“Περισσοτέρως ζηλωτὴς ὑπάρχων τῶν πατρικῶν μου παραδόσεων” (Γαλ. 1, 14)
“Γιατὶ εἶχα μεγαλύτερο ζῆλο γιὰ τὶς προγονικές μου παραδόσεις”
Μία από τις ασθένειες της εποχής μας είναι και ο εθνικισμός. Όχι ο πατριωτισμός, ο οποίος είναι μία ζώσα και ωραία έκφραση του “ανήκειν” του ανθρώπου σε σχήματα ιστορικά, που εμπεριέχουν παράδοση, θρησκευτικότητα, ιστορία, γλώσσα, έθιμα, κοινότητες και προοπτικές για το μέλλον που χρειάζονται ατομική πρόοδο, ενταγμένη σε συλλογική δράση, “το εγώ στο εμείς”. Ο εθνικισμός είναι μία ασθένεια που οδηγεί σε διακρίσεις, σε ένα αίσθημα υπεροχής έναντι των άλλων που δεν είναι όπως εγώ ή εμείς, αλλά κατώτεροι.
Η διαφορετικότητα δεν σημαίνει επίγνωση της ταυτότητάς μας, αλλά ανάγκη να επικρατήσω εις βάρος των άλλων. Η διαφορετικότητα δεν σημαίνει αφετηρία για να δείξω την χαρά μου που έχω στοιχεία που με καθιστούν ξεχωριστό, αλλά μου χρειάζεται να δείξω ότι μόνο εγώ ξεχωρίζω και, κυρίως, ότι έχω εχθρούς, που είναι κατώτεροι από μένα και με κάποιον τρόπο αυτό πρέπει να το καταλάβουν.
Ο εθνικισμός δεν είναι φαινόμενο των καιρών μας, αλλά υπάρχει ως αίσθημα ασφάλειας αρχικά και κατόπιν ως πειρασμός επικράτησης στον άνθρωπο από την αρχή της κοινής ιστορίας. Είναι η μία από τις δύο ρίζες του πολέμου. Η άλλη είναι το συμφέρον και η απληστία. Και δεν είναι ευκολοδιάκριτα τα όρια μεταξύ αυτού και του πατριωτισμού.
Ο εθνικισμός καθιστά τον άνθρωπο περήφανο για κάθε τι που συνδέεται με την καταγωγή του και, συνήθως, τον οδηγεί να εντοπίζει στους άλλους την ευθύνη για ό,τι κακό έχει συμβεί. Οι άλλοι είναι που δεν καταλαβαίνουν το μεγαλείο μας και επιχειρούν να μας βλάψουν, επειδή μας φθονούν.
Έτσι ο άνθρωπος βρίσκεται σε μία συνεχή εγρήγορση, αναζητώντας έργα των εχθρών του, που προφανώς και υπάρχουν. Είναι άλλο όμως να αμύνεσαι “περί πάτρης, οιωνός άριστος”, και άλλο να περιφρονείς και να υποτιμάς όλους τους άλλους,, επειδή δεν είναι σαν εσένα.
Σε μία εξαιρετική αυτοαναφορά του ο απόστολος Παύλος επισημαίνει ότι πριν γνωρίσει τον Χριστό είχε ως δεδομένο τον ζήλο, την υπεράσπιση των πατρικών του παραδόσεων. Αυτό σήμαινε ότι επειδή αγαπούσε την ιουδαϊκή παράδοση, θρησκευτικότητα, ιστορία, ταυτότητα, δεν μπορούσε να διαλεχθεί με την νέα πίστη, αυτή του Χριστού, η οποία δεν ξεκίνησε από την κατάργηση του ανθρώπου ως προσώπου με ιστορία και εθνική και πολιτισμική ταυτότητα, αλλά από την υπέρβαση όλων αυτών στην προοπτική της σχέσης με τον Χριστό. Αυτή η σχέση κάνει τα σχήματα του κόσμου τούτου χρήσιμα για την ιστορία και την ταυτότητα του ανθρώπου, όχι όμως αρκετά.
Η αγάπη δεν αρνείται τα όρια που οι άνθρωποι έχουμε σ’ αυτήν την ζωή, την καταγωγή μας, τον πατριωτισμό μας, την ιστορία μας. Μας βάζει όμως μπροστά σε μια νέα προοπτική, αυτή της βασιλείας των ουρανών, δηλαδή της υπέρβασης του παρόντος κόσμου, του αγκαλιάσματος όλων των ανθρώπων, μας δείχνει δηλαδή έναν στόχο αιωνιότητας μέσα από την κοινωνία με τον Χριστό. Σ’ αυτή την προοπτική δεν λέμε όχι στα εγκόσμια, γνωρίζουμε όμως ότι δεν είναι αρκετά.
Η Εκκλησία αντιμετώπισε εξαρχής τον εθνικισμό διά της αγάπης. Η εκλογή των επτά διακόνων (Πράξ. 6, 1-6) ήρθε ως αποτέλεσμα της εθνικιστικής ρήξης μεταξύ εβραιοφώνων και ελληνοφώνων, που οδηγούσε στην αδικία και στις διακρίσεις. Ο Παύλος ήταν ζηλωτής. Σε αντίθεση με αρκετούς “εθνικιστές” των καιρών μας, αγαπούσε έμπρακτα και με αφοσίωση τα πατρογονικά του, που σημαίνει ότι δεν ήταν κήρυκας αλλά έμπυρος και έμπειρος της πίστης του.
Όμως η συνάντησή του με τον Χριστό τού έδειξε ότι αυτός ο ζήλος του τον οδηγούσε στο να κάνει κακό σε όσους πίστευαν κάτι άλλο και ότι δεν έφτανε για την προοπτική της υπέρβασης του χρόνου. Είχε αγάπη και η αγάπη τον οδήγησε στην υπέρβαση της κλειστότητας και των ορίων του έθνους του.
Ουδείς αρνείται τον πατριωτισμό και η Εκκλησία το έχει αποδείξει στους αιώνες. Ο εθνικισμός όμως που γίνεται επιθετικότητα, επεκτατικότητα, πόλεμος, βία, θάνατος, κάποτε δυστυχώς στο όνομα του Χριστού, αποτελεί άρνηση στην πράξη του ευαγγελικού μηνύματος. Ο χριστιανός αγαπά. Ο πόλεμός του είναι εναντίον των παθών και κάθε μορφής διχασμού.
Υπερασπίζεται τα όρια του “ανήκειν” στον κόσμο αυτό εάν προκληθεί, δεν παύει όμως να εργάζεται και να νοσταλγεί την βασιλεία του Θεού ως συνάντηση και κοινότητα όλων των ανθρώπων. Μπορεί τα όρια να μοιάζουν δυσδιάκριτα. Γι’ αυτό όμως υπάρχουμε. Για τα δύσκολα.
Ο Παύλος βρήκε στην πορεία αυτή πολλά εμπόδια. Τον βοήθησε ένας άλλος μαθητής και κατά σάρκα συγγενής του Χριστού, ο άγιος Ιάκωβος ο αδελφόθεος, ο οποίος προήδρευσε στην Αποστολική Σύνοδο των Ιεροσολύμων. Αυτή η οποία κατήργησε τα ιουδαϊκά έθιμα που γίνονταν τροχοπέδη στην εξάπλωση του χριστιανισμού, διότι καθιστούσαν την πίστη ουραγό του εθνικισμού. Ας διακρίνουμε τα όρια και ας μένουμε στο υγιές.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου