρεύουν με του πνεύματος τις γλώσσες τις ποικίλες κι’ εναρμόνιες και με του λόγου τους το δίχτυ τους ανθρώπους από της πλάνης τον βυθό και να τους φέρνουν στο ουράνιο και πνευματικό του Μυστικού Δείπνου τραπέζι της ιερής χαράς, για τους πνευματικούς του Ουράνιου Νυμφίου Γάμους, που ο Πατέρας, για τού Γιού τη χάρη, του ομοούσιου και ισοδύναμου, λαμπρά και με βασιλικές τιμές γιορτάζει· τους φέρνει σε σύννεφο, καθώς δίχτυ που στοιβάζει και μαζεύει αετούς από τις άκρες της γης, στην Ιερουσαλήμ, σύμφωνα με θείο πρόσταγμα τους φέρνει’. Μιλά ο Ιωάννης ο Δαμασκηνός με αυτήν την ποιητική γλώσσα για τη Σύναξη των Αποστόλων, από τα πέρατα της γης, καθώς αναφέρει άλλωστε και το εξαποστειλάριον: ‘Απόστολοι εκ περάτων συναθροισθέντες ενθάδε, Γεθσημανή τω χωρίω, κηδεύσατέ μου το σώμα, και σύ, Υιέ και Θεέ μου, παράλαβέ μου το πνεύμα’.
‘Μα, ούτε και Άγγελοι έπρεπε να λείπουν από αυτή την Σύναξη, γιατί, όπως στη γνώμη στάθηκαν του Βασιλιά υπάκουοι και να τον παραστέκουνε τιμητικά αξιωθήκαν, έτσι και την μητέρα Του την κατά σάρκα, έπρεπε τιμητικά να συνοδεύουν, την τρισευδαίμονα και αληθινά μακαριστή, που απ’ όλες τις γενιές κι’ όλη την κτίση είναι ψηλότερα’. Και από την άλλη μεριά, συνεχίζει ο Άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός ‘πλήθος Άγιοι τραβούσανε την προσοχή με λόγους αρκετούς καθως σωματικά αγιοστεκόντανε: “μείνε μαζί μας, η παρηγοριά μας”, λέγανε, “μοναδικό στη γη κουράγιο μας, μή μάς αφήσεις ορφανούς, Μητέρα, που για του Γιού σου την αγάπη κινδυνεύουμε΄.
Μέσα σε τέτοια ατμόσφαιρα κατάνυξης, υψηλής ποίησης και θεσπέσιου μουσικού μέλους εκτυλίσσεται το Πάσχα του καλοκαιριού!
Δημήτριος Δ. Τριανταφυλλόπουλος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου