Τῇ ὑπερμάχῳ Στρατηγῷ τὰ νικητήρια,
Ὡς λυτρωθεῖσα τῶν δεινῶν εὐχαριστήρια,
Ἀναγράφω σοι ἡ Πόλις σου Θεοτόκε.
Ἀλλ᾿ ὡς ἔχουσα τὸ κράτος ἀπροσμάχητον,
Ἐκ παντοίων με κινδύνων ἐλευθέρωσον,
Ἵνα κράζω σοι· Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε.
Σέργιος Πατριάρχης
* * *
Πρὸς
τὴν Παναγία, πρὸς τὴν Ὑπέρμαχο Στρατηγό, ἀποτείνεται τὸ θαυμάσιο
βυζαντινὸ τροπάρι «Τὴ ὑπερμάχω Στρατηγῷ», ποὺ στὴν πραγματικότητα εἶναι ὁ
ἐθνικὸς ὕμνος τοῦ ἀγωνιστικοῦ Βυζαντίου. Καὶ σὰν ἐθνικό μας ὕμνο ἔπρεπε
νὰ τὸ κρατήσει καὶ ἢ ἀπελευθερωμένη Ἑλλάδα τοῦ 21, ἂν οἱ λόγιοι καὶ οἱ
πολιτικοὶ τῆς ἐποχῆς ἐκείνης εἶχαν τὴν ὀξυδέρκεια νὰ καταλάβουν τὴ
σημασία ποὺ παίρνει ἡ Παράδοση στὴ ζωὴ τῶν ἐθνῶν καὶ δὲν ἔβλεπαν τὴν
κλασικὴ Ἑλλάδα νὰ ἑνώνεται ἠθικὰ καὶ ἱστορικὰ μὲ τὸ ἀπελευθερωμένο
Ἔθνος, δίχως τὴν ἔνδοξη καὶ μεγαλόπρεπη περίοδο τῆς Βυζαντινῆς χιλιετίας
ποὺ μεσολάβησε καὶ σφυρηλάτησε τὴ νέα μας Ἑλληνοχριστιανικὴ συνείδηση.
Δῆτε ὅμως. Αὐτὸ ποὺ δὲν ἔκαμε τὸ μεταεπαναστατικὸ κράτος τὸ ἔκαμε μόνος
του ὁ Ἑλληνικὸς Λαός. Ἔτσι κάθε φορὰ ποὺ ἕνα μεγάλο γεγονὸς τρικυμίζει
τὴ ψυχή μας, τὸ βυζαντινὸ τροπάρι αὐθόρμητα ἀνεβαίνει στὰ χείλη μας καὶ
σμίγει μὲ τοὺς στίχους τοῦ Σολωμοῦ. Καὶ πάλι αὐθόρμητα κάθε φορὰ ποὺ ἕνα
ὑπόδουλο τμῆμα τοῦ Ἑλληνισμοῦ ἑνώνεται μὲ τὴν ἑνιαία ἐλεύθερη πατρίδα, ὁ
Ἑλληνικὸς Λαὸς ἀλληλοχαιρετᾶται μὲ τὴ θρησκευτικὴ φράση «Χριστὸς
Ἀνέστη».
Στρατής Μυριβήλης
* * *
Ήμασταν συνηθισμένοι να το στοχαζόμαστε αλλιώς το «Ιησούς Χριστός Νικά»
πού ειδαμε κάποτε στα τείχη της Βασιλεύουσας, τα φαγωμένα από γυφτοτσάντιρα και στεγνά χορτάρια,
με τους μεγάλους πύργους κατάχαμα σαν ενός δυνατού που έχασε, τα ριγμένα ζάρια.
Για μας ήταν άλλο πράγμα ο πόλεμος για την πίστη του Χριστού
και για την ψυχή του ανθρώπου καθισμένη στα γόνατα της Υπερμάχου Στρατηγού,
πού ειχε στα μάτια ψηφιδωτό τον καημό της Ρωμιοσύνης,
εκείνου του πέλαγου τον καημό σαν ήβρε το ζύγιασμα της καλοσύνης.
Γιώργος Σεφέρης
* * *
Της αγάπης αίματα *
με πορφύρωσαν
Και χαρές ανίδωτες *
με σκιάσανε
Οξειδώθηκα μες στη *
νοτιά
*
των ανθρώπων
Μακρινή Μητέρα *
Ρόδο μου Αμάραντο
Στ' ανοιχτά του πέλαγου *
με καρτέρεσαν
Με μπομπάρδες τρικάταρτες *
και μου ρίξανε
Αμαρτία μου να 'χα *
κι εγώ
*
μιαν αγάπη
Μακρινή Μητέρα *
Ρόδο μου Αμάραντο
Τον Ιούλιο κάποτε *
μισανοίξανε
Τα μεγάλα μάτια της *
μες στα σπλάχνα μου
Την παρθένα ζωή μια *
στιγμή
*
να φωτίσουν
Μακρινή Μητέρα *
Ρόδο μου Αμάραντο
Κι από τότε γύρισαν *
καταπάνω μου
Των αιώνων όργητες *
ξεφωνίζοντας
«Ο που σ' είδε, στο αίμα *
να ζει
*
και στην πέτρα»
Μακρινή Μητέρα *
Ρόδο μου Αμάραντο
Της πατρίδας μου πάλι *
ομοιώθηκα
Μες στις πέτρες άνθισα *
και μεγάλωσα
Των φονιάδων το αίμα *
με φως
*
ξεπληρώνω
Μακρινή Μητέρα *
Ρόδο μου Αμάραντο.
Οδυσσέας Ελύτης
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου