Είπαν: Θα μοιράσουμε το χωράφι. Το μοίρασαν.
'Επειτα είπαν: Θα μοιράσουμε το αμπελάκι. Το μοίρασαν κι αυτό. Κι έπειτα
είπαν: Ας μοιράσουμε και το σπίτι. Πώς μοιράζεται το σπίτι των γονιών,
το σπίτι των παιδικών σου χρόνων; Ενας φίλος πρότεινε να το πουλήσουν,
να το δώσουν για αντιπαροχή και «θα είστε μια χαρά!».
Τα δυο αδέρφια, ο μικρός και ο μεγάλος, βρήκαν έναν εργολάβο. Εκλεισαν ραντεβού. Η αλήθεια είναι πως όλες οι άλλες «μοιρασιές» έγιναν μέσω δικηγόρων. Μια παλιά έχθρα τούς κρατούσε σε απόσταση.
Το ότι πριν πεθάνει ο πατέρας
τους δεν τακτοποίησε τα κληρονομικά τούς έφερε σε αμηχανία, για να μην
πω τους εξόργισε. Τώρα έπρεπε να βρουν οι δυο τους την άκρη.
Μα πως
να κοιταχτούν στα μάτια μετά από τόσα χρόνια; Εδώ στην κηδεία η
οικογένεια του ενός δεν ήξερε την οικογένεια του άλλου.
Ετσι έμειναν σιωπηλοί δίπλα δίπλα και αποχώρησαν σαν ξένοι. Η μάνα τους έλεγε πικραμένη πως «αποκλείεται αυτά τα δυο παιδιά να βγήκαν από την ίδια κοιλιά». Από μικρά μάλωναν για το ποιο θα είχε την περισσότερη αγάπη, το περισσότερο χαρτζιλίκι, ακόμα και το περισσότερο φαγητό.
Το οριστικό ρήγμα έγινε ένα Πάσχα που γύρισαν στο χωριό, φοιτητές κι οι δυο. Μέθυσαν, πιάστηκαν στα χέρια, έσπασαν τον παλιό καθρέφτη στο χολ κι από τότε ράγισε για πάντα το γυαλί. Μέχρι και οι γονείς τους έλεγαν: «Δεν πειράζει, από μακριά κι αγαπημένοι». Τα χρόνια πέρασαν και να τους τώρα, επιστρέφουν πίσω με έναν εργολάβο ανάμεσά τους. «Φιλετάκι το οικόπεδο», τους πληροφορεί, «αλλά το σπίτι ερείπιο, ξεφορτωθείτε το!».
Το σπίτι πράγματι ερείπιο, τους κοιτούσε με τα ξύλινα παντζούρια να μισοκρέμονται στους μεντεσέδες, τις ρωγμές από τους σεισμούς να έχουν γίνει σκληρές τομές, η αυλή γεμάτη αγριόχορτα και τα κεραμίδια χιλιοτρυπημένα. Μόνη παραφωνία ένα σχετικά καινούργιο κλιματιστικό που έβαλε ο πατέρας τους τα τελευταία χρόνια γιατί η ζέστη δεν αντεχόταν.
Να μπούμε μέσα, λέει ο ένας. Ας μπούμε, λέει κι ο άλλος. «Προσέξτε», τους φωνάζει η γειτόνισσα, «πριν κάνα μήνα μπήκαν ληστές και το μαγάρισαν, συμμαζέψαμε λίγο αλλά…». Μπήκαν με το κλειδί της.
Τα δικά τους ήταν χαμένα κάπου, άψαχτα. Ο πατέρας, τους τελευταίους του μήνες, ήταν σε μια ιδιωτική κλινική στην Αθήνα. Είχε δίκιο η γειτόνισσα, το σπίτι ήταν μαγαρισμένο. Η εικόνα τούς εξουθένωσε. Κάθισαν στον παλιό καναπέ δίπλα δίπλα. Ετριξε από το βάρος τους. Και να σκεφτείς πως κάποτε χοροπηδούσαν πάνω του.
Ο εργολάβος έξω μέτραγε. Μέτραγε τις ζωές τους και τις
μετέφραζε σε εκατοστά, σε χρήμα. Κοιτάχτηκαν. Δεν πουλάμε. «Δεν
πουλάμε», βγήκαν και του είπαν. Ο ραγισμένος καθρέφτης ήταν ακόμα εκεί.
Δεν αλλάχτηκε. Ισως τώρα, πριν από την τελευταία μοιρασιά, να τον
αλλάξουν. Ίσως να μείνει κι εκεί για να θυμίζει πάντα πόσο κοστίζει ένας
τέτοιος χωρισμός.
Κυριακή Μπεϊόγλου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου