π. Δημητρίου Ν. Θεοδωροπούλου
Μὴ μᾶς κάνει ἐντύπωση σήμερα ποὺ καὶ ἐδῶ στὴν Ἑλλάδα εὐρέως συζητεῖται καὶ ἐπιμελῶς σχεδιάζεται ἡ κατάρτιση, εἰσαγωγή, πρόταση καὶ ψήφιση νομοσχεδίου γιὰ «γάμο» ὁμόφυλων ζευγαριῶν καὶ «δικαίωμα» αὐτῶν στὴν «τεκνοθεσία» — δὲν λέγεται «υἱοθεσία» πλέον· κάτι τέτοιο εἶναι σεξιστικό!
Ἂς μὴ πέφτουμε ἀπὸ τὰ σύννεφα ποὺ διεκδικοῦν τὸν τίτλο τοῦ δικαιώματος πράξεις οἱ ὁποῖες ὑπὸ ἄλλην θεώρηση θὰ προκαλοῦσαν εἰσαγγελικὴ παρέμβαση.
Ζοῦμε στὴν ἐποχὴ τοῦ δικαιωματισμοῦ. Ἠθικὴ τοῦ γούστου τὴν εἶπαν κάποιοι: ἠθικὸ εἶναι ὅ,τι μοῦ γουστάρει.
Ὑπὸ αὐτὸ τὸ καθεστὼς δὲν ὑπάρχει δυνατότης ἐπικοινωνίας καὶ συνεννοήσεως.
Δὲν ὑπάρχει κοινὸ σημεῖο ἀναφορᾶς. Κυριαρχεῖ ὁ ἄκρατος ὑποκειμενισμός.
Μοιάζει ἡ ἐποχή μας μὲ ἐκείνη τῶν σοφιστῶν (5ος αἰ. π.Χ.).
Κυριαρχεῖ τὸ πνεῦμα ποὺ ἐκφράζει ἡ ρήση τοῦ Πρωταγόρα τοῦ καὶ ἱδρυτοῦ τῆς σοφιστικῆς κινήσεως: «Πάντων χρημάτων μέτρον ἄνθρωπος»· μέτρο δηλαδὴ γιὰ ὅλα τὰ πράγματα εἶναι ὁ ἄνθρωπος.
Ἀρδεύουν ἐπίσης τὴν σκέψη μας ἀκόμη καὶ σήμερα ἀπόνερα τοῦ Διαφωτισμοῦ τοῦ 17ου καὶ 18ου αἰῶνος μ.Χ. Δὲν εἶναι σὲ ὅλα κακὸς ὁ Διαφωτισμὸς (ὅπως καὶ δὲν ἀπορρίπτουμε συλλήβδην τὸ ἔργο τῶν σοφιστῶν), κινήθηκε ὅμως ἐν πολλοῖς στὸ ἴδιο μοτίβο (δὲν εἶναι τυχαῖο ἄλλωστε ποὺ οἱ Διαφωτιστὲς ἔδωσαν στὴν ἀρχαία ἑλληνικὴ σοφιστικὴ κίνηση τὸ ὄνομα «Ἀρχαῖος Ἑλληνικὸς Διαφωτισμός»)· καὶ στὸ μοτίβο αὐτὸ πρυτανεύει ἡ ἀπεμπόληση κάθε ἀναφορᾶς σὲ ὑπερβατικὴ ἀρχή.
Ὁ ἀπόλυτος ἀνθρωποκεντρισμὸς συνοδεύεται ἀναπόφευκτα ἀπὸ τὸν ὠφελιμιστικὸ πραγματισμό, τὸν σκεπτικισμό, τὸν ὁλιστικὸ σχετικισμό, τὸν μηδενισμό, τὸν (θρησκευτικό, καὶ ὄχι μόνον) ἀγνωστικισμό, τὸν ἀμοραλισμό, τὸν ἀθεϊσμό.
Εἶναι ὅλα αὐτὰ ποὺ ἀντέκρουσαν μετ’ ἐπιτάσεως ὁ σοφὸς Σωκράτης καὶ ὁ θεοβενθὴς μαθητής του Πλάτων.
Αὐτοὶ ἀναζήτησαν τὴν πηγὴ νοηματοδοτήσεως κάθε ἀνθρωπίνης πράξεως ἔξω ἀπὸ τὸν ἄνθρωπο καὶ τὸν κόσμο τῶν αἰσθήσεων.
Ὁ θεῖος Πλάτων τὴν βρῆκε στὸν κόσμο τῶν ἰδεῶν, στὴν οὐσία τοῦ ὄντως ὄντος, τὴν ἀναφῆ καὶ ἀΐδιον, στὸ κάλλος τὸ ἀπερίγραπτον, ποὺ οὔτε αὐξάνεται οὔτε ἐλαττοῦται, οὔτε γεννᾶται οὔτε πεθαίνει, οὔτε φθείρεται, οὔτε ἀπόλλυται, οὔτε ὑπόκειται στὶς κατηγορίες τοῦ χώρου καὶ τοῦ χρόνου· «ἀεὶ ὂν καὶ οὔτε γιγνόμενον οὔτε ἀπολλύμενον, οὔτε αὐξανόμενον οὔτε φθίνον» (Συμπόσιον 211a).
Ὁ ὑψιπέτης ἀετὸς τοῦ πνεύματος Ἡράκλειτος ὁ Ἐφέσιος ἕναν αἰῶνα πρὶν ἀπὸ τὸν μεγάλο Ἀθηναῖο δίδασκε ὅτι εἴμαστε κομμάτι τοῦ «πύρινου λόγου».
Ὅποιος δὲν ἔχει ἁρμονικὴ σχέση μὲ τὸν «ξυνὸν» (κοινὸν) αὐτὸν λόγον, εἶναι μωρὸς καὶ τυφλός, ἄσοφος καὶ «ἀξύνετος» (ἀσύνετος), φαῦλος· μᾶλλον δὲ ὅποιος δὲν μετέχει στὸν κοινὸ λόγο δὲν λογαριάζεται κἂν ὡς ἄνθρωπος, ἡ διαγωγή του ἀποτελεῖ ὕβριν.
Ὁ μικρόκοσμός μας ἔχει ἀνάγκη ἐναρμονίσεως πρὸς τὸν μακρόκοσμο. Κάθε διασάλευσις αὐτῆς τῆς σχέσεως ἀποτελεῖ νοσηρὰ κατάσταση.
Ὁ ἄνθρωπος ἐκπίπτει τότε καὶ γίνεται ὡσεὶ παρείσακτος μέσα στὴν ἁρμονικὴ ὁλότητα τοῦ σύμπαντος κόσμου. Οἱ ρίζες μας βρίσκονται στὸν κοινὸ θεῖο λόγο.
Γιὰ τὸν Σωκράτη λοιπόν, τὸν Πλάτωνα, τὸν Ἡράκλειτο καὶ τοὺς ἄλλους ἀληθινὰ μεγάλους σοφοὺς θὰ ἦταν ἀδιανόητος ὁ ἀκυβέρνητος αὐτὸς δικαιωματισμὸς ποὺ χαρακηρίζει τὴν ἐποχή μας.
Θὰ ἦταν ἐπίσης δεῖγμα μεγίστης ἀφροσύνης νὰ ἀναζητεῖ κανεὶς μέσα στὸν ἄνθρωπο τὴν κοινὴ βάση νοηματοδοτήσεως τῶν ἐπὶ μέρους ἀντιλήψεων, πράξεων, στάσεων ζωῆς.
Ὁ πολὺς Ἀρχιμήδης (287-212 π.Χ), ἀφότου ἀνεκάλυψε τὴν δύναμη τῶν μοχλῶν, ἔλεγε: «δός μοι πᾷ στῶ καὶ τὰν γᾶν κινάσω» (δός μου ἕνα τόπο νὰ σταθῶ καὶ θὰ κινήσω τὴν γῆ).
Ἐννοοῦσε φυσικὰ ἕνα τόπο ἔξω ἀπὸ τὴν γῆ. Γιὰ νὰ κινήσεις τὴν γῆ, θὰ πρέπει νὰ σταθεῖς ἔξω ἀπὸ αὐτήν.
Ὁμοίως καὶ γιὰ νὰ κινήσεις τὸν κόσμο ἢ τὸν ἑαυτό σου, θὰ πρέπει νὰ σταθεῖς ἔξω ἀπὸ ἐκεῖνον καὶ ἐσένα.
Δὲν ἔχουμε ἀνάγκη ἀπὸ τὴν στροφὴ πρὸς τὸν ἑαυτό μας, ἀλλὰ ἀπὸ στροφὴ πρὸς τὰ ἔξω.
Δὲν ἔχουμε ἀνάγκη τὸν μονότροπο καὶ φαῦλο ἀνθρωποκεντρισμό, ἀλλὰ τὸν ἀγαθοτελῆ Θεανθρωποκεντρισμό.
Πάντων χρημάτων μέτρον δὲν εἶναι ὁ ἄνθρωπος, ἀλλὰ ὁ Θεάνθρωπος Ἰησοῦς.
Ἐκεῖ ἀτενίζοντες θὰ νοηματοδοτήσουμε τὶς πράξεις, τὶς ἀποφάσεις, τὴν ζωή μας ὁλάκερη.
Μόνον ἔτσι ἴσως βροῦμε ἕνα πεδίο συνεννοήσεως.
Πηγή: romfea.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου