Όταν
η νύχτα απλώνεται σαν βελούδινος μανδύας στον κόσμο, και τα αστέρια
ανατέλλουν ως λαμπρές ελπίδες στον ουρανό, η ψυχή ανακαλύπτει μια σπάνια
σιωπή, μια ανάσα που μοιάζει να σβήνει τις φωνές της ημέρας.
Είναι τότε που ο νους περιπλανιέται, μετρά τα αστέρια και πλάθει όνειρα.
Μα πόσοι έχουν το προνόμιο να ονειρεύονται;
Υπάρχουν εκείνοι που δεν έχουν που να ξαποστάσουν.
Κάθε σκληρό πεζοδρόμιο, κάθε έρημος δρόμος γίνεται το κρεβάτι τους.
Το
βλέμμα τους δεν χάνεται στο βάθος των αστεριών, αλλά αγωνίζεται να βρει
ένα μέρος να προστατευτεί από το ψύχος, από τη μοναξιά, από την
αδιαφορία.
Οι σκιές τους σέρνονται στους τοίχους των πόλεων, φαντάσματα που περνούν απαρατήρητα.
Κι
εμείς, που απολαμβάνουμε την ελευθερία να μιλάμε, να εκφραζόμαστε, πόσο
συχνά αναλογιζόμαστε εκείνους που τους στερούν αυτή τη φωνή;
Εκείνους
που τα λόγια τους πνίγονται προτού γεννηθούν, φυλακισμένα σε μια σιωπή
που επιβάλλεται με φόβο, βία, ή ακόμη και με τη σιωπηλή συναίνεση της
κοινωνίας.
Κι αν, καθώς σκεφτόμαστε τους άλλους, η
σκέψη επιστρέψει σε εμάς τους ίδιους, αν μπορέσουμε να ψιθυρίσουμε τη
σιωπηλή ευχή: «Αχ, και να ήμουν ένα κερί στο σκοτάδι», τότε ίσως να
έχουμε ήδη κάνει το πρώτο βήμα.
Το κερί είναι
ταπεινό, δεν διαλαλεί τη φλόγα του, μα με το φώς του σκίζει τη νύχτα:
μπορεί να είναι μικρό, μα δεν παύει να είναι φώς.
Αυτό το κερί είναι μια υπόσχεση: Να θυμόμαστε εκείνους που μένουν στο περιθώριο, να ακούμε εκείνους που τους στερούν τη φωνή, να γινόμαστε εμείς το φώς, έστω και για μια στιγμή, έστω και για έναν άνθρωπο.
Στο σκοτάδι, ακόμη και το πιο ταπεινό κερί μπορεί να γίνει φάρος ελπίδας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου