Σὲ κάποιο μέρος τῆς Φρυγίας χτίσθηκε ἕνας ναὸς στὸ ὄνομα τοῦ Ἀρχαγγέλου Μιχαήλ, ἀπὸ ἕναν χριστιανὸ ποὺ εἶχε γιατρευτεῖ ἡ κόρη του ἀπὸ τὸν Ἀρχάγγελο.
Στὸ ναὸ ζοῦσε ἕνας εὐσεβὴς ἀσκητὴς ὁ Ἄρχιππος, ἐναντίον τοῦ ὁποίου στράφηκαν οἱ εἰδωλολάτρες, οἱ ὁποῖοι ἤθελαν νὰ ἐκδικηθοῦν γιὰ τὰ θαύματα ποὺ γίνονταν.
Ὅρμησαν τότε νὰ καταστρέψουν τὸ ναὸ καὶ νὰ δολοφονήσουν
τὸν Ἄρχιππο.
Ἐπενέβη
ὅμως ὁ Ἀρχάγγελος, ὁ ὁποῖος ἐξουδετέρωσε τοὺς εἰδωλολάτρες.
Αὐτοὶ ὅμως δὲ σταμάτησαν θέλησαν νὰ ἐκτρέψουν ἕνα ποταμὸ νὰ πνίξουν τὸν Ἄρχιππο, καὶ νὰ καταστρέψουν τὸ ναό.
Τότε ὁ Ἀρχάγγελος μὲ τὸ σημεῖο τοῦ σταυροῦ σταματᾷ τὰ νερὰ καὶ προστάζει νὰ χωνευθοῦν, κατὰ παράδοξο τρόπο ἕως καὶ σήμερα στὸ σημεῖο ἐκεῖνο τὰ νερὰ χωνεύονται καὶ γι’ αὐτὸ τὸ μέρος ὀνομάστηκε Χώναις.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Ὡς
νεφέλη ὡράθης ἐπισκιάζουσα, Μιχαὴλ Ταξιάρχα τῷ σῷ ἁγίῳ ναῷ, ὑετίζων
δαψιλῶς ὕδωρ ἀθάνατον· ὅθεν ὡς ἄλλην κιβωτόν, διεφύλαξας αὐτόν, καὶ
ῥείθρων τῶν ποταμίων, τὸν ῥοῦν ἠκόντισας πόρρω, πρὸς εὐφροσύνην τῶν
ψυχῶν ἡμῶν.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Στάσιν ἔμφρονα, ἀνειλημμένος, νεύσει κρείττονι, Μιχαὴλ ὤφθης, στρατηγέτης τῶν ἀΰλων Δυνάμεων· σὺ γὰρ ἰδὼν Ἑωσφόρου τὸν ὄλισθον, στῶμεν ἐβόας καλῶς τῷ Θεῷ ἡμῶν. Ἀρχιστράτηγε, Χριστὸν τὸν Θεὸν ἱκέτευε, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.
Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τοὺς ἀσφαλεῖς.
Ὁ
τῇ Τριάδι παρεστὼς ὁλόφωτος, μετὰ πασῶν τῶν οὐρανίων τάξεων, καὶ τὸ
ἔνθεον μελῴδημα, σὺν αὐταῖς ἀναφωνῶν Μιχαήλ, καὶ τὴ γῆν θείᾳ νεύσει
διερχόμενος, καὶ τέρασι μεγίστοις θαυμαζόμενος, μὴ παύσῃ πρεσβεύων, ὑπὲρ
πάντων ἡμῶν.
Μεγαλυνάριον.
Κρήνην
ἰαμάτων ἀνελλιπῆ, τὸν σὸν θεῖον οἶκον, ἀναδείξας ἐν Κολοσσαῖς, ψυχῶν
σωτηρίαν, καὶ τῶν σωμάτων ῥῶσιν, ἐν τούτῳ ἀπεργάζῃ, Μιχαὴλ ἔνδοξε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου