Ήταν
η ώρα εννάτη το πρωί. Ήμασταν στο πόδι από την νύχτα. Εναλλάσσονταν
όσες μπορούσαν να σκάψουν. Εμείς ψέλναμε. Μέσα στο παγωμένο τοπίο, που
θύμιζε τη Γεωργία, από όπου ήλθε ο Άγιος, είπαμε την ευχή, χαιρετισμούς
της Παναγίας… Hσυχία!
Ν’ ακούγονται τα φτυάρια και ο κασμάς και το
μουρμουρητό της ευχής και της Κυρίας Θεοτόκου η παράκληση και τo όνομα.
Μουντός ό καιρός, σύννεφα, παγωνιά, μα η όλη περιρρέουσα ατμόσφαιρα
αναστάσιμη. Μύριζε μέσα στους πάγους άνοιξη, είχανε καθαρίσει οι
λογισμοί, είχε ελαφρύνει ο «μέσα άνθρωπος», είχαν κρυφτεί τα πάθη.
Γύρω
στις 12 φθάσαμε στην κάρα. Ούτε πού το πιστεύαμε! Έσκυψε με φόβο και
ευλάβεια ο διάκος και σιγά-σιγά την ελευθέρωσε. Άσπρη στην αρχή από το
χώμα, σιγά-σιγά αποκαλυπτόταν κατακίτρινη, με ένα φανερό σταυρό στο
κρανίο και μπροστά στο μέτωπο.
«Το κάθε του κύτταρο σταυρωμένο για τον
Χριστό», είπε αργότερα ο Γέρων Εφραίμ της Σκήτης του Αγίου Ανδρέα, στο
Σεράι.
Δεν
πιστεύαμε αυτό που βλέπαμε να γίνεται, μέχρις ότου αντιληφθήκαμε να μας
κυκλώνει όλες το χιόνι. Απαλά-απαλά, εν είδει σημείου κατέβαιναν
νιφάδες. Κράτησε όσο να βγάλουμε όλα σχεδόν τα άγια λείψανα.
Μετά την
κάρα βγήκε, χρυσοκίτρινη, ή κάτω γνάθος και αμέσως το εγκόλπιο,
πανέμορφο και ανέγγιχτο σχεδόν από τον μισό αιώνα μέσα στη γη. Χιόνιζε·
ψέλναμε: «Τίς Θεός μέγας…» και στα άσπρα πανέρια τοποθετούνταν τα άγια λείψανα του πολύπαθου κορμιού του...
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου