Το χθεσινό Ευαγγελικό ανάγνωσμα μάς παρουσιάζει μία γνωστή παραβολή που είπε ο Χριστός.

Πλησιάζει το Χριστό, μάς λέει το Ευαγγέλιο, ένας νομικός, δηλαδή; Ο γνώστης του Μωσαϊκού νόμου και του λέει «διδάσκαλε, τί ποιήσας ζωὴν αἰώνιον κληρονομήσω;». 

Με ειρωνικό τόνο προσφωνεί το Χριστό ως «Διδάσκαλο» γιατί ήθελε ο νομικός να παγιδεύσει το Χριστό και να πει κάτι εναντίον του Μωυσή. Εκείνο τον καιρό, υπήρχε η αντίληψη ότι ο Χριστός φέρνει καινές (δηλ. καινούργιες) διδασκαλίες, αντίθετες από το Μωυσή.

Ο Χριστός, όμως, λέει: «ἐν τῷ νόμῳ τί γέγραπται; πῶς ἀναγινώσκεις;» (στον νόμο τι είναι γραμμένον; Πως αντιλαμβάνεσαι αυτό που διαβάζεις στον νόμο;). Δεν θέλει ο Χριστός να ξεφύγει από το Μωυσή. Ο νομικός, που ήθελε να παγιδεύσει το Χριστό, απαντάει: «ἀγαπήσεις Κύριον τὸν Θεόν σου ἐξ ὅλης τῆς καρδίας σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς ψυχῆς σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς ἰσχύος σου καὶ ἐξ ὅλης τῆς διανοίας σου, καὶ τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν». 

Με την απόκριση του Χριστού να είναι: «ὀρθῶς ἀπεκρίθης· τοῦτο ποίει καὶ ζήσῃ». Χάνει ο νομικός την ευκαιρία να εξαπατήσει το Χριστό και προσπαθεί να δικαιολογήσει τον εαυτό του, λέγοντας: «καὶ τίς ἐστί μου πλησίον;» (και ποιος είναι ο πλησίον μου που χρειάζεται να αγαπώ). Ακούγοντας ο Χριστός αυτό το ερώτημα, απαντάει με τη γνωστή σε όλους μας παραβολή του Καλού Σαμαρείτη.

Δύο μεγάλες εντολές μάς δίνει σήμερα το Ευαγγελικό ανάγνωσμα.

Η πρώτη· να αγαπάμε το Θεό. Η δεύτερη· να αγαπάμε τον πλησίον μας.

Η αγάπη προς το Θεό φανερώνεται μέσα από τις πράξεις μας. Κάνω όλα αυτά που θέλει ο Θεός για τον άνθρωπο.

Την δεύτερη εντολή, όμως, ο νομικός και πολλοί από εμάς δεν μπορούμε να την καταλάβουμε. Να αγαπάμε τον πλησίον μας. Και ποιος είναι ο πλησίον μας; Αυτός που είναι κοντά μας; Και με ποιον τρόπο εγώ θα πρέπει να τον αγαπήσω;

Ο πλησίον μας, για το Χριστό, είναι ο κάθε άνθρωπος όπου γης. Είναι ο κάθε άνθρωπος που μπορεί να είναι ίδιος με εμάς αλλά και αυτός που δεν είναι· με διαφορετικό φύλο, χρώμα, υπηκοότητα, θρησκεία κλπ.

Σε μία εποχή που κυριαρχεί η αδιαφορία για τα πάντα και η αδιαφορία για τον άλλον άνθρωπο, το σημερινό μήνυμα του Ευαγγελίου είναι η λύση στο πρόβλημα. Γράφει ο Σολζενίτσιν: «Βλέπουμε ότι σήμερα ο άνθρωπος κοιτάζει το αλέτρι του και το χωράφι του, σκέφτεται μόνο το σπόρο του και το θέρισμά του. 

Βγαίνοντας από το σπίτι του, θυμάται μόνο την πόρτα τού σπιτιού του και θυμάται μόνο το μαγαζί του, αν το κλείδωσε καλά, αν είναι εξασφαλισμένο. Δεν δίνει καμιά σημασία στον άνθρωπο, που είναι δίπλα του, αν πονάει, αν κινδυνεύει, αν έχει να φάει, αν πεθαίνει. Όταν βλέπουμε τέτοια πράγματα να γίνονται γύρω μας και η καρδιά μας εξακολουθεί να είναι απαθής και παγωμένη, είμαστε άνθρωποι πια;»

Εμείς, και πρώτος εγώ, μοιάζουμε περισσότερο στον ιερέα και στον Λευίτη, της σημερινής παραβολής, που πέρασαν μπροστά από τον άνθρωπο ο οποίος έπεσε θύμα ληστείας και έφυγαν βιαστικοί. Τι σημαίνει αυτό; Μπορεί να διαβάζουμε την Αγία Γραφή, να τηρούμε τα πάντα όσα μάς δίδαξε ο Χριστός, αλλά να μην αγαπάμε τον διπλανό μας. 

Αυτό, τι δηλώνει; Ότι σκεφτόμαστε μόνο τον εαυτό μας· να περάσουμε καλά εμείς και δεν μας ενδιαφέρει για τίποτα, ούτε καν αν πεθαίνει ο διπλανός μας επειδή δεν έχει φαγητό. Είναι υπερβολές; Όχι, όλοι έχουμε ακούσει ή έχουμε ζήσει κάποιο συγκεκριμένο γεγονός.

Στην παραβολή ποιος είναι αυτός που βοηθάει τον άνθρωπο; Ένας Σαμαρείτης. Ένας ξένος. Συμπόνησε τον ετοιμοθάνατο και τον περιέθαλψε για να γίνει καλά.

Ρωτάει, λοιπόν, ο Χριστός τον νομικό ποιος από τους τρεις φάνηκε πλησίον για τον άνθρωπο που έπεσε σε ληστεία για να λάβει την απάντηση του νομικού «αυτός που έδειξε την ευσπλαχνία του». Και ο Χριστός, λέει μία δύσκολη κουβέντα στο νομικό και σε εμάς: «πορεύου καὶ σὺ ποίει ὁμοίως» (πήγαινε και συ και πράττε όμοια με αυτόν).

Στη ζωή, αγαπητοί μου, έχουμε δύο επιλογές: ή να αδιαφορήσουμε για όλους τους ανθρώπους αλλά να θέλουμε τη βοήθειά τους ή να γίνουμε εμείς οι Σαμαρείτες τους, δίνοντάς τους αγάπη, στοργή, φροντίδα, κατανόηση.

Ας πάρουμε παράδειγμα, και τον σημερινό τιμώμενο Άγιο της Εκκλησίας· τον Άγιο Ιωάννη, «τοῦ χρυσοῦ τὴν γλῶτταν, χρυσοῦ καί τήν καρδίαν», τον Χρυσόστομο. Προσπάθησε να απαλύνει τον πόνο των φτωχών και των αναξιοπαθούντων αδερφών του και στην Αντιόχεια αλλά και στην Κωνσταντινούπολη, όπου μετέπειτα έγινε Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως.

Σε έναν κόσμο που δεν νοιάζεται για τον άλλο άνθρωπο, εμείς ας είμαστε κοντά του. Ας μην περιμένουμε να γίνει κάποιος Σαμαρείτης για εμάς, αλλά να γίνουμε εμείς Σαμαρείτης για τον άλλον.