Ζωντανή Αναμετάδοση Ιερών Ακολουθιών

Πρόγραμμα Αγίου Δωδεκαημέρου

Σάββατο 21 Οκτωβρίου 2017

Μυστήρια και Κατήχηση.

ihsous xristos 
Του π. Γεωργίου Οικονόμου, 
Δρ. Θεολογίας

Η προηγούμενη Κυριακή, Δ΄ Λουκά, κατά την οποία διδάσκονται οι πιστοί με το Ευαγγέλιο της Λειτουργίας την παραβολή του Σπορέως, έχει ατύπως καθιερωθεί ως η έναρξη των Κατηχητικών Συνάξεων.
Ενώ, πολύ ορθά, φέτος η Ιερά Σύνοδος με την 2986 εγκύκλιο όρισε νωρίτερα, στις 8 Οκτωβρίου, την έναρξη των Κατηχητικών Μαθημάτων.
Στο παρόν κείμενο θα ανιχνεύσουμε και θα παρουσιάσουμε την σχέση και τη σύνδεση ανάμεσα στα μυστήρια της Αγίας μας Εκκλησίας και την Ιερή Κατήχηση.
Ξεκινώντας θα διασαφήσουμε λεξικολογικά και θεολογικά τις υπό έρευνα και ερμηνεία έννοιες.
α. Μυστήριο και Κατήχηση.

Μυστήριο σύμφωνα με το λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας των Liddell Scott, σημαίνει «κάποια μυστική, απόκρυφη διδασκαλία, σημαίνει επίσης θρησκευτική ιεροτελεστία αλλά και ως προς την Καινή Διαθήκη το θείον μυστήριον, το υπέρ την ανθρωπίνην κατάληψιν, το μυστήριο της Βασιλείας των Ουρανών[i]». Το μυστήριο αυτό, ακριβώς, για να περάσουμε στο θεολογικό του περιεχόμενο, είναι ανεξιχνίαστο και ακατάληπτο και εκτείνεται οπωσδήποτε πέραν της σχολαστικής και εκ δύσεως τυποποίησης και αρίθμησης, που θέλει να περιορίζει τα μυστήρια σε επτά. Τα μυστήρια του Θεού είναι αναρίθμητα.
Άλλωστε και ο αριθμός επτά στην Αγία Γραφή συμβολίζει το αναρίθμητο, το άπειρο. Έτσι, κάθε φορά που ο Άκτιστος Τριαδικός Θεός παρέχει την Χάρη Του και εμείς τα κτίσματα μετέχουμε σε αυτήν και την μεταλαμβάνουμε, ενεργείται και συμβαίνει το θείον μυστήριο. Ασφαλώς, το Βάπτισμα, το Χρίσμα, η Μετάνοια, το Ευχέλαιο, η Θεία Ευχαριστία, ο Γάμος και η Ιεροσύνη είναι τα επτά πιο γνωστά μυστήρια με εξαιρετική σημασία το καθένα. Μήπως όμως είναι «λιγότερο» μυστήρια οι αγιασμοί των υδάτων με την επίκληση της επιφοίτησης του Αγίου Πνεύματος, οι νεκρώσιμες ακολουθίες και τα μνημόσυνα ή η μοναχική κουρά; Αλλά και το ίδιο το μυστήριον της Θείας Οικονομίας, η ενανθρώπηση του Υιού του Θεού, η επί της γης παρουσία, η διδασκαλία, τα θαύματα, τα Σεπτά Πάθη, ο Σταυρός, η Ανάσταση, η Ανάληψη, η εκ δεξιών καθέδρα μέχρι της δευτέρας και ενδόξου πάλιν παρουσίας!
Τα παρόντα εισαγωγικά περί της έννοιας του μυστηρίου είναι χρήσιμα για την ανάπτυξη του θέματος στη συνέχεια, αφού πριν και αντίστοιχα προχωρήσουμε και στην διασάφηση της έννοιας κατήχηση.
Κατήχηση, σύμφωνα με το εξαιρετικά ενδιαφέρον λήμμα του ίδιου λεξικού, είναι «η διά του ήχου καταγοήτευσις, η διδασκαλία διά ζώσης ηχηράς φωνής, η καθόλου διδασκαλία, η διδασκαλία των κατηχουμένων αλλά και η διδασκαλία δογμάτων της χριστιανικής πίστης». Θεολογικά και ως προς την χριστιανική ιστορία δεν διαφοροποιείται η έννοια της κατήχησης από τον παραπάνω ορισμό, σημαίνει ωστόσο πιο συγκεκριμένα την μαθητεία στην χριστιανική πίστη, η οποία προηγείται από το Άγιο Βάπτισμα και αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για αυτό αλλά και την διά βίου μαθητεία στον ανεξάντλητο πλούτο της χριστιανικής πίστης.

β. Η Κατήχηση ως μυστήριο.

Ύστερα από τη διασάφηση των εννοιών μυστήριο και κατήχηση, μπορούμε να προχωρήσουμε στη σύνθεση των δύο ερμηνεύοντας και κατανοώντας την ίδια την Κατήχηση ως μυστήριο. Ο Απόστολος Παύλος στην Προς Ρωμαίους επιστολή αναφερόμενος στην κατήχηση και την ιεραποστολή πάντων των εθνών γράφει˙ διὰ τὴν χάριν τὴν δοθεῖσάν μοι ὑπὸ τοῦ Θεοῦ εἰς τὸ εἶναί με λειτουργὸν Ἰησοῦ Χριστοῦ εἰς τὰ ἔθνη, ἱερουργοῦντα τὸ εὐαγγέλιον τοῦ Θεοῦ, ἵνα γένηται ἡ προσφορὰ τῶν ἐθνῶν εὐπρόσδεκτος, ἡγιασμένη ἐν Πνεύματι ἁγίῳ[ii]. Από την αναφορά αυτή συνάγεται ότι η κατήχηση, σύμφωνα με την αγιογραφική παράδοση, είναι καρπός της Χάριτος του Θεού και δι' αυτής ο κατηχητής είναι λειτουργός του Ιησού Χριστού ιερουργώντας τον λόγο του Θεού, το Ευαγγέλιο, ενώ στην ιερουργία αυτή προσκομίζονται και προσφέρονται στο Θεό ως έμψυχη και ένσωμη θυσία τα έθνη[iii]. Ο ιερός Χρυσόστομος εξαίροντας τη σημασία της παύλειας ιερουργίας του λόγου ερμηνεύει τα σύμβολα αυτής της ιερουργίας και τα τεκμήρια αυτής της χειροτονίας ως σημεία και θαύματα πολύ ανώτερα από αυτά της Παλαιάς Διαθήκης. Παράλληλα φροντίζει προληπτικά να ανασκευάσει κάθε υπόνοια και λογισμό υπερηφανείας αναφέροντας το έργο αυτό στη Θεία Χάρη[iv]. Η παραπάνω αναφορά αποδεικνύει ακριβώς την ερμηνεία της ίδιας της κατήχησης ως μυστηρίου και καθώς κατανοείται ως ισάξια της ιερουργίας και της λειτουργίας τονίζεται αυταπόδεικτα η υψηλή σημασία της.

Επομένως, η ενασχόληση μας με τη διακονία της κατήχησης δεν μπορεί να είναι μία απασχόληση ψυχαγωγικού μόνο χαρακτήρα, να περάσουν κάποια ώρα ευχάριστα τα παιδιά, να παίξουν, να χαρούν και να γελάσουν αλλά να φύγουν, όπως ήρθαν, ενδεχομένως χωρίς Χριστό. Αλλά καλούμαστε με αυτήν την παύλεια συνείδηση, με δέος ιερό και φόβο Θεού, με υπευθυνότητα και προετοιμασία να διακονήσουμε αυτό το ιερό έργο. Και να μυσταγωγήσουμε τους ανθρώπους εκείνους, που μας εμπιστεύεται η αγάπη του Θεού αλλά και μας αναθέτει ο επίσκοπος και πνευματικός μας πατέρας εκχωρώντας γενναιόδωρα ένα από τα πολυτιμότερα δικά του καθήκοντα, με προσοχή και προσευχή. Γενόμενοι παιδαγωγοί εις Χριστόν και αποκαλύπτοντας το δικό Του Πρόσωπο στους κατηχουμένους, γιατί πάντα ελλοχεύει ο κίνδυνος μιας εγωϊστικής αυτοπροβολής, ενός προσωποπαγούς έργου, μιας επικίνδυνης και νοσηρής προσωπολατρείας. Σε αυτήν την περίπτωση η κατήχηση παύει να είναι μυστήριο και εκπίπτει εκφυλιζόμενη σε μία δημιουργική απασχόληση – στην καλή περίπτωση – ή ακόμα και σε μία ψυχοφθόρα και καταστροφική για την ψυχική και σωματική υγεία και ισορροπία μετάδοση ιδιωτικών θεολογιών. Είτε αυτές είναι ακραίες συντηρητικές και ηθικιστικές είτε ακραία φιλελεύθερες. Ασφαλιστική δικλείδα για την αποφυγή των παραπάνω κινδύνων είναι να μη λησμονούμε ποτέ ότι στο μυστήριο της κατήχησης Σπορέας είναι ο ίδιος ο Κύριος και ότι σπόρος είναι ο δικός Του λόγος.
γ. Κατήχηση, Βάπτισμα και Χρίσμα.

Στο πρώτο κεφάλαιο της Α΄ Προς Κορινθίους ο Απόστολος Παύλος τονίζει σχετικά με την αποστολή του˙ οὐ γὰρ ἀπέστειλέ με Χριστὸς βαπτίζειν, ἀλλ' εὐαγγελίζεσθαι[v] . Ο ευαγγελισμός των εθνών ή αλλιώς η ιερουργία του ευαγγελίου[vi] ή ακόμα πιο απλά η κατήχηση, θεωρείται ανάλογη αποστολή με αυτήν της ιερωσύνης. Γιατί όλοι όσοι έχουν την ιερωσύνη μπορούν να βαπτίζουν, αλλά ελάχιστοι έχουν το χάρισμα να ευαγγελίζονται. Το βάπτισμα, σύμφωνα με τον ιερό Χρυσόστομο, δίδεται σε όλους τους ιερείς αλλά η κατήχηση[vii] και ο διδασκαλικός λόγος στους σοφώτερους[viii], γιατί εκεί έγκειται η δυσκολία, να παρασκευαστεί κατάλληλα η προαίρεση, για να δεχτεί το Άγιο Βάπτισμα[ix].
Η αναφορά αυτή στην σπουδαιότητα της κατήχησης προβαπτισματικά γεννά πολλούς επίκαιρους προβληματισμούς[x]. Είναι γενική διαπίστωση ότι η χριστιανική αγωγή, είτε στην οικογένεια είτε ως ενοριακή κατήχηση είτε ως σχολικό θρησκευτικό μάθημα διέρχεται κρίση[xi]. Η κρίση αυτή[xii] μεγεθύνεται στο πέρασμα των χρόνων[xiii], από τότε ιδιαίτερα που καθιερώθηκε ο νηπιοβαπτισμός[xiv] και το έργο της κατήχησης ανατέθηκε, κυρίως, στον ανάδοχο, στην οικογένεια, το σχολείο και τα κατηχητικά των ενοριών[xv]. Σε τούτη την αλυσίδα[xvi], σπάνια φιλοτιμείται κάποιος να εκπληρώσει την κατηχητική διακονία του με ζήλο και υπευθυνότητα, με αποτέλεσμα οι χριστιανοί σήμερα να είναι σε μεγάλο βαθμό ακατήχητοι και να έχουν άγνοια για τα δόγματα της πίστης μας. Όμως, αυτός που αναλαμβάνει το έργο της κατήχησης, σύμφωνα με την παύλεια και την χρυσοστομική ερμηνεία επιτελεί διακονία ανάλογη με αυτήν της ιερωσύνης. Για τον λόγο αυτό χρειάζεται η καλλιέργεια υπεύθυνης συνείδησης στους Κατηχητές, ώστε το πολυτίμητο δώρο του Αγίου Βαπτίσματος, που προσφέρεται στη νηπιακή συνήθως ηλικία να είναι η πνευματική απαρχή μιας ολοκληρωμένης κατήχησης, που θα ακολουθήσει μεν ετεροχρονισμένα αλλά θα οδηγήσει διά μαθητείας στην κατανόηση του περιεχομένου της αγιασμένης πίστης μας.
Όλα τα παραπάνω ισχύουν και για το ιερότατο, πλην «ξεχασμένο» μυστήριο του Χρίσματος, με το οποίο λαμβάνει ο νεοφώτιστος την σφραγίδα της δωρεάς του Αγίου Πνεύματος, την παρακαταθήκη της Χάριτος. Και είναι εξαιρετικά σπουδαίο να μεταδώσουμε διά της κατήχησης τη σημασία του μυστηρίου αυτού, ώστε να γνωρίζει κάθε πιστός ότι έχει πολύτιμα πνευματικά δώρα με την ευθύνη να τα καλλιεργήσει, να τα αυξήσει και να τα αντιπροσφέρει στην Εκκλησία και τον πλησίον.
Αν διά της κατήχησης γνωρίζαμε καλά όλα αυτά τα πράγματα, κανένας πιστός δεν επρόκειτο να αρνηθεί το βάπτισμά του και την Ορθοδοξία του, για να ακολουθήσει ενδεχομένως κάποια αίρεση ή άλλη θρησκεία. Αντίθετα, η πλήρης απουσία ή έλλειψη αληθινής κατήχησης μπορεί να οδηγήσει στην άρνηση της πίστης.
δ. Κατήχηση και μετάνοια.

Ο αγιογραφικός κατηχητικός λόγος τόσο στην Παλαιά Διαθήκη διά των Προφητών και Δικαίων όσο και στην Καινή Διαθήκη εκπορευόμενος από τα Κυριακά χείλη ήταν πάντα λόγος προτρεπτικός και προστακτικός προς μετάνοια. Ακολουθώντας την παράδοση αυτή και η σύγχρονη κατήχηση οφείλει να περιλαμβάνει οπωσδήποτε ωφέλιμες διηγήσεις, που μπορούν να εμπνεύσουν τη μετάνοια στις καρδιές των κατηχουμένων όχι βέβαια με λόγο οξύ και εκφοβιστικό αλλά με λόγο αγάπης και παραδείγματα, όπως του ασώτου, της πόρνης, της μοιχαλίδας, του ληστή, της Αγίας Μαρίας της Αιγυπτίας. Εφόσον υπάρξει η πρώτη αλλοίωση στις καρδιές των κατηχουμένων, θα μιλήσουμε οπωσδήποτε στη συνέχεια και για το μυστήριο της μετανοίας, την ιερή εξομολόγηση, απαντώντας σε απορίες, προτρέποντας με διάκριση αλλά και οργανώνοντας σωστά σε συνεργασία με τους πατέρες της ενορίας την – προαιρετική πάντα – προσέλευση των παιδιών στο μυστήριο.
Στο σημείο αυτό, θα μπορούσε να διατυπωθεί ένας καλοπροαίρετος προβληματισμός σχετικά με την εξομολόγηση των ίδιων των Κατηχητών. Η ενσυνείδητη μετοχή του Κατηχητή στο μυστήριο της μετανοίας μα και ευρύτερα η μυστηριακή ζωή είναι μία εκ των ων ουκ άνευ προϋπόθεση κατήχησης. Επειδή, συμβαίνει όμως πολλές φορές οι κατηχητές να εξομολογούνται σε πνευματικούς άλλων ενοριών ή μητροπόλεων, υπάρχει ένα λεπτό σημείο, που απαιτεί μεγάλη διάκριση. Παρατηρείται, για παράδειγμα, ορισμένες φορές μία προσπάθεια υφαρπαγής στελεχών και κατηχητών από πνευματικούς, που θέλουν να στελεχώσουν το δικό τους κατηχητικό έργο. Παρατηρείται, επίσης, μία έμμεση παρέμβαση στο κατηχητικό έργο άλλης ενορίας. Μπορεί να παρατηρηθεί ακόμα και κατακριτική διάθεση προς αυτό από μία μονόπλευρη πληροφόρηση, που μπορεί να υπάρχει. Θεωρούμε εξαιρετικά σημαντικό κάθε πνευματικός να καθοδηγεί με διάκριση και προσοχή τους κατηχητές, που εξομολογούνται σε αυτόν, καλλιεργώντας σε αυτούς τη σημασία της ενοριακής συνείδησης, διορθώνοντας τους λογισμούς που ενδεχομένως τους ταλαιπωρούν και όχι ενσπείροντας νέους, με σεβασμό στον πιθανά διαφορετικό από τις προσωπικές του αντιλήψεις τρόπο, που λειτουργεί αλλού η ενοριακή κατήχηση.

ε. Κατήχηση και Γάμος.

Ένα πολύ σημαντικό κομμάτι της κατήχησης οφείλουμε να αφιερώνουμε και στο μέγα μυστήριο του Γάμου. Ύστερα από την διαπιστωση της κρίσης, που διέρχεται ο ιερότατος θεσμός της οικογένειας όχι μόνο με την κατακόρυφη αύξηση των διαζυγίων αλλά και από την μοντέρνα επιλογή των ζευγαριών να μην προχωρούν καθόλου στο μυστήριο και να επιλέγουν την ελεύθερη συμβίωση, οφείλουμε να εστιάσουμε την προσοχή μας στα αίτια αυτής της κατάστασης. Και η έλλειψη κατήχησης είναι ένα σημαντικό αίτιο, γιατί δεν διδάσκονται οι νέοι ποια είναι η σχετική διδασκαλία της Εκκλησίας,ποια είναι η σημασία της θυσίας, της ταπείνωσης, της συγχώρησης, της αγάπης, του αγώνα αλλά, κυρίως και προπάντων της θείας ευλογίας διά του μυστηρίου. Είναι λοιπόν εξαιρετικά σημαντική η συνεισφορά της κατήχησης τόσο προ του Γάμου όσο και εν τω Γάμω, ώστε ο Γάμος να είναι στα αλήθεια ευλογημένο μυστήριο του Θεού και όχι κάτι επιπόλαιο και ιδιοτελές άνευ πνευματικών προϋποθέσεων, που θα οδηγήσει με μεγάλες πιθανότητες σε σοβαρή κρίση και οδυνηρό τέλος την σχέση των ανθρώπων.

στ. Ιερωσύνη.

Μέγιστη μπορεί να είναι η συμβολή της κατήχησης και στην ορθή καθοδήγηση προς το ιερότατο μυστήριο της ιερωσύνης. Εμπνέοντας την τιμή και τον σεβασμό στο μυστήριο, καλλιεργώντας με διάκριση και προσοχή την ιερατική κλίση στα αγόρια αλλά και την αγαθή διάθεση στα κορίτσια να γίνουν πρεσβυτέρες. Επισημαίνοντας το ύψος και το μέγεθος της ευλογίας αλλά επίσης τους κινδύνους και την ευθύνη, ώστε να μην επιζητεί κανείς το μυστήριο με εγωϊστικά κίνητρα αλλά να προσφέρει ταπεινά ως θυσία τη ζωή του στη διακονία της Εκκλησίας.

ζ. Ευχέλαιο.

Στα πλαίσια της Κατήχησης περιλαμβάνεται οπωσδήποτε και η διδασκαλία του θεοπαράδοτου μυστηρίου του Ευχελαίου με τους πλούσιους συμβολισμούς και τον αγιασμό του ελαίου, ενώ ενδείκνυται και η υποδειγματική τέλεσή του με τη συμμετοχή όλων των κατηχουμένων. Σχετικά με την «εκπαιδευτική» χρήση μεταφράσεων στα αναγνώσματα του Ευχελαίου είναι απαραίτητο να έχουμε υπόψη τη σχετική ανακοίνωση της Διαρκούς Ιεράς Συνόδου, σύμφωνα με την οποία αυτό μπορεί να γίνει μόνο με ειδική άδεια από την Ιερά Σύνοδο.

η. Θεία Ευχαριστία.

Τελευταίο στην παρουσίαση μα αναμφίβολα πρώτο στη σπουδαιότητα είναι το μυστήριο των μυστηρίων, η Θεία Ευχαριστία. Κατήχηση μη άρρηκτα συνδεδεμένη με την Ευχαριστία τολμούμε να πούμε ότι δεν είναι χριστιανική κατήχηση. Η Λειτουργία αποτελεί από μόνη της την κατ' εξοχήν κατήχηση όχι μόνο στο πρώτο μέρος, την λειτουργία των κατηχουμένων, αλλά στην πληρότητά της. Για αυτό, ανάλογα με την ηλικία των παιδιών και την ικανότητα πρόσληψης των λειτουργικών νοημάτων, πάντοτε στην κατήχηση οφείλουμε να αναφερόμαστε και να ερμηνεύουμε τα νοήματα αυτά. Επίσης, η ορθή κατήχηση καθοδηγεί στην συχνή και ενσυνείδητη μετοχή των πιστών στη Θεία Ευχαριστία διά της μετά φόβου Θεού, πίστεως και αγάπης αλλά και μετά καθαρού συνειδότος Θείας Κοινωνίας. Για τον λόγο αυτό κρίνεται ως ιδανικός χρόνος των Κατηχητικών εφόσον το επιτρέπουν οι συνθήκες ο χρόνος μετά την Θεία Λειτουργία της Κυριακής.

θ. Αντί επιλόγου.

Αντί επιλόγου καταθέτουμε και μοιραζόμαστε έναν προβληματισμό και μία πρόταση.
Ο προβληματισμός αφορά τον τρόπο λειτουργίας των κατηχητικών στις ενορίες. Η λειτουργία αυτή είναι η κατ' εξοχήν Λειτουργία μετά τη Λειτουργία. Δεν μπορεί σε καμία περίπτωση λοιπόν να αυτονομείται ή να αποκόπτεται από το ευρύτερο ενοριακό έργο, όπως αυτό ενεργείται με επίκεντρο πάντα τη θεία λατρεία. Για τον λόγο αυτό δεν νοείται ούτε η αυτόβουλη άνευ της ενορίας και του επισκόπου ευλογίας παράλληλη λειτουργία Κατηχητικών εκτός ενορίας, αλλά ούτε η ενδοενοριακή παρακώλυση του έργου αυτού διά ποικίλων προσκομμάτων.
Η πρόταση. Σε μία εποχή κρίσης και παρακμής πνευματικής η χριστιανική κατήχηση είναι απαραίτητη περισσότερο από ποτέ ως πρόταση αγάπης και ζωής, ως κατάθεση ελπίδας, ως αλήθεια. Για τον λόγο αυτό θα ήταν ιδανική η ίδρυση ενός Κατηχητικού Ινστιτούτου, που θα σχεδίαζε και θα συντόνιζε με υπευθυνότητα και πληρότητα το ενοριακό κατηχητικό έργο, με πλήρες Πρόγραμμα Σπουδών παράλληλο των σχολικών τάξεων, καθώς παρά τις αγαθές διαθέσεις και προθέσεις πολλές φορές αυτό εν τέλει υπολειτουργεί ή λειτουργεί με τρόπο μη δημιουργικό και αποτελεσματικό.

Παραπομπές


[i] http://myria.math.aegean.gr/lds/web/view.php
[ii] Ρωμ. 15, 15 - 16.
[iii] Πρβλ. ΙΩΑΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ, Ερμηνεία εις την Προς Ρωμαίους Επιστολήν, PG 60, 655: Εἰς τὸ εἶναί με λειτουργὸν Ἰησοῦ Χριστοῦ εἰς τὰ ἔθνη, ἱερουργοῦντα τὸ εὐαγγέλιον τοῦ Θεοῦ. Μετὰ γὰρ τὴν πολλὴν τῶν εἰρημένων ἀπόδειξιν, ἐπὶ τὸ σεμνότερον ἄγει τὸν λόγον, οὐχ ἁπλῶς λατρείαν λέγων, καθάπερ ἐν ἀρχῇ, ἀλλὰ λειτουργίαν καὶ ἱερουργίαν· Αὕτη γάρ μοι ἱερωσύνη τὸ κηρύττειν καὶ καταγγέλλειν· ταύτην προσφέρω τὴν θυσίαν.
[iv] ΙΩΑΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ, Ερμηνεία εις την Προς Ρωμαίους Επιστολήν, PG 60, 655 κ.ε.: Καυχῶμαι, φησὶν, οὐκ ἐν ἐμαυτῷ, οὐδὲ ἐν τῇ ἡμετέρᾳ σπουδῇ, ἀλλὰ τῇ τοῦ Θεοῦ χάριτι. Οὐ γὰρ τολμήσω τι λαλῆσαι, ὧν οὐ κατειργάσατο ὁ Χριστὸς δι' ἐμοῦ εἰς ὑπακοὴν τῶν ἐθνῶν, λόγῳ καὶ ἔργῳ, ἐν δυνάμει σημείων καὶ τεράτων, ἐν δυνάμει Πνεύματος Θεοῦ. Οὐδὲ γὰρ ἂν ἔχοι τις εἰπεῖν, φησὶν, ὅτι κόμπος μου τὰ ῥήματα· τῆς γὰρ ἱερουργίας μου ταύτης τὰ σύμβολα, καὶ τῆς χειροτονίας ἔχω πολλὰ δεῖξαι τὰ τεκμήρια, οὐ ποδήρη καὶ κώδωνας, καθάπερ οἱ παλαιοὶ, οὐδὲ μίτραν καὶ κίδαριν, ἀλλὰ πολλῷ φρικωδέστερα τούτων σημεῖα καὶ θαύματα. Οὐδὲ γὰρ ἔστιν εἰπεῖν, ὅτι ἐνεχειρίσθην μὲν, οὐκ ἐποίησα δὲ τὸ ἐπιταχθέν· μᾶλλον δὲ οὐδὲ ἐγὼ ἐποίησα, ἀλλὰ ὁ Χριστός· διὸ καὶ ἐν αὐτῷ καυχῶμαι, οὐχ ὑπὲρ τῶν τυχόντων πραγμάτων, ἀλλ' ὑπὲρ τῶν πνευματικῶν. Τοῦτο γάρ ἐστι, Τὰ πρὸς τὸν Θεόν. Ὅτι γὰρ ἤνυσα ἐφ' ὃ ἐπέμφθην, καὶ οὐ κόμπος τὰ ῥήματα, δηλοῖ τὰ θαύματα καὶ ἡ τῶν ἐθνῶν ὑπακοή. Οὐ γὰρ τολμήσω τι λαλῆσαι ὧν οὐ κατειργάσατο ὁ Χριστὸς δι' ἐμοῦ εἰς ὑπακοὴν ἐθνῶν, λόγῳ καὶ ἔργῳ, ἐν δυνάμει σημείων καὶ τεράτων, ἐν δυνάμει Πνεύματος Θεοῦ. Ὅρα πῶς βιάζεται τὸ πᾶν δεῖξαι τοῦ Θεοῦ, καὶ οὐδὲν ἑαυτοῦ. Εἴτε γὰρ φθέγγομαί τι, εἴτε ποιῶ, εἴτε θαυματουργῶ, πάντα αὐτὸς, πάντα τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον. Ταῦτα δὲ λέγει, δεικνὺς καὶ τοῦ Πνεύματος τὸ ἀξίωμα. Εἶδες πῶς ταῦτα τῶν παλαιῶν θαυμαστότερα καὶ φρικωδέστερα, ἡ θυσία, ἡ προσφορὰ, τὰ σύμβολα;
[v] Α΄ Κορ. 1, 17.
[vi] Εδώ η ιερουργία του ευαγγελίου μας ανάγει συνειρμικά σε αυτό, που ονομάζεται ιερουργία του λόγου, και είναι εξίσου σημαντική με την ιερουργία των μυστηρίων. Βλ. περισσότερα στον τόμο με τα πρακτικά του Ε΄ Πανελληνίου Λειτουργικού Συμποσίου Στελεχών Ιερών Μητροπόλεων: Ιερουργείν το ευαγγέλιον. «Η Αγία Γραφή στην ορθόδοξη λατρεία», Αθήνα 2004, καθώς επίσης και στο παρακάτω άρθρο: ΓΕΩΡΓΙΟΥ ΦΙΛΙΑ, «Η ιερουργία του λόγου, η θέση του κηρύγματος στη Θεία Λειτουργία», εν Σύναξη, τεύχος, 83, Το κήρυγμα μεταξύ λιμού και κορεσμού, σσ. 6 – 14.
[vii] Για την έννοια της κατήχησης, βλ. ΙΩΑΝΝΗ ΚΟΓΚΟΥΛΗ, Κατηχητική και χριστιανική παιδαγωγική, εκδ. «Κυριακίδη», Θεσσαλονίκη 2000, σ. 36 κ.ε.
[viii] Πρβλ. ΧΡΗΣΤΟΥ ΒΑΣΙΛΟΠΟΥΛΟΥ, Οι κατηχήσεις του Κυρίλλου Ιεροσολύμων. Ψυχοπαιδαγωγική προσέγγιση, εκδ. «Κυριακίδη», Θεσσαλονίκη 1998, σσ. 172 – 180.
[ix] ΙΩΑΝΝΟΥ ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ, Υπόθεσις της Προς Κορινθίους Πρώτης Επιστολής, PG 61, 26: Οὐ γὰρ ἀπέστειλέ με Χριστὸς βαπτίζειν, ἀλλὰ εὐαγγελίζεσθαι. Τὸ γὰρ ἐπιπονώτερον καὶ πολλοῦ δεόμενον μόχθου καὶ ψυχῆς σιδηρᾶς, καὶ ὃ πάντα συνεῖχε, τοῦτο ἦν. Διὸ καὶ Παῦλος αὐτὸ ἐνεχειρίζετο. Καὶ τίνος ἕνεκεν μὴ ἀποσταλεὶς βαπτίζειν, ἐβάπτιζεν; Οὐ μαχόμενος τῷ ἀποστείλαντι, ἀλλ' ἐκ περιουσίας τοῦτο ποιῶν. Οὐ γὰρ εἶπεν, ὅτι Ἐκωλύθην, ἀλλ' ὅτι Οὐκ ἀπεστάλην ἐπὶ τούτῳ, ἀλλ' ἐπὶ τῷ ἀναγκαιοτάτῳ. Τὸ μὲν γὰρ εὐαγγελίζεσθαι ἑνός που καὶ δευτέρου, τὸ δὲ βαπτίζειν παντὸς ἂν εἴη τοῦ τὴν ἱερωσύνην ἔχοντος. Ἄνθρωπον μὲν γὰρ κατηχούμενον λαβόντας καὶ πεπεισμένον βαπτίσαι, παντὸς οὑτινοσοῦν ἐστιν· ἡ γὰρ προαίρεσις τοῦ προσιόντος λοιπὸν ἐργάζεται τὸ πᾶν, καὶ ἡ τοῦ Θεοῦ χάρις· ὅταν δὲ ἀπίστους δέῃ κατηχῆσαι, πολλοῦ δεῖ πόνου, πολλῆς τῆς σοφίας· τότε δὲ καὶ τὸ κινδυνεύειν προσῆν. Ἐκεῖ μὲν γὰρ τὸ πᾶν γέγονε, καὶ πέπεισται ὁ μυσταγωγεῖσθαι μέλλων, καὶ οὐδὲν μέγα, πεισθέντα βαπτίσαι· ἐνταῦθα δὲ πολὺς ὁ πόνος ὥστε μεταπεῖσαι προαίρεσιν, καὶ μεταθεῖναι γνώμην, καὶ ἀναμοχλεῦσαι πλάνην, καὶ καταφυτεῦσαι τὴν ἀλήθειαν. Ἀλλ' οὐ λέγει ταῦτα οὕτως, οὐδὲ κατασκευάζει καί φησιν, ὅτι οὐδένα πόνον ἔχει τὸ βαπτίσαι, ἀλλὰ τὸ εὐαγγελίσασθαι· οἶδε γὰρ ἀεὶ μετριάζειν· ἀλλ' ἐν τῇ συγκρίσει τῆς ἔξωθεν σοφίας σφόδρα ἀποτείνεται, ἔνθα καταφορικωτέρῳ ἠδύνατο χρήσασθαι λόγῳ. Οὐ τοίνυν ἐναντιούμενος τῷ πέμποντι ἐβάπτιζεν· ἀλλ' ὥσπερ ἐπὶ τῶν χηρῶν, εἰπόντων τῶν ἀποστόλων, Οὐκ ἔστιν ἀρεστὸν καταλιπόντας ἡμᾶς τὸν λόγον τοῦ Θεοῦ διακονεῖν τραπέζαις, διηκονήσατο, οὐκ ἐναντιούμενος ἐκείνοις, ἀλλ' ἐκ περιουσίας ποιῶν· οὕτω καὶ ἐνταῦθα. Ἐπεὶ καὶ νῦν τοῖς μὲν ἀφελεστέροις τῶν πρεσβυτέρων τοῦτο ἐγχειρίζομεν, τὸν δὲ διδασκαλικὸν λόγον τοῖς σοφωτέροις· ἐκεῖ γάρ ἐστιν ὁ πόνος καὶ ὁ ἱδρώς. Διὸ καὶ αὐτός φησιν· Οἱ καλῶς προεστῶτες πρεσβύτεροι διπλῆς τιμῆς ἀξιούσθωσαν, μάλιστα οἱ κοπιῶντες ἐν λόγῳ καὶ διδασκαλίᾳ.
[x] Ο καθηγητής Χρυσόστομος Σταμούλης, σε εισήγηση του με θέμα «Προϋποθέσεις διά την συγγραφήν νέων Κατηχητικών Βοηθημάτων», παρουσιάζει μία ανασκόπηση της κατήχησης στην Ελλάδα τις τελευταίες δεκαετίες, με τα προβλήματα αλλά και τις νέες προοπτικές, που μπορεί να προσφέρει σε αυτήν η θεολογία. Τονίζεται στην εισήγηση αυτή ότι παραθεωρημένος αλλά επίκαιρος όσο ποτέ είναι ο στόχος να αναζητηθεί η χαμένη αυτοσυνειδησία των μελών του εκκλησιαστικού σώματος. Βλ. ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΥ ΣΤΑΜΟΥΛΗ, Άσκηση αυτοσυνειδησίας, εκδ. «Το Παλίμψηστον», Θεσσαλονίκη 2004, σ. 81 και όλη η εισήγηση, σσ. 80 – 95.
[xi] ΧΡΗΣΤΟΥ ΒΑΣΙΛΟΠΟΥΛΟΥ, ό.π., σ. 13.
[xii] Για τα βασικά προβλήματα της κατήχησης, σήμερα, βλ. ΙΩΑΝΝΗ ΚΟΓΚΟΥΛΗ, ό.π., σσ. 210 – 251.
[xiii] Για την «κατήχηση» από την αποστολική περίοδο μέχρι τον τέταρτο αιώνα, βλ. ΧΡΗΣΤΟΥ ΒΑΣΙΛΟΠΟΥΛΟΥ, ό.π., σσ. 25 – 56.
[xiv] Περισσότερα για τον νηπιοβαπτισμό, βλ. ΝΙΚΟΥ ΜΑΤΣΟΥΚΑ, ό.π., σ. 477 και 483, ΑΥΓΟΥΣΤΙΝΟΥ ΜΥΡΟΥ (αρχιμ.), «Η θεμελίωση του νηπιοβαπτισμού», εν Εφημέριος, έτος 58, τεύχος 9 (Νοεμ. 2009), σσ. 15 – 17 και ΝΕΝΑΝΤ ΜΙΛΟΣΕΒΙΤΣ, «Η ευχαριστιακή συγκρότηση των μυστηρίων», εν Θεολογία, τόμος 80, τεύχος 4 (Οκτ. – Δεκ. 2009), σσ. 123 – 136, εδώ 126 – 131.
[xv] Για το θεσμό του κατηχητικού σχολείου στους νεώτερους χρόνους, βλ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ ΚΑΛΛΙΑΚΜΑΝΗ (πρωτοπρεσβύτερου), Μεθοδολογικά πρότερα της ποιμαντικής: Λεντίω ζωννύμενοι, ό.π., σσ. 138 – 146 και του ιδίου «Ο εκκλησιολογικός και μυσταγωγικός χαρακτήρας της κατήχησης», εν Εφημέριος, έτος 58, τεύχος 8 (Οκτ. 2009), σσ. 8 – 10.
[xvi] Ο καθηγητής, Ιωάννης Κογκούλης, όταν αναφέρεται στους λαϊκούς στο έργο της κατήχησης, εστιάζει την προσοχή του α) στους γονείς, β) στον ανάδοχο, γ) στο νηπιαγωγό, δ) στον δάσκαλο στη βασική εκπαίδευση, ε) στον θεολόγο καθηγητή και στ) στον κατηχητή. Βλ. ΙΩΑΝΝΗ ΚΟΓΚΟΥΛΗ, ό.π., σσ. 288 – 298.

Πηγή:  romfea.gr

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου