της Στέλλας
Ν. Αναγνώστου- Δάλλα.
«Που είναι ο μπαμπάς σου,
Κωστάκη;»
Έτσι ρωτούσαν τον θείο μου τον
Κώστα, τον αδελφό της μητέρας μου, όταν έλειπε ο παππούς μου στον πόλεμο το
’40.
Ο θείος μου ήταν τότε τεσσάρων ετών
και η μητέρα μου έξη. «Τη Αβανία, το
μέποτο» απαντούσε εκείνος με παιδική αφέλεια, εννοώντας
βεβαίως: « στην Αλβανία, στο μέτωπο».
Τον ρωτούσαν ξανά, και ξανά, για να τον πειράξουν, έτσι χαριτωμένα που
το έλεγε, και τόσο πρόθυμα!
Ο θείος μου έδινε αυτήν την
απάντηση χωρίς ταραχή ή φόβο, σαν να έλεγε ας πούμε, ότι ο πατέρας του έλειπε
στο διπλανό χωριό για δουλειά, ή κάτι τέτοιο.
Δεν είχε βλέπετε, από πού να εισπράξει φόβο ή ταραχή.
Όταν όλοι οι χωριανοί, μαζί κι ο
πατέρας του, ανέβηκαν στο μεγάλο φορτηγό για να φύγουν, κανένας άνδρας δεν
έκλαιγε. Ούτε ο πατέρας του. Μπορεί να ένοιωθε μέσα του κάποιον φόβο, μια
θλίψη που άφηνε τους δικούς του και το σπίτι του, όμως ήταν γαλήνιος και
χαμογελαστός, σαν να πήγαινε σε μια εκδρομή, σε μια μεγάλη περιπέτεια όπου
επιτρέπονταν μόνον άντρες. Ένοιωθε έτσι
γιατί είχε μέσα του αισιοδοξία και ελπίδα.
Γιατί είχε εμπιστοσύνη.
Κι όμως ήταν μόλις λίγα χρόνια
που πρόφτασε να χαρεί επιτέλους τη ζωή.
Ορφανός από πατέρα, εργαζόταν από μικρός στην Πρίγκηπο για να ζήσουν η
μητέρα του κι εκείνος. Μικρός βρέθηκε
πρόσφυγας, κι ας τον είπαν «ανταλλάξιμο», σ’ έναν νέο και αφιλόξενο ακόμη τόπο,
το καινούργιο του χωριό, τον Νέο Πύργο Ιστιαίας Ευβοίας. Πριν λίγα μόλις χρόνια, μετά από δυσκολίες
και σκληρή δουλειά, είχε αξιωθεί να παντρευτεί, ν΄ανοίξει το μαγαζί του, να κάνει
δυό παιδάκια. Η ζωή μόλις είχε αρχίσει
να του χαμογελά, κι όμως εκείνος δεν δίστασε να φύγει, το ίδιο πρόθυμα μαζί με
όλους τους συγχωριανούς του.
Ήξερε ότι άφηνε πίσω του μια
γυναίκα άξια και ψύχραιμη, όπως ήταν όλες οι γυναίκες τότε. Μια γυναίκα που είχε ακλόνητη πίστη στο Θεό,
όπως το βρέφος στον πατέρα του, που μιλούσε στην Παναγία σαν κόρη προς
μάνα. Τέτοιο θάρρος. Ήξερε πως η γυναίκα του, εκεί που πήγαινε
πάντα στην εκκλησία για να γαληνέψει, θα τον προστάτευε πάντα με την προσευχή
της. Ο Θεός δεν θα της αρνιόταν τη χάρη,
και δεν της την αρνήθηκε.
Ήξερε ακόμη, ότι κι ο ίδιος τον
ήθελε αυτόν τον πόλεμο. Όχι ότι αγαπούσε
τους πολέμους. Είχε δει πολλούς και
βάναυσους. Όμως ήταν θυμωμένος. Το αντρικό του φιλότιμο ήταν πληγωμένο. Οι Ιταλοί, πρώτα με την «Έλλη», τώρα με την
εισβολή, είχαν καταπατήσει την δική του την τιμή, την προσωπική. Είχε ήδη περάσει πολλές τέτοιες καταπατήσεις
του δικαίου της φυλής του. Τώρα που ήταν
πια αρκετά μεγάλος, δεν θα επέτρεπε άλλη, όπως δεν θ’ άφηνε ποτέ ξένον να
βλάψει το σπίτι του και την οικογένειά του, όσο κι αν του κόστιζε.
Ήξερε πως ήταν έτοιμος. Ήταν εκπαιδευμένος. Στην Γενική Επιστράτευση που είχε προηγηθεί
πριν λίγους μήνες, είχε μάθει τι έπρεπε να κάνει. Δεν ήταν παρά ένας απλός στρατιώτης, όμως σ’
εκείνον τον πόλεμο, κι ο τελευταίος στρατιώτης ήξερε τον ρόλο του με
λεπτομέρεια, όπως κι ο στρατηγός τον δικό του.
Η γνώση δίνει αυτοπεποίθηση, και όλοι οι στρατιώτες του 40 την
είχαν. Σαν τον διαβασμένο μαθητή που
βιάζεται να πει το μάθημά του.
Όσο έτοιμος ήταν εκείνος, τόσο
έτοιμος ήξερε ότι ήταν και όλος ο Ελληνικός στρατός, όλος ο Ελληνικός
λαός. Είχε εμπιστοσύνη στην ηγεσία του
για την προετοιμασία που είχε κάνει, για την ψυχραιμία της, για τον ηρωισμό του
Μεταξά να ‘πεί το ΟΧΙ. Αν είπε ΟΧΙ ο Μεταξάς,
μπορούσε να πεί κι εκείνος, μπορούσαν να πουν και όλοι. Και δεν ήταν μόνον ότι ήξεραν να το πουν.
Ήξεραν και τί να το κάνουν, πώς να το στηρίξουν στην πράξη.
Ο παππούς μου ο Τάσος, έφυγε
εκείνη τη χρονιά για το μέτωπο, επειδή ΗΘΕΛΕ να κάνει το καθήκον του, σαν
Έλληνας, σαν σύζυγος, και σαν πατέρας.
Τους αγαπούσε αυτούς τους θεσμούς και ήξερε ότι τον αγαπούσαν κι
εκείνοι, και δεν θα τον πρόδιδαν. Ο
παππούς μου γύρισε ζωντανός μετά την υποχώρηση.
Ταλαιπωρημένος, πικραμένος, αλλά με ήσυχη τη συνείδησή του.
Σήμερα, 70 και κάτι χρόνια μετά,
με κοιτάζει μέσα από την φωτογραφία του, μ’ εκείνα τα φλογερά, τα γελαστά,
γαλάζια του ματάκια. «Τα θυμάσαι όλ’
αυτά κορίτσι μου;» μου λέει. «Γιατί αν
δεν τα θυμάσαι, αν δεν τα πεις στα παιδιά σου, τότε τι ζωή θα ‘χεις μπροστά
σου; Κι αν δεν μετράνε πια για σας, εγώ στ’
αλήθεια θα έχω πεθάνει».
Πηγή; Εκδόσεις Χρυσοπηγή
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου