Πριν από χρόνια είχε γνωρίσει μια κοπέλα.
Ψηλή, αρχοντική, με μάτια λυπημένα που αναζητούσαν ένα λιμάνι αποδοχής.
Την αγάπησε αυτή την κοπέλα. Κι αυτή τον αγάπησε.
Ήταν καλός, απλός, χωρίς απαιτήσεις, χωρίς ζήλιες και μαλώματα. Του αρκούσε που ήταν μαζί της.
Οι
μέρες περνούσαν όμορφα. Είχε ο ένας τον άλλον. Είχανε κοινά αλλά και
διαφορές. Ποτέ όμως δεν βάλανε τις διαφορές πάνω από την σχέση τους.
Είχανε μία βαθιά γνήσια σχέση. Δεν θέλανε να εντυπωσιάσουν ο ένας τον
άλλον. Αγαπούσαν ο ένας τον άλλον γιατί ποτέ δεν διεκδηκούσε κανείς τους
το αλάθητο.
Παντρεύτηκαν. Η ζωή τους συνέχισε να αυξάνει την αγάπη
τους, αυτήν την ιερή εξάρτηση που ένιωθε ο ένας για τον άλλον, ως μέλη
του ίδιου σώματος, ως κομμάτια μιας κοινής ψυχής.
Τα χρόνια
περνούσαν. Παιδιά δεν απόκτησαν. Προσπαθούσαν, προσευχόντουσαν στον Θεό
αλλά κανένα αποτέλεσμα. Οι γιατροί τους πρότειναν κάποιες μεθόδους. Από
κοινού αποφάσισαν να το αφήσουν στον Θεό. Αν ήταν για το καλό των ψυχών
τους ο Θεός θα τους έδινε πα
Ο άνδρας μετά από οκτώ χρόνια έγγαμου
βίου κοιμήθηκε. Δύο μήνες κατάφερε να παλέψει με τον καρκίνο. Στην
κηδεία, η χήρα δεν έριξε ούτε ένα δάκρυ. Καθόταν δίπλα στο φέρετρο
βουβή, ακίνητη, σαν βαλσαμωμένη. Μέσα στα μαύρα φορεμένη. Το πρόσωπό της
θαρρείς έφεγγε μια ανεξήγητη ηρεμία. Φίλοι και γνωστοί δεν μπορούσαν να
πιστέψουν τον χαμό του. Εκείνη όμως το είχε αποδεχτεί. Ψηλή, με καστανά
μαλλιά στεκόταν αγέροχη. Σα να καμάρωνε κάποιον μυστικό θρίαμβο.
Την
επόμενη ημέρα κατηφόριζε προς την αγορά της πόλης. Το βήμα της
ανάλαφρο, δεσποτικό. Καθώς διάβαινε τους δρόμους της πόλης, άνθρωποι την
βλέπανε· ψιθύριζαν για τα δάκρυα που δεν έχυσε, για τους λυγμούς που
δεν εκδήλωσε, για την απελπισία που δεν ένιωσε. Πολλοί την κατέκριναν,
σκανδαλίστηκαν.
Έκανε κάποια ψώνια και γύρισε σπίτι. Άνοιξε την πόρτα
του σπιτιού. Στα χέρια της οι σακούλες με τα ψώνια. Τότε λοιπόν έμεινε
ακίνητη. Εκεί, πάνω στο χαλάκι της εξώπορτας. Κοκκαλωμένη με τα ψώνια
στα χέρια. Η πόρτα ανοιχτή. Η ζέστη του σπιτιού άρχισε να λιτανεύεται
στα πόδια της. Έξω είχε αρκετό κρύο. Τα μάτια της κοιτούσαν την κορνίζα
που βρισκόταν απέναντι από την πόρτα, πάνω από το καλοριφέρ.
Ήταν η
πρώτη φωτογραφία τους μετά την πρόταση γάμου που της έκανε ο αγαπημένος
της. Αυτός να την αγκαλιάζει γεμάτος χαρά. Αυτή να τον φιλά στο μέτωπο.
Πέρασαν περίπου δέκα χρόνια μαζί. Αναμνήσεις κατέκλυσαν το νού της. Η
φωνή του ηχούσε στ' αυτιά της, η μυρωδιά του στα ρουθούνια της, το
χαμόγελό του...αυτό το χαμόγε
Τα χέρια της άφησαν τα ψώνια να πέσουν
άτσαλα κάτω. Έκανε δυο βήματα προς τα εμπρός. Έφτασε στην κορνίζα. Την
χάιδεψε λες και ήταν ζωντανή. Σηκώθηκε στις μύτες των ποδιών της, όπως
τότε στην φωτογραφία, κι ασπάστηκε τον άνδρα της. Ήταν τότε που η
αίσθηση της απώλειας διαπέρασε ως ρομαία την καρδιά της. Άρχισε να
κλαίει με την πόρτα ανοιχτή, με τα ψώνια στο πλατύσκαλο, κάτω από την
κορνίζα...
Μετά από λίγο σηκώθηκε. Πήρα τα ψώνια. Έκλεισε την πόρτα απαλά. Σκούπισε τα δάκρυά της. Άφησε τα ψώνια στην κουζίνα. Πήγε στο άδειο δωμάτιο του σπιτιού που προοριζόταν στην αρχή για τα παιδιά που δεν ήρθαν ποτέ. Το είχανε κάνει δωμάτιο μελέτης και προσευχής. Ώρες πολλές περνούσαν εκεί, ο καθένας μόνος του ή και οι δυο μαζί. Είχανε ένα προσκυνητάρι και πολλά βιβλία, γεροντικά, βίους αγίων, ερμηνευτικά. Στάθηκε στο μέσο του δωματίου. Έκανε μια εδαφιαία μετάνοια.
Πήγε στο σημείο που ήταν το καντηλάκι τους. Άλλαξε την καντηλήθρα, έβαλε λάδι. Πήρε στα χέρια της τα σπίρτα. Κοντοστάθηκε. Έκλεισε τα μάτια της. Αναστέναξε βαθιά... «Σ’αγαπώ», είπε και άναψε το σπίρτο. Η φλόγα του καντηλιού τρεμόπαιζε παιχνιδιάρικα καθώς αυτή έκανε δυο βήματα πίσω. Σήκωσε το βλέμμα της στην εικόνα του Εσταυρωμένου που δέσποζε στο εικονοστάσι. Στα χέρια της κρατούσε το κομποσχοίνι που της είχε δώσει -μικρό κοριτσάκι- ο πνευματικός της. Αναστέναξε και πάλι βαθιά.
Μερικά δάκρυα δραπέτευσαν από τα μάτια της. Άνοιξε το στόμα της μα φωνή δεν έβγαινε. Έκανε τον σταυρό της κι άρχισε να λέγει ξανά και ξάνα, απαλά, χωρίς βιασύνη, σαν να είχε μια αιωνιότητα μπροστά της, «Κύριε Ιησού Χριστέ, ανάπαυσον την ψυχή του δούλου σου...».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου