«Ο
άγιος Ανδρέας ήταν από την πόλη της Βηθσαϊδά, υιός κάποιου Εβραίου Ιωνά
και αδελφός του Πέτρου του αποστόλου και κορυφαίου των μαθητών του
Χριστού. Αυτός προηγουμένως μαθήτευσε στον Πρόδρομο και Βαπτιστή Ιωάννη,
κι έπειτα, όταν άκουσε από τον διδάσκαλό του, που δακτυλοδεικτούσε τον
Ιησού, το, Ίδε ο αμνός του Θεού, τον άφησε και ακολούθησε τον Χριστό.
Είπε και στον Πέτρο το, Ευρήκαμεν Ιησούν τον από Ναζαρέτ, και
αποσπάστηκε στην αγάπη του Χριστού. Και πολλά άλλα είναι γραμμένα γι’
αυτόν στη θεόπνευστη Γραφή. Αυτός λοιπόν με τον τρόπο αυτό ακολούθησε
τον Χριστό. Μετά την Ανάληψη Εκείνου, για τον κάθε απόστολο κληρώθηκε
και διαφορετική χώρα. Στον πρωτόκλητο έτυχε η χώρα των Βιθυνών και ο
Εύξεινος Πόντος, τα μέρη της Προποντίδας, μαζί με τη Χαλκηδόνα και το
Βυζάντιο και τη Θράκη και τη Μακεδονία, που έφθαναν μέχρι τον Ίστρο
ποταμό, η Θεσσαλία και η Ελλάδα και τα μέρη της Αχαΐας. Αλλά και η
Αμινσός, η Τραπεζούντα, η Ηράκλεια και η Άμαστρις. Αυτές τις χώρες δεν
τις πέρασε, σαν λόγια που χάνονται, αλλά σε κάθε πόλη υπέστη πολλές
δυσκολίες, συνάντησε πολλές δυσχέρειες, μολονότι με τη βοήθεια του
Χριστού τις ξεπερνούσε όλες. Θα θυμηθούμε το τι πέρασε σε μία πόλη,
αφήνοντας τις άλλες στους γνώστες του έργου του.
Όταν ο
Ανδρέας έφτασε στη Σινώπη και κήρυξε εκεί τον λόγο του ευαγγελίου,
υπέστη πολλές θλίψεις. Δηλαδή τον έριξαν στη γη και τον τραβούσαν από τα
χέρια και τα πόδια, τον κατασπάρασσαν με τα δόντια και τον κτυπούσαν με
ξύλα, τον λιθοβολούσαν και τον τράβηξαν μακριά από την πόλη, αφού του
έκοψαν το δάκτυλο με τα δόντια. Αλλά αυτός φάνηκε και πάλι άρτιος και
υγιής από τις πληγές του, με επέμβαση του Σωτήρα και Διδασκάλου του. Από
εκεί σηκώθηκε και επισκέφτηκε πολλές πόλεις και χώρες, όπως τη
Νεοκαισάρεια, τα Σαμόσατα, τους Αλανούς, τους Αβασγούς, τους Ζήκχους,
του Βοσποριανούς και τους Χερσωνίτας. Έπειτα διέπλευσε στο Βυζάντιο,
χειροτόνησε τον Στάχυ επίσκοπο, πέρασε από τις υπόλοιπες χώρες, και
έφτασε προς την ένδοξη Πελοπόννησο. Εκεί φιλοξενήθηκε από τον Σωσίο, τον
οποίο, επειδή ήταν βαριά άρρωστος, τον θεράπευσε. Και αμέσως όλη η πόλη
εκείνη των Πατρών προσήλθε στον Χριστό. Τότε ήταν που και η γυναίκα του
ανθυπάτου Μαξιμίλλα λύθηκε από τα χαλεπά δεσμά της αρρώστιας της και
έγινε γρήγορα καλά, οπότε πίστεψε και αυτή. Και ο σοφότατος Στρατοκλής,
ο αδελφός του ανθυπάτου Αιγέατου, και άλλοι πολλοί που ταλαιπωρούνταν
από ποικίλα νοσήματα, βρήκαν την υγεία τους με το ακούμπισμα των χεριών
του αποστόλου. Για όλα αυτά, περιέπεσε σε μανία ο Αιγεάτης και
προσήλωσε σε σταυρό τον απόστολο, οπότε και ο απόστολος έφυγε από τη ζωή
αυτή. Ο ίδιος δε, έπεσε στη γη από ψηλό γκρεμό και συνετρίβη. Το
λείψανο του αποστόλου, μετά από πολύ χρόνο, μετατέθηκε στη
Κωνσταντινούπολη, επί της βασιλείας του Κωνσταντίνου του Μεγάλου, με
δική του διαταγή, από τον άγιο Αρτέμιο τον μάρτυρα. Και κατατέθηκε μαζί
με τον άγιο Λουκά και τον άγιο Τιμόθεο στο περίβλεπτο τέμενος των Αγίων
Αποστόλων».
Ο άγιος
Ανδρέας ο πρωτόκλητος, ο πρώτος δηλαδή που κλήθηκε από τον Χριστό να
γίνει μαθητής Του, δεν κλήθηκε απροϋπόθετα και ως έτυχε. Υπήρξε από
εκείνους που είχαν αναζητήσεις σχετικά με τον Μεσσία, που ο πόθος τους
για τον Θεό ήταν έντονος. Κι αυτό φάνηκε κ α ι από το γεγονός ότι ανήκε
στην ομάδα των μαθητών του Ιωάννου του Προδρόμου, ο οποίος προετοίμαζε
τους ανθρώπους ακριβώς προς υποδοχή του Μεσσία, κ α ι από το γεγονός
ότι μετά την κλήση του ένιωσε την ανάγκη να καλέσει τον αδελφό του
Πέτρο, με τη διαπίστωση ότι «ευρήκαμεν τον Μεσσίαν». Ο υμνογράφος του, ο άγιος Ιωάννης ο Δαμασκηνός, επισημαίνει και τα δύο αυτά γεγονότα. «Ο
τω Προδρόμου φωτί μεμορφωμένος, ότε το απαύγασμα το ενυπόστατον της
πατρικής δόξης έφανεν…τότε πρώτος ένδοξε, τούτω προσέδραμες». (Συ
που μορφώθηκες από το φως του Προδρόμου, όταν ο Χριστός, το ενυπόστατο
απαύγασμα της δόξας του Θεού Πατέρα φάνηκε…τότε πρώτος, ένδοξε, έτρεξες
σ’ αυτόν). Και: «Τον ποθούμενον Θεόν εν σαρκί κατιδών επί γης
βαδίζοντα, θεόπτα Πρωτόκλητε, τω μεν ομαίμονι εβόας αγαλλόμενος∙
Ευρήκαμεν ω Σίμων τον ποθούμενον». (Όταν είδες τον Θεό που ποθούσες
να βαδίζει ως άνθρωπος στη γη, θεόπτη πρωτόκλητε, φώναζες με χαρά στον
αδελφό σου: Βρήκαμε, Σίμων, τον ποθούμενο».
Ο συναξαριστής του αυτήν την αναζήτηση, η
οποία
αποτέλεσε προφανώς και την προϋπόθεση για να γίνει άμεσος συνεργάτης του
απολυτρωτικού στον κόσμο έργου του Κυρίου, την καταγράφει ως εξής: «Ένας
από τους μαθητές του Ιωάννη Προδρόμου ήταν και ο Ανδρέας, άνδρας κατά
τα άλλα σεμνός και αξιοσέβαστος, που έψαχνε την αλήθεια πίσω από το
γράμμα του νόμου με βαθύ φρόνημα, και που αναζητούσε στον λόγο, σαν πίσω
από παραπέτασμα, τις κρυμμένες προφητείες για τον Χριστό, ακολουθώντας
μέσω αυτών αυτό που δηλωνόταν». Τα παραπάνω σημαίνουν ότι η αφελής
πεποίθηση πολλών ότι οι μαθητές του Κυρίου ήταν απλοϊκοί άνθρωποι, διότι
ήταν ψαράδες, δεν ισχύει. Ψαράδες ήταν, απλοί άνθρωποι μπορεί, όχι όμως
απλοϊκοί, με την έννοια του απροβλημάτιστου και επιφανειακού ανθρώπου.
Καθώς τα πράγματα φανερώνουν, η ύπαρξή τους φλεγόταν από το ερώτημα περί
της αληθείας, περί του Θεού και των ενεργειών Του, περί των δηλουμένων
από τους προφήτες της Παλαιάς Διαθήκης. Κι είναι φυσικό: ο Κύριος δεν θα
μπορούσε να έχει ως αμέσους συνεργάτες Του ανθρώπους χωρίς πάθος για
την αλήθεια. Ο ίδιος άλλωστε το είχε επισημάνει: Θα με ακολουθήσουν και
θα με ακούσουν όσοι αγαπούν την αλήθεια. «Πας ο ων εκ της αληθείας ακούει μου της φωνής».
Ένας τέτοιος λοιπόν άνθρωπος, σοβαρός και σεβαστός, με βαθειά αναζήτηση
ήταν και ο απόστολος Ανδρέας. Οι ύμνοι της Εκκλησίας μας διαπιστώνουν
και αυτοί την παραπάνω πραγματικότητα: «Εζήτησας Χριστόν την όντως ζωήν, και ζητήσας πρώτος εύρες» (Ζήτησες τον Χριστό, που είναι η πραγματική ζωή, και επειδή την ζήτησες, πρώτος και την βρήκες).
Η
βαθύτητα της αναζήτησης του Ανδρέα περί τα τίμια και αληθή της ζωής
κάνει τον άγιο υμνογράφο να επικεντρώσει την προσοχή του και στο
ιεραποστολικό πια έργο του αποστόλου. Όπως δηλαδή ο ίδιος στρεφόταν
πάντα στο βάθος των πραγμάτων, εκεί που «η αλήθεια κρύπτεσθαι φιλεί»,
εκεί που αγαπά να κρύβεται η αλήθεια, κατά τον Έλληνα φιλόσοφο, έτσι
και η δράση του ως αποστόλου λειτουργούσε στο βάθος της καρδιάς των
ανθρώπων. Αυτό ήταν το ζητούμενο από τον άγιο Ανδρέα: πώς ο λόγος του θα
κρούσει τις βαθειές χορδές της καρδιάς του ανθρώπου, πώς ο λόγος του
σαν αγκίστρι θεϊκό θα σαγηνεύσει τον αληθινό άνθρωπο. «Ο τη τέχνη
αλιεύς και τη πίστει μαθητής, ως βυθόν διερευνών τας καρδίας των πιστών,
το άγκιστρον χαλά του λόγου, και σαγηνεύει ημάς». (Ο αλιέας κατά
την τέχνη και μαθητής κατά την πίστη, διερευνώντας τις καρδιές των
πιστών σαν να είναι βυθός, ρίχνει το αγκίστρι του λόγου και μας
σαγηνεύει).
Κι αυτό
βεβαίως επιτυγχανόταν με τη δύναμη του αγίου Πνεύματος που είχε λάβει
κατά την Πεντηκοστή ο άγιος Ανδρέας, με τη φλόγα που προσέλαβε και έγινε
θεόληπτος. «Του Πνεύματος την φλόγα τη γλώσση προσλαβών, γέγονας, Απόστολε, θεόληπτος ανήρ, των ουρανίων τα κάλλη περιπολεύων».
Ο σεμνός και αξιοσέβαστος από τη φύση του χαρακτήρας του αγίου,
ενισχυόμενος από τη φλόγα της Πεντηκοστής τον έκανε, κατά τον υμνογράφο,
σαν τεντωμένο βέλος, που τραυμάτιζε τους δαίμονες και θεράπευε τους
τραυματισμένους από την απιστία ανθρώπους. «Εντείνας σε δυνατόν,
ώσπερ βέλος, μακάριε, επαφήκεν εις τον σύμπαντα κόσμον ο Κύριος,
τραυματίζων δαίμονας και δυσσεβεία τους ανθρώπους τραυματισθέντας
ιώμενος».
Ο «αδίστακτος πόθος του να ακολουθεί θερμά τον Χριστό»
έκανε τον άγιο Ανδρέα, σημειώνει ο άγιος Ιωάννης ο υμνογράφος του, να
προσθέτει πόθο πάνω στον πόθο αυτό, τόσο ώστε να μιμηθεί τον Κύριό Του
και στον τρόπο του διά Σταυρού θανάτου Του. Με σταυρικό θάνατο
τελειώθηκε και ο απόστολος, διαβαίνοντας πια κοντά σ’ Εκείνον τον οποίο
πράγματι επόθησε σαν αληθινός μαθητής και σοφός μιμητής Του. «Πόθω
πόθον προσθείς, διά σταυρού διαβαίνεις προς ον επόθησας, ως αληθής
μαθητής και σοφός μιμητής γενόμενος του διά Σταυρού αυτού πάθους». Μακάρι «η φωτιά της αγάπης του Χριστού που περιέφερε στην καρδιά του»
ο άγιος Ανδρέας, να ανάψει λίγο και στη δική μας καρδιά. Θα είναι η
απόδειξη ότι πράγματι ο ερχομός του Χριστού που ευαγγελίστηκαν οι
απόστολοι, σαν τον άγιο Ανδρέα, βρήκε την εκπλήρωσή του και σε εμάς.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου