«Ηγέρθη: οὐκ ἔστιν ὧδε»
Το Άδειο Μνήμα και το Πλήρες Νόημα
Σιωπή...
Πρώτα έρχεται η σιωπή.
Όχι
εκείνη η κοινή, φθαρμένη παύση της καθημερινότητας, μα η υπερουράνια
σιγή που απλώνεται εκεί όπου η ύλη συναντά την αιωνιότητα, εκεί όπου η
ζωή δεν τελειώνει αλλά μεταμορφώνεται.
Ηγέρθη: οὐκ ἔστιν ὧδε: Η δήλωση αυτή, λιτή, σχεδόν αινιγματική, συνιστά μία έκρηξη νοήματος στο εσωτερικό του ανθρώπινου βίου.
Πρόκειται για λόγο ταυτόχρονα θεολογικό, υπαρξιακό και αισθητικό.
Ένας τάφος άδειος, ένα σώμα που απουσιάζει, ένας Λόγος που ανατέλλει πέραν του χρόνου.
Το «οὐκ ἔστιν ὧδε» δεν είναι απλώς διαπίστωση απουσίας.
Είναι διακήρυξη παρουσίας αλλού.
Εκεί όπου ο Λόγος γίνεται φώς, και το φώς φανερώνεται όχι ως αφηρημένο φαινόμενο, αλλά ως Πρόσωπο.
Η Ανάσταση του Χριστού δεν είναι μια θριαμβευτική απόδραση από το ανθρώπινο δράμα, αλλά η τελική του λύση.
Το
άδειο μνήμα δε φωνάζει τον θρίαμβο ενός υπερανθρώπου, αλλά την
ταπείνωση του Θεού που τόλμησε να πεθάνει για να αποκαλύψει το ανίκητο
της αγάπης.
Η φράση «ἠγέρθη» ενεδρεύει μες στην καρδιά κάθε υπαρξιακής αγωνίας.
Δεν είναι απλώς ρήμα: Είναι η απόκριση στην κραυγή του κόσμου: γιατί πόνος, γιατί θάνατος, γιατί σιωπή;
Η ανάσταση δεν αναιρεί το πάθος, αλλά το φωτίζει από μέσα, όπως το φώς της αυγής δεν εξαφανίζει τη νύχτα, αλλά της δίνει νόημα.
Ο σταυρός δεν ξεχνιέται, υπερβαίνεται. Και όμως, πόσο παράδοξο τούτο το «οὐκ ἔστιν ὧδε».
Η λογική επιζητεί παρουσία, απτή απόδειξη, ψηλάφιση. Ο άγγελος δείχνει το κενό: «ἴδε ὁ τόπος».
Μα το κενό τούτο δεν είναι απουσία, είναι πρόσκληση.
Όχι να μείνουμε στον τάφο, αλλά να πορευτούμε στη Γαλιλαία, εκεί που ο Ζωντανός μάς προσμένει στη ζωή.
Η
θεολογία τολμά να σταθεί μπροστά σ’ αυτή τη σιγή του τάφου και να
ψιθυρίσει το μέγα μυστήριο: η ζωή είναι δυνατότερη του θανάτου, διότι
κοινωνεί με τον Ίδιο τον Ζωοδότη.
Στη λογοτεχνία, η σιωπή είναι συχνά το πιο εκκωφαντικό σχόλιο, το ίδιο και στη θεολογία.
Το
«οὐκ ἔστιν ὧδε» μοιάζει με στίχο του Ελύτη, που αρνείται την προφανή
παρουσία για να υψώσει τον αναγνώστη σε μεταφυσική αναζήτηση.
Είναι η άρνηση που εγκυμονεί την κατάφαση. Είναι η άρνηση του θανάτου ως τελικού λόγου.
Αν η ποίηση είναι η γλώσσα της ψυχής όταν ο λόγος δεν επαρκεί, τότε η Ανάσταση είναι το ποίημα του Θεού στον κόσμο Του.
Και το «Ηγέρθη» είναι η πρώτη λέξη αυτού του ποιήματος.
Με αυτήν, ξαναγράφεται η Ιστορία, όχι στους παπύρους των αυτοκρατοριών, αλλά στις καρδιές των ταπεινών.
Δεν είναι πλέον ο θάνατος το τέλος κάθε αφήγησης, αλλά η αρχή μιας αλήθειας που αναδύεται μέσα από το Άπειρο.
Το άδειο μνήμα γίνεται καθρέπτης: κοιτάζοντας το, δεν βλέπουμε το σώμα του Χριστού, αλλά το πρόσωπο της δικής μας λύτρωσης.
Η
ζωή μας, με όλη την ασάφεια, τις πληγές, τα αδιέξοδα, αποκτά έναν νέο
ορίζοντα: ότι κάπου, πέρα από το μνήμα, μας περιμένει μια Ανάσταση. Όχι
ως ιδέα, αλλά ως πρόσωπο.
Ηγέρθη: οὐκ ἔστιν ὧδε.
Και όμως, είναι εδώ: Σε κάθε πράξη ελέους, σε κάθε βλέμμα συγχώρησης, σε κάθε ήλιο που ανατέλλει ύστερα από την καταιγίδα. Αναστημένος, ζωντανός, Παρών.
Χριστός Ανέστη!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου