Στην
απέραντη ωκεάνια κληρονομιά της εκκλησιαστικής υμνογραφίας, το πρόσωπο
του Θωμά του Μαθητή στέκει ως ένα σύμβολο μυστικής αναζήτησης, ως μια
ζώσα εικόνα της ανθρώπινης ύπαρξης που αιώνια παλεύει ανάμεσα στην πίστη
και στην αμφιβολία.
Ο Θωμάς δεν παρουσιάζεται απλώς
ως ένας απών από την πρώτη συνάντηση με τον Αναστάντα Χριστό, αλλά ως
ένας αληθινός εκφραστής της υπαρξιακής αγωνίας του ανθρώπου, που δεν
ικανοποιείται με την αφήγηση αλλά ποθεί το άγγιγμα· που δεν αρκείται
στην ελπίδα, αλλά αναζητεί την άμεση βεβαιότητα.
Η
υμνολογία της Εκκλησίας, κυρίως στον Εσπερινό της Κυριακής του Θωμά,
αναδεικνύει με λεπταίσθητη θεολογική σοφία αυτήν την παράδοξη ευλογία
της αμφιβολίας.
Δεν ψέγει τον Θωμά η Εκκλησία· δεν τον στιγματίζει ως ολιγόπιστο.
Αντίθετα,
τον προβάλλει ως εκείνον διά του οποίου «πᾶσα ἡ κτίσις ἐβεβαιώθη τὴν
ἀνάστασιν». Η αμφιβολία του Θωμά, φωτισμένη από τη χάρη, γίνεται δρόμος
προς τη βαθύτερη θεογνωσία. Γίνεται το όργανο μέσω του οποίου
εδραιώνεται όχι μόνο η αλήθεια της Αναστάσεως, αλλά και η φύση της
πίστεως ως σχέσης προσωπικής με το Πρόσωπο του Θεού.
Φιλοσοφικά,
ο Θωμάς συνοψίζει την τραγωδία και το μεγαλείο του ανθρώπου: να
επιζητεί την αλήθεια, μα να μην την κατακτά ποτέ πλήρως.
Ο λόγος του «Ἐὰν μὴ ἴδω... οὐ μὴ πιστεύσω» αντηχεί στα βάθη κάθε συνειδητής ψυχής.
Δεν
είναι κραυγή αλαζονείας, αλλά αναστεναγμός νοσταλγίας· μια αδυναμία που
γίνεται δύναμη, όταν μεταμορφώνεται από την έσχατη άγνοια σε ταπεινή
ομολογία: «Ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου».
Η υμνολογία υφαίνει με λέξεις το άφατο θαύμα: «Τὴν καλήν ἀπιστίαν Θωμᾶ», τονίζει ένας ύμνος, και το επίθετο "καλή" αποκαλύπτει όλη τη σοφία της Παράδοσης.
Διότι η αληθινή αμφιβολία δεν είναι άρνηση· είναι πνευματική δίψα.
Δεν είναι φυγή από την αλήθεια· είναι κραυγή προς την αλήθεια.
Στον Θωμά, η Εκκλησία βλέπει τον άνθρωπο που δεν συμβιβάζεται με μισές απαντήσεις, αλλά τολμά να εκθέσει το τραύμα της άγνοιάς του ενώπιον του Χριστού, ζητώντας όχι λόγια, αλλά την εμπειρία της αφής, την κατάργηση της απόστασης.
Θεολογικά, η αφή του Θωμά επιβεβαιώνει το σκάνδαλο και το θαύμα της ενσάρκωσης.
Ο Αναστημένος Χριστός προσφέρει το σώμα Του ως απόδειξη, όχι μόνον ορατή, αλλά και απτή.
Ο Θεός δεν εξαγνίζει την ανθρώπινη φύση αφηρημένα· την σώζει μέσα από την ίδια της την υλικότητα.
Έτσι, η υμνογραφία προβάλλει τον Θωμά ως μάρτυρα της ολοκληρωτικής νίκης της ζωής επί του θανάτου, νίκης που περιλαμβάνει και τη σάρκα και το πνεύμα.
Σε ένα βαθύτερο επίπεδο, η περιπέτεια του Θωμά δεν είναι παρά η αναπαράσταση της διαδρομής κάθε ανθρώπινης ψυχής: από τη νύχτα της αμφιβολίας στο φώς της αναστάσιμης πίστης· από την απόσταση στην κοινωνία· από τη θεωρητική γνώση στην προσωπική συνάντηση.
Η υμνολογία, με σοφία μυστική, δεν εξωραΐζει την αδυναμία, αλλά τη μεταμορφώνει, δείχνοντας ότι και η πληγωμένη πίστη, όταν εναποτίθεται στον Χριστό, μπορεί να γεννήσει την ομολογία της αιωνιότητας.
Ο Θωμάς λοιπόν, μέσα στην υμνογραφική συνείδηση της Εκκλησίας, δεν είναι ο απών μαθητής· είναι ο κάθε άνθρωπος που αναζητά τον Χριστό όχι ως ιδέα, αλλά ως Ζωντανό Πρόσωπο. Είναι ο ποιητής της πληγής και της αφής, της σιωπηλής αγωνίας και της εκρήξεως του: «Ὁ Κύριός μου καὶ ὁ Θεός μου» και τελικά, είναι ο αθόρυβος προσκυνητής που φέρει την αλήθεια όχι στα βιβλία, αλλά στα σπλάχνα του κόσμου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου