Ὁ Ἅγιος Αἰμιλιανός καταγόταν ἀπό τήν περιοχή Δορυστόλου τῆς Θρακικῆς Μοισίας καί ἀπό εὐλαβῆ οἰκογένεια. Ὁ πατέρας του, πού ἦταν τοπάρχης τῆς περιοχῆς, ὀνομαζόταν Σαββατιανός καί φρόντισε νά ἀναθρέψει τόν υἱό του μέ πνεῦμα χρηστότητος καί εὐσεβείας.
Κατά τήν ἐποχή τοῦ αὐτοκράτορος Ἰουλιανοῦ τοῦ Παραβάτου (360 – 363 μ.Χ.) καί Καπιτωλίνου βικαρίου, ὁ Ἅγιος ὑπηρετοῦσε στόν στρατό. Ἐπειδή ἦταν ζηλωτής τῆς πίστεως, εἰσῆλθε στόν εἰδωλολατρικό ναό καί συνέτριψε τά ξόανα καί ἀγάλματα πού ἦσαν τοποθετημένα μέσα σ’ αὐτόν, χωρίς νά γίνει άντιληπτός σέ κανέναν, σέ μιά στιγμή πού ὁ λαός τοῦ Δορυστόλου διασκέδαζε μαζί μέ τόν ἔπαρχο Καπιτωλίνο.
Μόλις ὁ ἔπαρχος πληροφορήθηκε τό γεγονός, ὀργίσθηκε καί ἔδωσε ἐντολή νά βροῦς ἀμέσως αὐτόν πού τό ἔκανε. Οἱ στρατιῶτες συνέλαβαν ἕναν ἀθῶο χωρικό. Μαθαίνοντας ὁ Ἅγιος τήν σύλληψη τοῦ ἀθώου χωρικοῦ, σκέφθηκε ὄχι μόνο ὅτι ἕνας ἀθῶος θά πλήρωνε γιά κάτι πού δέν εἶχε διαπράξει, ἀλλά καί ὅτι θά ἔχανε τήν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ.
Ἔτσι παρουσιάσθηκε στούς στρατιῶτες καί ὁμολόγησε τήν πράξη του. Άμέσως οἱ στρατιῶτες Βαλεριανός καί Μαξέντιος τόν συνέλαβαν καί τόν ἔφεραν μέ ὀνειδισμούς στό ἀνάκτορο τοῦ Καπιτωλίνου. Ἀφοῦ τοῦ ἀνέφεραν ὅτι αὐτός εἶναι πού γκρέμισε τά εἴδωλα καί βεβήλωσε τίς θυσίες πού εἶχαν τοποθετηθεῖ ἐπάνω στούς βωμούς, ὁ ἡγεμόνας ὀργίσθηκε καί ἔδωσε ἐντολή νά τόν βασανίσουν.
Μετά τα βασανιστήρια ὁ Καπιτωλῖνος τόν προέτρεψε νά θυσιάσει στά εἴδωλα λέγοντας στόν Ἅγιο, ὅτι ἡ πίστη του εἶναι μάταιη καί ψεύτικη. Ὁ Αἰμιλιανός καί πάλι δέν δίστασε. Ὁμολόγησε τήν πίστη του στόν Χριστό καί Κύριό του. Τότε ὁ ἡγεμόνας ἔδωσε ἐντολή νά κάψουν τόν Αἰμιλιανό ζωντανό. Οἱ στρατιῶτες πῆραν τόν Ἅγιο καί τόν ὁδήγησαν στίς ὄχθες τοῦ ποταμοῦ Δούναβη. Ἐκεῖ ἄναψαν τήν φωτιά καί τόν ἔρριψαν μέσα.
Ὅμως ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ τόν διεφύλαξε σῶο καί ἀβλαβή, ἐνῶ ἡ φωτιά κατέκαυσε τούς στρατιῶτες πού βρίσκονταν ἐκεῖ κοντά. Βλέποντας ὁ Ἅγιος τό θαῦμα, εὐχαρίστησε τόν Ἅγιο Θεό, ἔκανε τό σημεῖο τοῦ σταυροῦ καί ἀμέσως παρέδωσε τήν ψυχή του στόν Κύριο λέγοντας: «Κύριε, Ἰησοῦ Χριστέ, δέξαι τήν ψυχή μου». Ἦταν τό ἔτος 362 μ.Χ.
Ἡ σύζυγος τοῦ ἐπάρχου Καπιτωλίνου, ἡ ὁποία ἦταν κρυπτοχριστιανή, ζήτησε καί ἔλαβε τό ἱερό λείψανο τοῦ Μάρτυρος, τό ὁποῖο οἱ Χριστιανοί ἐνταφίασαν μέ εὐλάβεια καί τιμή σ’ ἕνα τόπο πού λέγεται Γκεντίνα, κοντά στό Δορύστολο.
Ἡ Σύναξη τοῦ Ἁγίου Αἰμιλιανοῦ ἐτελεῖτο στό μαρτύριο αὐτοῦ πού βρισκόταν «ἐν τῇ Ράβδῳ».
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεῖς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Ὡς προσφορά καί ὁλοκάρπωμα θεῖον, διὰ πυρὸς προσενεχθεὶς τῷ Δεσπότῃ, τοῖς ὄμβροις τῶν χαρίτων σου εὐφραίνεις νῦν ἡμᾶς· πῦρ γάρ τό οὐράνιον, τῇ ψυχῇ περιφέρων, ὥσπερ αὔραν ἔφερες, τήν κατάφλεξιν Μάρτυς. Ἀλλά μή παύσῃ πάντοτε φρουρεῖν, τούς σέ τιμῶντας, Αἰμιλιανέ ἔνδοξε.
Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Τῇ Ὑπερμάχῳ.
Ὡς εὐσεβείας στηλογράφημα θεόγλυπτον
Τῆς ἀσεβείας καθαιρέτης ἀναδέδειξαι
Τά σεβάσματα συντρίψας τῆς ἀπωλείας.
Ἀλλ’ ὡς ἔμπλεως τῆς θείας ἀγαπήσεως
Ὡς χρυσός ἐν τῷ πυρί εὑρέθης δόκιμος·
Ὅθεν κράζομεν, χαίροις Μάρτυς ἀήττητε.
Μεγαλυνάριον.
Ἴαμα ὡς δρόσος ἑωθινή, εὐσεβέσιν ὤφθη, ἡ σή ἄθλησις ἐν πυρί· δι’ αὐτῆς γάρ Μάρτυς, τῷ κόσμῳ διαπνέεις, ὦ Αἰμιλιανέ τάς θείας χάριτας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου