Ζωντανή Αναμετάδοση Ιερών Ακολουθιών

Πέμπτη 23 Ιανουαρίου 2025

Από το βίο του αγίου Μαρκιανού

 Μπορεί να είναι εικόνα σύννεφο και ορίζοντας

 

Ἕνας πτωχός είχε μεγάλη ανάγκη και ζήτησε από τον Άγιο Ιερέα του Θεού του Υψίστου, το Μαρκιανό, ελεημοσύνη στο όνομα του Κυρίου.
Ο Άγιος Μαρκιανός, που ήταν πολύ ελεήμων και εύσπλαχνος δεν είχε εκείνη τη στιγμή χρήματα να του δώσει, όπως ήθελε, γι’ αυτό πήρε τον πτωχό σε μια γωνιά απόκρυφα, για να μην τους βλέπει ανθρώπινο μάτι.
Έβγαλε γρήγορα το ράσο του και το έδωσε στο φτωχό, για να μην λυπήσει τον Κύριο μας, που τον έβλεπε στο πρόσωπο του φτωχού.
Έτσι, έμεινε με το υποκάμισο μόνο.
Δεν φορούσε ποτέ του δύο ράσα, ήταν μονοχίτωνας.
Αμέσως έτρεξε στο Ιερό και φόρεσε τα άμφια, επειδή επρόκειτο να συλλειτουργήσει και αυτός με άλλους Ιερείς και παρουσία του Αρχιερέως τους.
Καθώς, λοιπόν, λειτουργούσαν, πολλές φορές τραβούσε το φελόνι ο Άγιος και το συμμάζωνε, για να μην δουν οι άλλοι Ιερείς την εσωτερική του γύμνια.
Ο Αρχιερεύς και οι υπόλοιποι κοιτάζοντας το Μαρκιανό είδαν θαύμα εξαίσιο.
Έβλεπαν, ότι φορούσε στολή βασιλική, κατάστικτη και χρυσοΰφαντη, που άστραφτε. Όταν άπλωσε το χέρι να μεταλάβει το λαό, φαινόταν περισσότερο εκείνο το χρυσοΰφαντο ύφασμα και όλοι το είδαν.
Τότε οι Ιερείς τον φθόνησαν και τον κατήγγειλαν στον Αρχιερέα, που και αυτός είχε δει το θαυμαστό περιστατικό.
Εκείνος αμέσως τον μάλωσε αυστηρά, που τόλμησε να φορέσει βασιλική στολή τόσο λαμπρή και πολύτιμη.
Ο Μαρκιανός έμεινε άναυδος από τη συκοφαντία. Έπεσε στα πόδια του Αρχιερέως και με δάκρυα του έλεγε, ότι όλοι τους είδαν φάντασμα.
Για να τους δείξει μάλιστα την αλήθεια γδύθηκε αμέσως τα ιερατικά άμφια, και τότε όλοι διαπίστωσαν ότι ήταν γυμνός.
Αμέσως κατάλαβαν το θαύμα!
Εννόησαν, ότι τη στολή αυτή του την χάρισε ο Κύριος, αντί της δικής του που έδωσε στον φτωχό.
Και όταν έμαθαν από τον ίδιο την υπόθεση, τότε έδειξαν περισσότερη από πριν ευλάβεια και εκτίμηση στον ελεήμονα Μαρκιανό, τον Άγιο Ιερέα τους, όλοι οι της κοσμικής εξουσίας μαζί με τον απλό λαό.


Ο Μέγας Μαρκιανός, γύρω στα μεσάνυχτα, όταν νόμιζε ότι κανείς δεν θα τον έβλεπε, συνήθιζε να πηγαίνει σ’ έναν γνωστό του τραπεζίτη, ν’ αλλάζει χρυσά νομίσματα με πολλά χάλκινα, για να έχει να μοιράζει στους φτωχούς, και να γυρίζει αμέσως (στο σπίτι του).
Ο τραπεζίτης λοιπόν, παίρνοντας σαν πρόφαση για (μεγαλύτερο) κέρδος το ότι ή συναλλαγή γινόταν τη νύχτα, σε ακατάλληλη ώρα, ζύγιζε το χρυσάφι με λειψά ζύγια.
Και ο άγιος, χωρίς να διαμαρτυρηθεί ποτέ ούτε να κάνει κανέναν έλεγχο, έδειχνε ότι τ’ άφηνε όλα στη συνείδηση του ζυγιστή.
Επειδή όμως αυτό έγινε πολλές φορές και ο Μαρκιανός δεν έκανε καμιά παρατήρηση στον τραπεζίτη, ο τελευταίος ήταν όλο έκπληξη.
Και (μια νύχτα), ενώ παρακολουθούσε την ώρα και είδε να φτάνουν τα μεσάνυχτα, κόντευαν πια να βγουν οι υποψίες του αληθινές και αντάξιες του βίου του Μαρκιανού.
Τότε λοιπόν, αφού καλοσκέφτηκε, τι έκανε;
Πρόσταξε έναν από τους δούλους του να πάρει από πίσω τον άγιο, μόλις θα έφευγε, για να μάθει που πηγαίνουν εκείνα τα χρήματα.
Πραγματικά, ο δούλος τον ακολούθησε.
Και όταν ο άνθρωπος του Θεού βρήκε νεκρό, πάνω σ’ ένα κρεβάτι, κάποιον φτωχό, πήρε από ένα καπηλειό (κρασί), όπως συνήθιζε, τον έπλυνε και τον έντυσε.
Στη συνέχεια, αφού εκείνος αναστήθηκε για μια στιγμή, τον ασπάσθηκε, και μετά τον ξάπλωσε πάλι (νεκρό) κι έφυγε, (για να ετοιμάσει ότι χρειαζόταν για την ταφή του).
Έφριξε ο δούλος μ’ αυτά πού είδε.
“Όσο πιο γρήγορα μπορούσε, γύρισε πίσω και τα διηγήθηκε όλα, με κάθε λεπτομέρεια, σ’ εκείνον πού τον είχε στείλει.
Αυτός τότε μετανόησε για όσα είχε κάνει και έκλαιγε, επειδή είχε αδικήσει τόσο τον άγιο.
Ή συνείδηση του τον τιμωρούσε (με τις τύψεις). Γι’ αυτό και, όταν ο άγιος τον επισκέφθηκε πάλι για ν’ ανταλλάξει τα χρυσά νομίσματα, έπεσε στα πόδια του ο τραπεζίτης, ομολόγησε τα κακά πού είχε κάνει και του επέστρεψε όσα του είχε πάρει επιπλέον.
Έτσι μια καλή πράξη, πού γίνεται σιωπηρά, μπορεί να ωφελήσει περισσότερο από λόγια πολλά, και όσους δεν ωφέλησαν σε τίποτα έλεγχοι και συμβουλές, αυτούς τους διόρθωσε μια αξιέπαινη πράξη, πού έγινε κρυφά και ανεπίδεκτα, γιατί άγγιξε τη συνείδηση τους και τους έκανε να μάθουν μόνοι τους το καλό.
Ο Μαρκιανός όμως, αφού είπε (στον τραπεζίτη) ότι δεν είχε αδικηθεί καθόλου, άφησε εκεί και (τα χρήματα) εκείνα πού του έδινε, αλλά και τον ίδιο, και δεν ξαναφάνηκε ποτέ πια• όχι, βέβαια, για να διακόψει τις σχέσεις του μ’ έναν πονηρό άνθρωπο γιατί όχι μόνο τον συγχώρεσε, αλλά και τον βεβαίωσε ότι τον αγαπούσε ιδιαίτερα, μα για ν’ αποφύγει την (ψυχική) βλάβη από τη μάταιη δόξα, και επειδή δεν ήθελε να φανερωθούν οι πράξεις του σε κανέναν άνθρωπο, παρά μόνο στο Θεό να είναι γνωστές.
Ιδιαίτερα χαρακτηριστική ήταν η φιλάνθρωπη συνήθεια του αγίου Μαρκιανού να περιμαζεύει εγκαταλειμμένους νεκρούς, να πλένει τα σώματα τους και να τα ετοιμάζει για ταφή.
“Όταν τελείωνε, έλεγε στο νεκρό σαν σε ζωντανό: “Σήκω, αδελφέ, ν’ αλλάξουμε τον τελευταίο ασπασμό, σύμφωνα με τη συνήθεια” και αμέσως ο νεκρός ανασταινόταν για λίγο, αποχαιρετιόταν με τον άγιο, κι έπειτα ξαναπέθαινε.



Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου