Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΕΓΙΝΕ (πλάστηκε, δημιουργήθηκε), γιά νά χαίρεται καί νά χαροποιεῖ, στήν προοπτική τῆς ἄφθαρτης χαρᾶς τῆς θεουργίας.
Κι ὅμως γιά αἰῶνες γεννώμενος (καί μή ἀναγεννώμενος ἐπ᾽ ἐλπίδι ζωῆς) θλίβεται καί ἀποθλίβεται, καταθλίβει καί συνθλίβεται, παλεύει καί ταλαιπωρεῖται. “Ταλαίπωρος ἐγώ ἄνθρωπος! Τίς με ρύσεται; ” Αὐτή εἶναι ἡ ρεαλιστική ἀποτίμηση τῆς ἱστορικῆς μας προόδου (πορείας), μέχρι καί τώρα καί αὔριο (γιά τό… μεθαύριο ὁ Θεός ξέρει πότε θά ρθεῖ).
Λίγο πιό δίπλα μας ἡ Θεσσαλία περιθάλπει πνιγμένες βεβαιότητες, καί πιό πέρα ἡ Λιβύη ἐξορκίζει καταποντίσματα. Μετά τίς (τυχαῖες ἤ ἐγκληματικές) πυρκαγιές τῆς οἰκολογικῆς ἐπιδείνωσης, ἦρθε τό θαλάσσωμα τῆς ξηρᾶς, σάν ὁριακή ξαφνική ἀποταγή τῶν στοιχειωδέστερων ἐφήμερων ἐλπίδων.
Καί δέ γνωρίζουμε τί ἄλλο μᾶς μέλλεται, καθώς ἡ ἀλαζονεία τῆς γνώμης, τοῦ ἤθους, τῆς πρακτικῆς μᾶς παρωθεῖ σέ ἀνατροπές κάθε φυσιολογικότητας.
Ἐμεῖς οἱ ἴδιοι γίναμε… οἰκολογική κρίση, ἀνατροπεῖς τῶν φυσικῶν δεδομένων. Ἀντί νά οἰκονομοῦμε τά πράγματα, πασχίζουμε νά καταστρέψουμε στίς συνειδήσεις μας καί στή φυση καί στόν κόσμο ὅλο ἀκόμη καί τά παραμικρά ἴχνη τοῦ παραδείσου.
Πῶς λοιπόν νά εἰσπράξουμε χαρά, ὅταν γινόμαστε πολλαπλασιαστές φθορᾶς;
Συνήθως ὁ ἄνθρωπος ὑποκρίνεται πώς χαίρεται, ὅσο ἀπολαμβάνει τήν παραγωγή τῶν παθῶν, τή διαγωγή τῆς ἀστοχίας, τόν ἐξωραϊσμό τῆς ἀπώλειας, τήν κατάφαση τῆς ἀποφορᾶς, τήν ἄγνοια τοῦ Θεοῦ, τήν ἀλαζονεία τῆς ἐξουσίας ἤ τῆς ἐξιδιασμένης γνώσης, τή νομιμοποίηση ἤ καί τήν ἀπώθηση τῆς ἐνοχικῆς παραφορᾶς του, τόν πολιτισμό γενικά τῆς ἐξωστρέφειας καί τῆς καταφρόνησης τῆς θεόκτιστης ταυτότητάς του.
Ναί· χαίρεται μέ τήν ταλαίπωρη παράταση τῆς διάρκειάς ὅλων αὐτῶν τῶν φθοροποιῶν συμπτωμάτων καί τῆς διαφθειρόμενης βιοτικῆς του διάρκειας.
***
ΕΘΙΖΕΤΑΙ ΝΑ ΛΥΠΑΤΑΙ ―σύμφωνα μέ τήν παγιωμένη κοινωνική ἠθική― μέ τά στερητικά σύνδρομα τῶν τρόπων του καί τῶν ἐκτρόπων του. Κάθε πάθος εἶναι μιά παθιασμένη λαχτάρα (ἰδιοτέλεια), κι ἡ ἀναπόφευκτη ὑστερημένη ἱκανοποίηση γίνεται πολλαπλασιαστής ταλαιπωρίας. Ὅταν σήμερα νομιμοποιοῦμε ἀτομισμούς σέ ὅλη τήν κλίμακα, ἀπο τούς πιό ἀθώους μέχρι τούς πιό παραμορφωτικούς, διαλαλοῦμε τήν ψυχοσωματική μας παθολογία τοῦ σημερινοῦ κόσμου. Κι αὐτή κρύβεται πίσω ἀπό τά βάσανα τοῦ κόσμου μας, ὅπως τό γράφει ἁπλά ὁ ἅγιος Ἰάκωβος ὁ ἀδελφόθεος.
Πάντως ―ἀκόμη καί τίς λύπες και τούς πόνους και τά παθιασμένα στερητικά σύνδρομα― ἀνά τούς αἰῶνες ὁ ἄνθρωπος, χωρίς νά τό συνειδητοποιεῖ, κατά βάθος ἀναζητεῖ κάποιον Κωνσταντίνο καί κάποιαν Ἑλένη, νά ἐπιδοτήσουν καί νά διακονήσουν τήν παραχωρημένη καί παραχωμένη ὑπαρκτική του ἀληθινότητα καί νά ἀνεύρουν τή βαθύτερη ἀνθρωπινή τιμιότητα, αὐτό γιά τό ὁποῖο μᾶς ἔπλασε ὅλους ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ.
Αὐτό γιά τό ὁποῖο μᾶς ἀνακάλεσε σέ σωτηρία ὁ Υἱός τοῦ Θεοῦ. Τό “κατ᾽ εἰκόνα καί καθ᾽ ὁμοίωσιν”.
Αὐτοῦ τοῦ “κατ᾽ εἰκόνα καί καθ᾽ ὁμοίωσιν” ἐξασφάλιση καί ἐξεικόνισμα εἶναι ὁ Σταυρός τοῦ Χριστοῦ μας, ὁ ἐξυμνούμενος καί προσκυνούμενος ἑορτολογικά αὐτές τίς μέρες, ἡ ἐξυμνούμενη καί προσκυνούμενη Μεγάλη Παρασκευή (σαράντα μέρες μετά τή Μεταμόρφωση, ὅπως τότε πού πρωτοσυνέβησαν γιά μᾶς ἀπό τόν “δι᾽ ἡμᾶς” Υἱό τοῦ ἀνθρώπου, τόν ἐνανθρωπισμένο Υἱό τοῦ Θεοῦ).
***
“ΟΣΟΙ ΕΙΣ ΧΡΙΣΤΟΝ ΕΒΑΠΤΙΣΘΗΜΕΝ” τό ζοῦμε σέ πολλές συγκυρίες τοῦ βίου μας (περισσότερο ταλαιπωρημένου καί ἐλάχιστα χαρούμενου).
Καί γιατί εἶναι ταλαίπωρος ὁ βίος μας, ἀφοῦ εἶναι δῶρο τοῦ Θεοῦ;
Πῶς γίνεται τά δῶρα τοῦ Θεοῦ νά ὑστεροῦν σέ χαρά καί πλεονάζοντα σέ λύπες;
Δέν μᾶς παίρνει νά ἀναλύσουμε θεολογικά τό μυστήριο τοῦ πόνου, τῆς ἀρρώστιας, τοῦ θανάτου, τῆς φθορᾶς, πού πέρασαν στήν κτιστότητά μας μέ τήν ἐκπτωτική μας πτώση. Πάντως, ἀκόμη καί σ᾽ αὐτήν τήν πτωτική κατάσταση, ὁ Θεός τά μεταποιεῖ σέ “ἐργαλεῖα θεραπείας”.
Ὅποιος καρπώνεται τά δῶρα τοῦ Θεοῦ, χαίρεται.
Ἔ, λοιπόν! «Νῦν χαίρω ἐν τοῖς παθήμασί μου” λένε ὅλοι οἱ ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ, ἀκόμη καί οἱ πιό καθημερινοί καί ἁπλούστεροι στά βάσανά τους. Ἐπικαιροποιοῦν ἐκεῖνο τό ἀναστάσιμο «ἰδού γάρ ἦλθε διά τοῦ σταυροῦ χαρά ἐν ὅλῳ τῷ κόσμῳ», ἀκόμη καί στίς θλιβερές ἤ ἐπίπονες συγκυρίες τοῦ βίου τους (ὥστε νά μετάσχουν διά τῆς ταπεινῆς ὑπομονῆς στό μυστήριο τῆς ἄκρας συγκατάβασης τοῦ Θεοῦ).
Δέν σωζόμεθα μέ τίς δικές μας ταλαιπωρίες, ἀλλά ὡριμάζουμε στήν ὑπομονή δοξολογικά, κι αὐτός ὁ τρόπος μᾶς φέρνει σέ μιά κατάσταση ταύτισης καί ἕνωσης μέ τόν ὑπέρ ἡμῶν Σωτήρα τῆς ἄκρας ὑπακοῆς.
Γι᾽ αὐτό καί οἱ ἄνθρωποι τοῦ Θεοῦ ―εἴτε μέ αἰσθητές παρηγορίες εἴτε μέ ἀδιόρατες παρακλήσεις τῆς Χάριτος― χαίρονται ἑκούσια, ἀκόμη καί μέ τίς ἀκούσιες σταυρώσιμες μέρες τους, μέ τίς ἀκούσιες σταυρώσιμες ταλαιπωρίες τους, μέ τίς ἀκούσιες σταυρώσιμες ταπεινώσεις τους. Διότι τό θέλουν καί ἀποδέχονται ―ἔστω καί ἀκούσια― ἀκόμη καί τέτοιες διαδικασίες ὑπομονῆς νά παραμένουν ἐνταγμένοι καί ἑνωμένοι στήν Ἔσχατη Ταπείνωση τοῦ Κυρίου μας.
***
ΜΕ ΤΗΝ ΤΕΛΕΙΑ ΕΝΑΝΘΡΩΠΗΣΗ τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ, ἡ θεϊκή Του χάρη προσφέρεται διαρκῶς στά μέλη τῆς Ἐκκλησίας. Ὅσοι θέλουν νά πιστοποιοῦνται ἐκκλησιαστικά, διά τῆς μετανοίας ἀκολουθοῦν τό ἐσφαγμένο Ἀρνίο ὅπου πηγαίνει [σέ κάθε ἱστορική ταπείνωση τοῦ ἐκκλησιαστικοῦ Του σώματος], ζώντας καί τήν ἀνάσταση τοῦ Κυρίου.
Ἡ εὐωδία τῶν ἱερῶν λειψάνων μᾶς παραπέμπει σ᾽ αὐτή τή μετοχή τῆς ἀναστάσεως. Τά θαυμάσια καί οἱ θαυματουργικές εὐεργεσίες εἶναι μετοχή τῆς ἀναστάσεως.
Ἡ ἀνακαίνιση τῆς μετάνοιας εἶναι μετοχή ἀναστάσεως. Ἡ θέα τῆς ἀφθαρσίας τῶν ἱερῶν λειψάνων ἤ τῆς μυροβλυσίας ἱερῶν εἰκόνων εἶναι ἀφετηρία τῆς κοινῆς-μεγάλης ἀναστάσεως, πού αἰτιογεννᾶται ἀπό τή σταύρωση καί τήν ἀνάσταση τοῦ Κυρίου. Ἡ μυστική ἁπλή εὐλαβική μας πίστη ―ἄν θέλετε καί ἡ θεολογική πίστη ὡς χάρισμα καί ἄθλημα― καί κάθε κλήση ἐκκλησιαστικῆς διακονίας μᾶς παραπέμπει σ᾽ αὐτήν τή μετοχή τῆς ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου μας.
Σημεῖο μέγα καί φοβερόν ὄντως συνέχον καί ἐκπλῆττον
Αὐτό ζοῦμε συνεχῶς μέσα στήν Ἐκκλησία, εἴτε τό νιώθουμε αἰσθητά εἴτε ὄχι. Μέ τά ἅγια Μυστήρια τῆς θείας ἑνώσεως-κοινωνίας. Μέ ὅσα προανέφερα καί μέ ὅλη τή θεία λατρεία. Μέ ὅλη τήν ἐκκλησιαστική ζωή. Διότι ἐκκλησιαστική ζωή σημαίνει ζωή τῆς Ἐκκλησίας τῆς ἑνωμένης ἀδιάσπαστα μέ τόν ἐνανθρωπισμένο Θεό.
Καί ὅ,τι ἁγίασε καί ὅ,τι ἁγιάζει ὁ Κύριος [μετοχή στή θεία χάρη/δόξα], ἔγινε καί γίνεται γιά μᾶς “ὑλικό τῆς σωτηρίας μας”, μεθεκτικό καί παρεκτικό τῆς σωτηριώδους δικῆς Του χάρης.
Ἕνα τέτοιο μέρος ὕλης (πού ἔγινε καί παραμένει ὑλικό σωτηρίας) εἶναι καί τά ὑλικά τῆς θείας σταυρώσεως τοῦ Χριστοῦ γιά τή σωτηρία μας (γιά τήν ἕνωσή μας μέ τόν Τριαδικό Θεό χάρη στό Χριστό καί διά τοῦ Χριστοῦ καί ἐν Χριστῷ). Ὁμιλῶ γιά τό Τίμιο Ξύλο (τό ξύλο τῆς σταυρώσεως) καί τούς Τιμίους Ἥλους (τά καρφιά τῆς σταυρώσεως).
Ἐπί αἰῶνες καί αἰῶνες, ἔχουν μοιραστεῖ, ἔχουν τεμαχιστεῖ, εὑρίσκονται σέ μοναστήρια καί προσκυνήματα, ὁπότε γίνεται λόγος στά λειτουργικά κείμενα (Μηναῖα) και στά συναξαριακά κείμενα γιά “τίμια ξύλα”.
Ἐλάχιστα τεμάχια Τιμίου Ξύλου καί Τιμίου Ἥλου (ἐλεήθηκε νά) κατέχει ὡς μεγίστη εὐλογία καί ἡ ταπεινότητά μου. Βεβαίως ―τό ἔχω ξαναπεῖ― τό ἅπαν τοῦ θείου ἐλέους εἶναι ἡ χριστιανική μου ταυτότητα, ἡ ἀρχιερατική μου ἰδιότητα, ἡ συμμετοχή μου στό κοινό καί μοναδικό μυστήριο τοῦ σώματος τῆς Ἐκκλησίας, ἡ διακονία μου καί ἡ σωτηρία μου μέσα σ᾽ αὐτήν τή θεανθρώπινη ἑνότητα. Καί τό πιό κορυφαῖο καί σωτηριῶδες ἀπό τά δωρήματα, ἡ τελειότητα τῶν δωρημάτων, εἶναι ἡ θεία Λειτουργία.
Ὅπως λένε οἱ Ἅγιοι, πιό πέρα νά φθάσει κανείς δέν γίνεται. Ἡ θεία Λειτουργία εἶναι τό “ἅπαν”, ἡ σωτηρία καί ἡ χάρη καί ἡ ζωή καί ἡ αἰωνιότητα καί ἡ βασιλεία τοῦ Θεοῦ, “τό συνεῖναι Χριστῷ” σέ ἀτέλειωτη τελειότητα. Μέσα σ᾽ αὐτό τό παμμέγα μυστήριο τῆς ἐκκλησιαστικῆς πραγματικότητος, ἐντάσσεται κάθε ἄλλη εὐλογία θαυμάτων καί θείων δωρεῶν καί ἐνθεαστικῶν σημείων.
Σ᾽ αὐτήν τήν προοπτική ἀνά τούς αἰῶνες ὁμολογοῦμε καί κηρύττουμε τά θαυμάσια τῆς θεϊκῆς συγκαταβάσεως [μέσα στό ἑνιαῖο μυστήριο τῆς σαρκώσεως, ὅπου συνεκκλησιαζόμεθα ὡς Χ.Ο.].
Ἕνα τέτοιο γεγονός ξαναζήσαμε ἀνήμερα τοῦ Σταυροῦ τήν ὥρα τῆς θ. Λειτουργίας, ἐπί τῆς ἁγίας Τραπέζης στό Παρεκκλήσιο τοῦ Ἐπισκοπείου, μέ τό χρυσό βιδωτό Σταυρό-φυλακτήριο τιμίου Ξύλου, πού ξαφνικά ἔγινε αἱμάτινος, κόκκινος, στό ἐπάνω μέρος, ἀφήνοντας τό ἀνάγλυφο ἐπ᾽ αὐτοῦ Σῶμα τοῦ Κυρίου ἀνέπαφο (παραθέτουμε ἀπό βιντεοσκόπηση τή θέαση τοῦ αἱμάτινου τιμίου Σταυροῦ) καί δηλοποιώντας συμβολικά σέ μᾶς μέ τήν αἱμάτινη αὐτή λάμψη ὅτι:
“…αἵματι Θεοῦ ὁ ἰός τοῦ ὄφεως ἀποπλύνεται καί κατάρα λέλυται καταδίκης δικαίας, ἀδίκῳ δίκῃ τοῦ Δικαίου κατακριθέντος· ξύλῳ γάρ ἔδει τό ξύλον ἰάσασθαι καί πάθει τοῦ Ἀπαθοῦς τά ἐν ξύλῳ λῦσαι πάθη τοῦ κατακρίτου…”
Ὥστε διαρκῶς κατανυγμένοι καί ταπεινούμενοι νά ἀναγόμεθα στή λατρευτική δοξολογική συνέχεια καί συνέπεια: «… Ἀλλά δόξα, Χριστέ, τῇ περί ἡμᾶς σου φρικτῇ οἰκονομίᾳ, δι᾽ ἧς ἔσωσας πάντας ὡς ἀγαθός καί φιλάνθρωπος».
***
“ΜΕ ΤΟ ΣΤΑΥΡΟ ΣΤΟ ΧΕΡΙ” ξεπεράσαμε καί ξεπερνοῦμε τόσες φανερές ἀντιξοότητες καί τόσα ἀφανῆ ἀδιέξοδα τῆς πορείας μας ἐν κόσμῳ. Κι αὐτό εἶναι ἤδη μιά συμμετοχή καί μιά εὐλογία ἀναστάσιμη καί ἐσχατολογική.
Φοροῦμε (φέρουμε στό στῆθος μας) τό Σταυρό σάν τήν πολυτιμότερη ΟΜΟΛΟΓΙΑ ταυτοποίησης, χωρίς ψεύτικους ἤ ζηλωτικούς ἐνθουσιασμούς, ἀλλά μέ τή φυσικότητα πού βίωναν ὅλοι οἱ ἅγιοι καί δίκαιοι καί οἱ μετανοημένοι ἄνθρωποι, αὐτοί πού ἀποτελοῦν τήν αἰωνική “ποιότητα” τοῦ κόσμου, τή χριστολογική αὐτοπροσφορά τοῦ κόσμου στό Θεό. Φοροῦμε τό Σταυρό τοῦ Χριστοῦ, γιατί ἔχουμε σάν τούς χριστιανούς τόσων αἰώνων συμμετοχή στή σταύρωση (καί τήν ἀνάσταση) μέ τό Βάπτισμα καί μέ τή σταυρωμένη ζωή τῆς θεάρεστης ὑπακοῆς μας, σάν ἱστορική συνέχεια στή δική Του ὑπακοή (τῆς θείας οἰκονομίας).
Φοροῦμε τό Σταυρό σάν μιά σιωπηλή διαρκή ΔΟΞΟΛΟΓΙΑ τοῦ δοξασμένου Σωτήρα μας. Εἴμαστε ἐθελούσια ταυτισμένοι καί μυστηριακά ἑνωμένοι μαζί Του. Ὁπότε μέ τό Σταυρό Τόν δοξολογοῦμε (φανερώνουμε κατά κάποιον τρόπο κι ἐμεῖς στόν κόσμο μας τήν προαιώνια θεϊκή Του δόξα) σύμφωνα μέ τήν Ἰωάννεια χριστολογία. Ὅπως τόσο ἐκτεταμένα τήν καταγράφει ὁ ἱερός Εὐαγγελιστής στίς ἐκτεταμένες αὐτοαποκαλύψεις τοῦ Κυρίου, στόν Μυστικό Δεῖπνο, μετά τήν ἀποχώρηση τοῦ Ἰούδα, ἐνόψει τοῦ Σταυροῦ (13ο, 15ο καί 17ο κεφ.).
Φοροῦμε τέλος τό Σταυρό σάν μιά διαρκή ΙΚΕΣΙΑ νά εἴμαστε δικοί Του, νά εἶναι πάντοτε δικός μας. Ὁ Σταυρός εἶναι ζωηφόρος (προπαντός τά Τίμια Ξύλα καί κάθε εὐλαβικό σταυροκόπημα καί κάθε Σταυρός διά πίστεως φερόμενος).
Ὁ Σταυρός ἐμπεριέχει ὡς σύμβολο ὅλη τήν ἐνανθρώπηση (ὡς προαιώνια βουλή, ὡς εὐαγγελισμό, ὡς ἐπίγεια παρουσία, ὡς σταύρωση καί ἀνάσταση καί ἀνάληψη καί προσδοκώμενη Β΄ παρουσία). Ὁ Σταυρός εἶναι Χριστολογικός.
Καί τό χαιρόμαστε νά “κοινωνοῦμε” αὐτό τό γεγονός καί μυστήριο κι αὐτήν τήν προσδοκία.
Μᾶς ξανάφερε στά “μέτρα” μας, αὐτά γιά τά ὁποῖα μᾶς ἔφτιαξε ὁ Τριαδικός Θεός καί μᾶς ξανάφτιαξε/ἀνακαίνισε (λύτρωσε-ἔσωσε).
Ὁπότε ὁ Χριστολογικός Σταυρός εἶναι καί θεολογικός (Τριαδική βουλή) καί ἀνθρωπολογικός (πανανθρώπινη σωτηρία).
***
Ο ΣΤΑΥΡΟΣ ἀποδείχθηκε γιά ὅλη τήν ἀνθρωπότητα ζωηφόρος.
Τό “μυστικό” του δέν εἴμαστε ἐμεῖς καί ἡ Σταυρική ἐξασφάλισή μας.
Τό “μυστικό” του εἶναι ὁ Χριστός, κι ἐμεῖς ἐκκλησιασμένοι πάνω Του, τό θέλημα καί ἡ φανέρωση τῆς δόξας καί τοῦ ὀνόματος τοῦ Πατρός.
Πάνω Του σταυρώθηκε “ἡ ζωή τῶν ἁπάντων”. Καί μόνο γι᾽ αὐτό (καί πάντοτε γι᾽ αὐτό) ὁ Σταυρός ἔγινε (παραμένει δυνητικά) γιά ὅλον τόν κόσμο ἀνοιχτή θύρα τοῦ Παραδείσου, ἀποκατάσταση στό ἀρχαῖο κάλλος τῆς θεο-λογίας καί θεο-κοινωνίας καί θεο-μεθεξίας. Χάρη στό Σταυρό ξαναμιλᾶμε καί συνομιλοῦμε μέ τό Λόγο τοῦ Πατρός.
Ὁ Σταυρός ἔφερε τό Θεό στά μέτρα μας (τοῦ θανάτου) καί μᾶς ἔφερε κι ἐμᾶς στά μέτρα τοῦ Θεοῦ (τῆς ἀνάστασης καί ζωῆς). Μέσα ἀπό τή θεοχαρισμένη δική Του Θεανθρωπινότητα.
Γιά τήν ἀνθρωπινότητα πού Ἐκεῖνος τή δημιούργησε, ἀλλά ἐμεῖς κυριολεκτικά τή θανατώσαμε, τή “στραπατσαρίσαμε” σ᾽ ἐκεῖνο τό δυστύχημα ὄχι τῶν Τεμπῶν, ἀλλά τῆς ἐκπτώσεως καί τῆς πτώσεώς μας, τό τόσο τραγικό, ὥστε μέχρι σήμερα ἀνά τόν κόσμο νά παραμένουμε βυθισμένοι στή θανατερή κωματώδη κατάσταση τῆς ὑπαρκτικῆς καί γνωμικῆς ἄγνοιας τοῦ Θεοῦ.
Κι ὁ Θεός; Ἐπειδή εἶναι ἡ ζωή καί τό θέλει νά μετέχεται καί νά ζωοποιεῖ, καταρχήν δέν μᾶς ἄφησε χωρίς ἐλπίδα (μᾶς ἔντυσε τούτη τή βιολογική ζωή τῆς ἀναπτυσσόμενης καί φθειρόμενης διάρκειας) καί δέν μᾶς ἐγκατέλειψε χωρίς τόν Ἑαυτό του πού εἶναι κυριολεκτικά ἡ Ἐλπίδα μας (ἔγινε ὅμοιος σέ ὅλα μέ μᾶς, μόνο χωρίς τήν ἐκπτωτική μας φθορά). Καί μᾶς μετέδωσε τόν ἑαυτό Του στό πεδίο τοῦ βίου μας καί στό πεδίο τοῦ θανάτου μας. Πάλεψε γιά μᾶς στό πεδίο τῆς ἔσχατης ταπείνωσης καί νίκησε γιά χάρη μας τή φθορά καί τό θάνατο, στό πεδίο τῆς πανανθρωπινότητας.
Ἔγινε ἡ ζωή καί ἡ ἀνάστασή μας.
Προσέξτε· δέν ἔγινε ἡ ζωή καί ἡ ἀνάστασή Του (γιά τόν ἑαυτό Του), ἀλλά ἡ ζωή καί ἡ ἀνάστασή μας (γιά τήν ἀνθρώπινη φύση μας καί τήν καθεμιά ἀνθρώπινη περίπτωσή μας). Κι αὐτό βεβαίως, “εἰς δόξαν Θεοῦ Πατρός”, διότι ἔτσι ὁμολογεῖται καί μετέχεται καί ἀποκαλύπτεται στόν κόσμο ἡ δόξα καί τό ὄνομα τοῦ Πατρός. Ὁπότε ὁ κόσμος “ἐπανατοποθετεῖται” ἐκεῖ ὅπου ἔπρεπε νά εἶναι καί ὅπου ἤδη ξεκίνησε νά εἶναι, μέτοχος τῆς χάριτος τοῦ Θεοῦ.
***
ΕΚΕΙΝΟΙ ΠΟΥ ΕΙΧΑΝ μυαλό καί φώτιση Θεοῦ― ἔψαλαν καί ξανά ἔψελναν καί δέ θά πάψουν νά ψέλνουν:
«χαίροις ὁ τοῦ Κυρίου [ζωηφόρος] Σταυρός, δι᾽ οὗ ἐλύθη τῆς ἀρᾶς τό ἀνθρώπινον, τῆς ὄντως χαρᾶς σημεῖον…»
«… ὁ ἀνυψώσας ἡμᾶς, εἰς φθοράν πεσόντας, Σταυρέ τίμιε· δι᾽ οὗ διαλέλυται ἡ φθορά, καί ἐξήνθησεν ἡ ἀφθαρσία καί βροτοί ἐθεώθημεν …»
«…καί ὑψώθημεν ἀπό γῆς πρός οὐράνια· ὅπλον ἀκαταμάχητον, δαιμόνων ἀντίπαλε, δόξα μαρτύρων, ὁσίων ὡς ἀληθῶς ἐγκαλλώπισμα, λιμήν σωτηρίας, ὁ δωρουμενος τῷ κόσμῳ τό μεγα ἔλεος»
(ἀνασύνθεση ἀπό Ἀπόστιχα τοῦ Ἑσπερινοῦ, τῆς ἑορτῆς τῆς Ὑψώσεως).
***
ΕΙΝΑΙ ΑΞΙΟΠΡΟΣΕΧΤΟ ὅτι ὁ Ἑσπερινός τῆς ἑορτῆς τοῦ Σταυροῦ ξεκινάει τά λεγόμενα Στιχηρά τροπάρια μέ τή χριστολογία τοῦ Σταυροῦ, συνεχίζει μέ τή βιβλική θεολογία (προτυπώσεις) τοῦ Σταυροῦ καί προχωρεῖ στήν ἐκκλησιολογία καί ἐσχατολογία τοῦ Σταυροῦ (σέ ἦχο πανηγυρικό πλ. Β΄).
Καί ἀφοῦ μᾶς ἐθίσει τρόπον τινά τό ὑμνολογικό τυπικό στήν “ὑπομονή” καί τή θεία οἰκονομία τοῦ Θεοῦ μέ μᾶς, ἔρχεται ἔπειτα στά Ἀπόστιχα τῆς ἑορτῆς. Καί, ὡσάν νά προσωποποιεῖ τόν Τίμιο Σταυρό, τόν ἐγκωμιάζει περιγραφικά γιά τίς σωτηριώδεις εὐεργεσίες του (μέ τά προσόμοια “χαίροις …”, σέ ἐνθουσιαστικό ἦχο πλ. Α΄).
Εἶναι κάτι ἀντίστοιχο μέ τόν ἐπικλητικό στίχο στόν Κανόνα τοῦ Ἁγιασμοῦ (“Σταυρέ τοῦ Χριστοῦ [πανάγιε], σῶσον ἡμᾶς τῇ δυνάμει σου”). Προσωποποιοῦμε τρόπον τινά τό Σταυρό.
Βεβαίως, προσωποποιώντας ὑμνολογικά τόν Τίμιο Σταυρό, πλέκουμε ἐγκώμια πανανθρώπινης καί παγκόσμιας εὐχαριστίας στή Σταύρωση, δηλαδή στό σταυρωθέντα Κύριο καί Θεό μας. Ὁ νοῦς καί ἡ καρδιά προσκολλῶνται καί ἀγκαλιάζουν τή σωτηρία μας, τήν προσηλωμένη στό ξύλο τοῦ Σταυροῦ. Καί ἀναγόμαστε στόν Κύριό μας μέ ἐπιπόθηση καί μέ ἀναζήτηση: «ἡ σωτηρία σου, ὁ Θεός, ἀντιλάβοιτό μου».
Σέ τί ἀποβλέπει αὐτή ἡ ὑμνολογική διαβάθμιση ἀπό τά Στιχηρά πρός τά Ἀπόστιχα τοῦ Ἑσπερινοῦ τῆς ἑορτῆς τῆς Ὑψώσεως;
Σέ μιά σταδιακή ὡρίμανση τῶν καρδιακῶν διαθέσεων, ὥστε ―μέ τά Στιχηρά καί τά Δοξαστικά καί τή Λιτή― νά κατηχηθοῦμε σ᾽ αὐτά πού ἔζησε καί ἔπραξε ὁ Κύριός μας γιά ὅλη τήν ἀνθρωπότητα…· νά ἐννοήσουμε πόσο εὐνοημένοι εἴμαστε ἐμεῖς σέ σύγκριση μέ τήν Παλαιά Διαθήκη, διότι ἐκεῖνοι οἱ ἄνθρωποι προσδοκοῦσαν καί ἦταν εὐτυχισμένοι ἔστω καί μέ μόνο τίς προεξαγγελίες τῆς σωτηρίας…· νά σκεφθοῦμε καί νά σκεπτόμαστε πῶς οἱ ἀσώματοι Ἄγγελοι δοξολογοῦν τό μυστήριο τῆς θείας οἰκονομίας (γιά τή δική μας σωτηρία καί τή δική τους ἀμετακινησία ἐπί τῆς θεουργοῦ ταπεινώσεως)…· καί πῶς ἐμεῖς ἀντλοῦμε τόν ἁγιασμό τῆς θεώσεώς μας χάρη στό Σταυρό, ὁπότε ἐκστατικοί τόν ἀγκαλιάζουμε καί δοξολογοῦμε διαρκῶς “Χριστόν τόν ὑπεράγαθον Θεόν”.
***
Ο ΑΝΘΡΩΠΟΣ πλάστηκε καί ἀνασώθηκε καί σώθηκε, ὥστε νά εἶναι “θεολογικό ὄν”, “δοξολογική ὕπαρξη”. Ὅσο ἀπολησμονοῦμε αὐτήν τήν ταυτότητα, βαλτώνουμε στήν ἀδιέξοδη πλημμύρα τῆς ἐγκοσμιότητας, ὑστερούμεθα, θλιβόμεθα, κακουχούμεθα, διότι ξαστοχοῦμε ὑπαρκτικά.
Τά τροπάρια τῆς διανυόμενης ἑορτῆς μᾶς ξαναφέρνουν πάλι πίσω στό εὐχαριστιακό ἦθος καί τό χριστολογικό ἦθος τῆς θυσιαστικῆς ἀγάπης (πού ἐκφράζει πρός τούς ταλαιπωρούμενους ἀδελφούς αὐτό πού μᾶς χάρισε ὁ Χριστός σέ ὅλη τήν ἀδιέξοδα ταλαιπωρημένη, προσθανάτια καί θεοστερημένη ἀνθρωπότητα).
Ὁπότε ―περνώντας στά Ἀπόστιχα― μυσταγωγούμεθα ὑμνογραφικά καί ὑμνολογικά σέ ἕνα εὐχαριστιακό καί δοξολογικό ἦθος ζωῆς. Εὐγνωμονοῦμε διαρκῶς, δοξολογοῦμε, καταφιλοῦμε, ἀγκαλιάζουμε τό Σταυρό, δηλαδή νοερά τό Σταυρωθέντα ὑπέρ ἡμῶν Σωτῆρα μας Θεό.
***
Με αὐτές τίς προϋποθέσεις καί τίς λιτές σκέψεις καί το κατηχητικό κήρυγμα ἑορτάσαμε κι ἐφέτος τήν Ὕψωση τοῦ Τιμίου Σταυροῦ, πού δέν εἶναι γιά μία μέρα, ἀλλά γιά ἑπτά μέρες ἠχοῦν στίς ἐκκλησίες τά σχετικά μέ τόν τίμιο Σταυρό ―ὅπως σέ ὅλη τήν Ἐκκλησία μας― ἔτσι κι ἐδῶ στήν ἐπαρχία μας, μέ τίς τρεῖς ἐνορίες: τοῦ Τιμιου Σταυροῦ στό κυριολεκτικά συνοριακό (καί ἱστορικό) Χαμηλό, στό πρός τήν Θεσσαλονίκη Πρόχωμα καί στό προσεπίκεντρο Βαλτοτόπι.
Στήν τελευταία προέστημεν τοῦ πανηγυρικοῦ Ἑσπερινοῦ, ἐν μέσῳ πολλῶν κληρικῶν μας, καί τῆς λιτανεύσεως τοῦ Τιμίου Σταυροῦ μέ Τίμιο Ξύλο, πού τόν ἐκομίσαμε ἀπό τή Μητρόπολη πρός εὐλογία τῶν ἐνοριτῶν καί τῶν πολλῶν προσκυνητῶν. Ἦταν μιά μεγάλη εὐλογία γιά ὅλους μας. Βεβαίως καί σέ ὅλες τίς ἐνορίες καί τά μοναστήρια μας συνεορτάσαμε καί συνεορτάζουμε τό γεγονός.
† Ὁ Γουμενίσσης, Ἀξιουπόλεως & Πολυκάστρου ΔΗΜΗΤΡΙΟΣ
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου