«Τὸν ἄνθρωπο ποὺ ἀκολουθεῖ πλανερὲς διδασκαλίες συμβούλεψέ τον μιὰ δυὸ φορές, κι ἂν δὲν ἀκούσει ἄφησέ τον, μὲ τὴ βεβαιότητα πὼς αὐτὸς ἔχει πιὰ διαστραφεῖ καὶ ἁμαρτάνει, καταδικάζοντας ἔτσι ὁ ἴδιος τὸν ἑαυτό του».
Ποιος είναι ο αιρετικός άνθρωπος, για τον οποίο πολύς λόγος γίνεται στη ζωή της Εκκλησίας;
Προφανώς είναι αυτός που με τη διδασκαλία του διαλέγει να ερμηνεύσει κάποιο ή κάποια σημεία της πίστης ως εμπειρίας του εκκλησιαστικού σώματος με δικό του τρόπο, που δεν συμφωνεί με την πίστη, και που αν ακολουθηθεί αυτός ο τρόπος ερμηνείας ως αυθεντικός, εγείρεται ζήτημα τόσο αλήθειας στην πίστη, όσο και σωτηρίας του ανθρώπου, διότι ο αιρετικός και όσοι τον ακολουθούν έχει δυσκολία ή αδυναμία να αναγνωρίσει ποιος είναι ο Χριστός, αλλά και ποια είναι στην πραγματικότητα η Εκκλησία στην οποία είναι ενταγμένος. Αντί να ακολουθεί την Εκκλησία, ζητά από την Εκκλησία να τον ακολουθήσει.
Αντί να πορεύεται θέτοντας τις θέσεις ή τις απόψεις του στην κρίση της Εκκλησίας, ζητά από την Εκκλησία να πορευτεί κατά τις δικές του θέσεις ή απόψεις.
Είναι προφανές ότι αιρετικός δεν μπορεί να χαρακτηριστεί αδιάκριτα κάποιος ο οποίος έχει σκέψη, άποψη, αναζήτηση για την αλήθεια της πίστης. Είναι σύνηθες, ιδίως στους καιρούς της διαδικτυακής τοξικότητας, ο χαρακτηρισμός να αποδίδεται με υπεροψία και ελαφρά τη καρδία, με μια αίσθηση ότι η πίστη χρειάζεται σωματοφύλακες, από ανθρώπους που δεν είναι εντεταλμένοι γι’ αυτό. Από ανθρώπους φοβικούς. Από εκείνους που οχυρώνονται πίσω από ένα γράμμα παράδοσης, αγνοώντας το πνεύμα της. Από αυτούς που θεωρούν θέματα άσχετα με τη σωτηρία του ανθρώπου, ζητήματα πίστης.
Που λησμονούν ότι η Εκκλησία έχει την δική της πορεία εν τω χρόνω. Από μία επηρμένη οφρύ, που αγνοεί ότι την Εκκλησία την προστατεύει ο Θεός, ο Οποίος στέλνει πρόσωπα με φώτιση, γνώση, επίγνωση, καλλιέργεια, κυρίως όμως εμπειρία Του για να δώσουν μαρτυρία περί της αληθείας, όταν χρειαστεί, για να διακρίνουν πότε μια άποψη γίνεται επικίνδυνη για τη σωτηρία και πότε διατυπώνεται στα πλαίσια των ανθρώπινων χαρισμάτων που μπορεί και να λαθεύουν, χωρίς όμως να διαστρέφουν την αλήθεια, οι αυτοαναγορευμένοι ως «προστάτες» της πίστης, κληρικοί και λαϊκοί, θεωρούν ότι μπορούν να αποφαίνονται δίκην αγίων για το ποιος είναι αιρετικός και ποιος έχει.
Οι Άγιοι αποφαίνονται με τον τρόπο της Εκκλησίας, που είναι η Σύνοδος. Σύνοδος σημαίνει συνοδοιπορία σε έναν δρόμο που φωτίζει το Άγιο Πνεύμα. Όταν η Εκκλησία είχε και έχει θέματα που έχουν να κάνουν με την πίστη συγκαλεί την Σύνοδο των επισκόπων κατά τόπους και την Οικουμενική ή την Πανορθόδοξη Σύνοδο, ώστε να αποφασίσει για θέματα και ερμηνείες που απειλούν τη σωτηρία των πιστών ή που χρειάζονται ρύθμιση.
Πριν τις Συνόδους η ιστορία της Εκκλησίας είναι γεμάτη από διαφορετικές ερμηνείες των Πατέρων στα ίδια θέματα. Δεν έχει σημασία αν είναι μεγάλες ή μικρές οι διαφορές, καθότι συνήθως πήγαζαν από τον τρόπο που οι Πατέρες έβλεπαν τον κόσμο και τη ζωή, ανάλογα με τον χαρακτήρα και την μόρφωσή τους. Όταν όμως η Σύνοδος αποφαίνονταν, όλοι ακολουθούσαν αυτόν τον δρόμο.
Σήμερα είναι εύκολη η απόδοση του χαρακτηρισμού «αιρετικός», σε όποιον ή όποια δεν ακολουθεί συνήθως τον υπερσυντηρητικό τρόπο προσέγγισης της πίστης στην πράξη. Σε όποιον ή όποια ζητά να επικαιροποιηθεί το μήνυμα της πίστης και της ζωής της Εκκλησίας. Είναι άλλο η αλλαγή και άλλο η επικαιροποίηση. Είναι άλλο ο διάλογος με τον κόσμο, τα ρεύματά του, τις προκλήσεις του και άλλο η εκκοσμίκευση, ο συσχηματισμός, η αίσθηση ότι στον κόσμο βρίσκεται η αλήθεια και ότι πρέπει να αλλάξουμε τις διδασκαλίες της πίστης, για να είμαστε ευάρεστοι. Είναι άλλο ο εντοπισμός της αμαρτίας και άλλο η κατάκριση του αμαρτωλού.
Ο απόστολος Παύλος, γράφοντας στον επίσκοπο της Κρήτης και μαθητή του απόστολο Τίτο, του ζητά ο ίδιος να έχει την ευθύνη για να αντιμετωπίσει τον αιρετικό άνθρωπο, αυτόν που ακολουθεί πλανερές διδασκαλίες. Να τον συμβουλεύει μία και δύο φορές, αφού πρώτα εντοπίσει τις πλάνες του. Διότι σήμερα πολλοί θεωρούν ό,τι δεν καταλαβαίνουν πλάνη. Ό,τι γίνεται από αγάπη, χωρίς να αλλοιώνει το περιεχόμενο της διδασκαλίας της πίστης, πλάνη.
Κι αφού ο Τίτος συμβουλέψει τον πλανώμενο, αν εκείνος δεν τον ακούσει, ο Παύλος τον προτρέπει να τον αφήσει, διότι ο αιρετικός έχει καταδικάσει ο ίδιος τον εαυτό του, αφού δεν ακούει τον επίσκοπο, δηλαδή ην Εκκλησία, διότι όπου ο επίσκοπος, εκεί και η Εκκλησία. Όπου η Σύνοδος, εκεί και η Εκκλησία. Κι ακόμη κι αν η Σύνοδος ή ο επίσκοπος σφάλλουν, δεν μπορούμε να φεύγουμε από την Εκκλησία ή από τον επίσκοπο, αλλά να περιμένουμε.
Η ιστορία της Εκκλησίας έχει δείξει διορθώσεις στις διδασκαλίες και επισκόπων και συνόδων. Αυτός όμως που φεύγει από την Εκκλησία ή χρησιμοποιεί, ελαφρά τη καρδία και με έπαρση τον όρο «αιρετικός», χωρίς να γνωρίζει πραγματικά αν όντως ισχύει για τα πρόσωπα στα οποία απευθύνεται, χωρίζει την Εκκλησία, όσο ψηλά κι αν βρίσκεται, για να δικαιώσει τον εαυτό του. Και η αυτοδικαίωση, όπως και η διάσπαση είναι έργα του διαβόλου.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου