Δεν ζήτησα δόξα. Ούτε φώς.
Μόνο ν’ ανασάνω λίγο ουρανό
δίχως το βάρος της σκόνης.
Ανέβηκα. Όχι με θάρρος με ανάγκη.
Το Θαβώρ δεν ήταν κορφή,
ήταν κάλεσμα.
Ήταν η φωνή πίσω απ’ τη σιωπή
που μου έλεγε:
"Έλα. Εσύ. Σήμερα. Όπως είσαι."
Περπάτησα μέσα στον ιδρώτα μου.
Έπνιξα τις λέξεις. Ξέχασα το όνομά μου.
Και τότε δεν έγινε σεισμός,
δεν άνοιξε ο ουρανός.
Έγινε Φώς.
Όχι εκείνο που καίει,
μα εκείνο που δακρύζει.
"Ραββί! Καλόν ἐστιν ἡμᾶς ὧδε εἶναι!"
Ο Πέτρος το είπε.
Μα ήταν η καρδιά μου που μιλούσε.
Ήθελα να μείνω.
Να μη φύγω ποτέ από τη στιγμή
που δεν πονούσα πια την απόσταση.
Ο Χριστός δεν άλλαξε.
Εγώ ήμουν που τον έβλεπα αλλιώς.
Το πρόσωπο του
εκείνο που έτρωγε ψωμί,
που πονούσε με τα χέρια,
που δάκρυζε για τη μάνα
έγινε ο καθρέφτης του προαιώνιου.
Και τότε,
συνειδητοποίησα πως το φώς
δεν κατοικεί στους ουρανούς.
Κατοικεί σ’ εκείνον που αφήνεται
να τον δει ο Θεός.
Και ο Μωυσής;
Και ο Ηλίας;
Δεν ήρθαν από τους νεκρούς.
Ήρθαν από το Αιώνιο.
Από εκεί που δεν υπάρχει χρόνος
ούτε πρόσωπα,
παρά μόνο το φώς που φωνάζει:
"Αὐτός ἐστιν ὁ Υἱός μου ὁ ἀγαπητός ἀκούετε αὐτοῦ!"
Φώναξα μα κανείς δεν μ’ άκουσε.
Στην κορφή, η φωνή δεν ακούγεται.
Μόνο η καρδιά. Και ο φόβος.
Έπεσα κάτω. Από τρόμο; Όχι.
Από γνώση.
Γιατί δεν αντέχεται να δεις
αυτό που είσαι καλεσμένος να γίνεις.
Αυτό που είδα δεν ήταν μέλλον.
Ήταν το παρελθόν μου καθαρό.
Πριν το σκοτεινιάσει η λήθη.
Όταν άνοιξα τα μάτια,
εκείνος ήταν όπως πριν.
Όπως πάντα. Ανθρώπινος.
Κι όμως
δεν θα ’ταν ποτέ πια ο ίδιος.
Επειδή εγώ δεν ήμουν πια ο ίδιος.
Κατεβαίνουμε. Πάλι στον κάμπο,
πάλι στα δαιμόνια, πάλι στο σταυρό.
Αλλά τώρα ξέρω:
Το φώς δεν φεύγει.
Μένει μέσα στο δέρμα.
Μένει μέσα στη σιωπή.
Μένει σαν πληγή. Σαν υπόσχεση.
Κούρος Αλέξανδρος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου