Οδηγούσε στεναχωρημένος, φορτωμένος στο κεφάλι του από λάθη δικά του. Αμαρτίες, ιστορίες, υπερβολές και πασαλείμματα. Κολλημένος, όπως ήταν μέσα του, κόλλησε και πίσω από τον παλιατζή, σ’ ένα στενάκι της πόλης, μην μπορώντας να φύγει με ταχύτητα.
«Παλιατζής!» έλεγε ο άλλος από μπροστά. «Φώναξε τον παλιατζή να σου καθαρίσει την αυλή! Υπόγεια, ταράτσες, αποθήκες, αυλές!».
Το στενάκι ατέλειωτο. Το κοντέρ στα είκοσι. Ο παλιατζής τα ίδια τα δικά του.
«Φώναξε τον παλιατζή να σου καθαρίσει την αυλή! Υπόγεια, ταράτσες, αποθήκες, αυλές!».
Σηκώνει το χειρόφρενο, κατεβαίνει κάτω, πηγαίνει με ορμή στο τζάμι του παλιατζή.
«Πάρε εμένα, ρε!» του λέει. «Βάλε με από πίσω και
πάρε με! Καθάρισε μου υπόγεια, ταράτσες, αποθήκες, αυλές! Τα μέσα μου,
ρε! Έχω αμαρτίες, ρε! Με φορτώνεις, ρε, από πίσω;».
Τον κοιτούσε ο παλιατζής. Τι να του πει;
«Εγώ σίδερα παίρνω, κύριε. Για την ψυχή θέλει παπά».
Πάγωσε ο άνθρωπος μπροστά στον παλιατζή.
Φτερούγισε, όμως, παγωμένος. Δεν το είχε σκεφτεί. «Σωστά» είπε μετά. «Σ’
ευχαριστώ πολύ» .
Σε δέκα λεπτά, είχε βρει έναν παπά της ενορίας του. Ξομολογήθηκε, ξαλάφρωσε.
Τι ωραία που ήταν μετά…
Πηγή:
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου