Η συνηθέστερη επιθυμία των γονέων στην διαδικασία της ανατροφής είναι να
μάθουν τα παιδιά να τους ακούνε, δηλαδή να τους υπακούνε. Οι γονείς, ως
μεγαλύτεροι, θεωρούν αυτονόητη την αυθεντία τους. Είναι παιδαγωγοί.
Φροντίζουν ώστε τίποτε να μην τους λείψει. Γνωρίζουν τους κινδύνους της
ζωής. Δεν μπορούν να διανοηθούν ότι τα παιδιά τους στην πράξη θα
αμφισβητούν την γονεϊκή αγάπη. Έτσι, για κάθε θέμα στο οποίο απαιτείται ο
λόγος, η συμβουλή, η παρέμβαση των γονέων, οποιαδήποτε άλλη στάση πλην
της υπακοής πληγώνει.
Μάλιστα,
καθώς περνούν τα χρόνια και οι γονείς διαπιστώνουν ότι τα παιδιά έχουν
μεγαλώσει και τα περιθώρια παρέμβασης έχουν λιγοστέψει, μεταχειρίζονται
άλλα μέσα επιβολής, αφήνοντας τα άμεσα όπως οι διαταγές-εντολές, η
στέρηση προνομίων και άλλες τιμωρίες ή παλαιότερα το ξύλο, η σωματική
βία. Χρησιμοποιούν την ψυχολογική βία, η οποία εκφράζεται με την έκφραση
θυμού, με την διακοπή της επικοινωνίας με τα παιδιά, την γκρίνια, το
θλιμμένο ύφος. Κι όταν τα παιδιά τους επιμένουν να κάνουν το ίδιον
θέλημα οι γονείς πέφτουν σε μελαγχολία, κάποτε και κατάθλιψη γιατί δεν
τους ακούνε!
Η
γονεϊκή αυθεντία είναι ευλογία μέχρι κάποια ηλικία, διότι διασώζει ένα
αίσθημα ιεραρχίας στις οικογενειακές σχέσεις. Οι μικρότεροι κατανοούν
ότι δεν μπορούν να είναι πιο πάνω από τους μεγαλύτερους και αυτό είναι
ένα μάθημα ζωής. Η αυθεντία όμως αυτή έχει νόημα όταν αποσκοπεί στην
σταδιακή καλλιέργεια πνεύματος ελευθερίας και ευθύνης στα παιδιά.
Ο γονέας δεν μπορεί να τρέφεται με την ψευδαίσθηση ότι το παιδί του θα παραμένει μικρό. Ότι θα τον χρειάζεται για να του υποδεικνύει και να του επιβάλλει το σωστό. Να το προστατεύει από κινδύνους. Να το αγαπά ανεπανάληπτα και με τέτοιο τρόπο ώστε το παιδί να μην χρειάζεται να σκεφτεί το ίδιο τι θέλει και ποιο είναι το καλό του. Αν η αγάπη δεν αποσκοπεί στην δημιουργία μιας κλίμακας στην οποία τα παιδιά θα δοκιμάζουν το σωστό και το λάθος, το καλό και το βλαπτικό, για να μπορούν με δική τους ευθύνη να το επιλέγουν, τότε θα καθηλωθούν σε μία αγάπη υπερπροστατευτική και «τοξική».
Ο γονέας δεν μπορεί να τρέφεται με την ψευδαίσθηση ότι το παιδί του θα παραμένει μικρό. Ότι θα τον χρειάζεται για να του υποδεικνύει και να του επιβάλλει το σωστό. Να το προστατεύει από κινδύνους. Να το αγαπά ανεπανάληπτα και με τέτοιο τρόπο ώστε το παιδί να μην χρειάζεται να σκεφτεί το ίδιο τι θέλει και ποιο είναι το καλό του. Αν η αγάπη δεν αποσκοπεί στην δημιουργία μιας κλίμακας στην οποία τα παιδιά θα δοκιμάζουν το σωστό και το λάθος, το καλό και το βλαπτικό, για να μπορούν με δική τους ευθύνη να το επιλέγουν, τότε θα καθηλωθούν σε μία αγάπη υπερπροστατευτική και «τοξική».
Σήμερα
πολλοί γονείς έχουν φτάσει στο άλλο άκρο. Ορμώμενοι από μοντέρνες
παιδαγωγικές αντιλήψεις, σύμφωνα με τις οποίες το παιδί εκ φύσεως ξέρει
τι είναι καλό γι’ αυτό και το μόνο που χρειάζεται ο γονέας να κάνει
είναι να του το υπενθυμίζει, χωρίς να επιμένει, τα παιδιά φτάνουν στο
σημείο να κάνουν ό,τι θέλουν, εφευρίσκοντας τρόπους εκβιασμού εις βάρος
των γονέων. Έτσι, συνειδητοποιώντας οι γονείς ότι τα παιδιά δεν τους
ακούνε, ξεσπούνε βίαια για λίγο ή παραιτούνται από την παιδαγωγία.
Τα
παιδιά μας δεν μας ακούνε γιατί έχουν το θέλημά τους. Δοκιμάζουν τι
τους αρέσει. Ζητούν την ελευθερία τους. Έχει σημασία όμως οι γονείς να
ακούμε πρώτοι τα παιδιά μας. Με υπομονή να περιμένουμε να μας εξηγήσουν
γιατί θέλουν ή γιατί πράττουν κάτι και να τα βοηθήσουμε με σαφήνεια να
καταλάβουν τα όρια του καλού και του κακού. Αυτό όμως δεν μπορεί να μη
συνοδεύεται από κάποιους κανόνες, σαφείς και, κάποτε, ευέλικτους. Ο
δρόμος όμως είναι η ελευθερία η συνοδευόμενη από την ευθύνη. Κι εκεί
χρειάζεται σχέδιο στην αγωγή των παιδιών, αλλά και ο φωτισμός από τον
Θεό!
π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός
Δημοσιεύθηκε στην «Ορθόδοξη Αλήθεια»
Στο φύλλο της Τετάρτης 11 Οκτωβρίου 2017
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου