Ζωντανή Αναμετάδοση Ιερών Ακολουθιών

Πέμπτη 28 Αυγούστου 2025

Άγιος Μωυσής ο Αιθίοπας, ο Άγιος της Ελπίδας

 

agios moisis 1

 

Πρωτοπρεσβυτέρου Γεωργίου Χριστοδούλου


Ο Άγιος Μωυσής ο Αιθίοπας, γνωστός και ως Μωυσής ο Μαύρος, είναι μία από τις πιο συγκλονιστικές μορφές της χριστιανικής αγιολογίας.

Η ζωή του μοιάζει με ένα μεγάλο ταξίδι: από τα σκοτάδια της αμαρτίας και της εγκληματικής ζωής, στην κορυφή της αγιότητας και της ένωσης με τον Θεό.

Η ζωή των Αγίων είναι πάντοτε ένας φωτεινός δρόμος για τον άνθρωπο. Μέσα από τις δικές τους εμπειρίες, τους αγώνες, τις πτώσεις και τις νίκες, μαθαίνουμε πώς ο Θεός μεταμορφώνει τον αμαρτωλό σε Άγιο, τον βίαιο σε ειρηνικό, τον σκληρό σε γλυκύ και γεμάτο αγάπη.

Ανάμεσα στους μεγάλους Πατέρες, Οσίους και Οσιομάρτυρες της ερήμου της Αιγύπτου, ξεχωριστή θέση κατέχει ο Άγιος Μωυσής ο Αιθίοπας.

Γεννήθηκε στην Αιθιοπία και πέρασε τα πρώτα χρόνια της ζωής του μέσα στην αμαρτία και τη βία.

Υπήρξε δούλος, φυγάς, ληστής και αρχηγός συμμορίας.

Όμως, όταν άνοιξε η καρδιά του στο κάλεσμα του Θεού, άφησε πίσω το σκοτάδι και έγινε ένας από τους πιο αγαπητούς και σεβαστούς ασκητές της Αιγυπτιακής ερήμου.

Δεν αγίασε σε μια μέρα. Η πορεία του ήταν μακρά, γεμάτη αγώνα, πτώσεις και ξανασηκώματα.

Ο ίδιος έλεγε ότι η μετάνοια θέλει υπομονή, όπως το δέντρο θέλει χρόνο για να βγάλει καρπό.

Έτσι, έγινε «ο Άγιος της Ελπίδας», για όλους εκείνους που κουράστηκαν από την αμαρτία και ψάχνουν έναν νέο δρόμο.

Η ζωή του δεν είναι απλώς μια ιστορία από το παρελθόν· είναι ένα μήνυμα για το σήμερα.

Δείχνει ότι όποιος κι αν είσαι, ό,τι κι αν έχεις κάνει, ποτέ δεν είναι αργά να αλλάξεις και να πλησιάσεις τον Χριστό.

Η Εκκλησία τον τιμά ως Άγιο της ελπίδας, γιατί η ζωή του αποδεικνύει ότι καμία αμαρτία δεν είναι ανώτερη από το έλεος του Θεού.

Ο Μωυσής έδειξε με την πράξη του ότι η μετάνοια δεν είναι μια στιγμή, αλλά ένας συνεχής αγώνας που φέρνει τον άνθρωπο από τον θάνατο στην ζωή.

Η νεανική ζωή του Μωυσή – από τη σκλαβιά στη ληστεία

Ο Άγιος Μωυσής καταγόταν από την Αιθιοπία, από την οποία έλαβε και το προσωνύμιο "Αιθίοπας". Στα νιάτα του δεν έζησε με ευλάβεια ούτε με φόβο Θεού.

Αντίθετα, ήταν γνωστός για τη σωματική του δύναμη, την αγριότητα και την ορμητική του φύση.

Αρχικά υπήρξε δούλος ενός πλουσίου Αιγυπτίου. Όμως, λόγω της σκληρότητάς του και της ροπής του στη βία, ο αφέντης του τον έδιωξε από το σπίτι.

Ελεύθερος πλέον, αλλά χωρίς ηθικούς φραγμούς, ο Μωυσής βρήκε τον δρόμο του εγκλήματος.

Έγινε ληστής και αρχηγός συμμορίας, που σκόρπιζε τον φόβο σε όλη την περιοχή γύρω από τον Νείλο.

Οι συμμορίες εκείνη την εποχή λυμαίνονταν τα χωριά και τις πόλεις, σκοτώνοντας, ληστεύοντας, βιάζοντας και τρομοκρατώντας τους κατοίκους.

Ο Μωυσής ήταν ο φοβερότερος από όλους. Λέγεται ότι με τα ίδια του τα χέρια μπορούσε να νικήσει πολλούς αντιπάλους, ενώ η κακία και η αγριότητά του δεν είχαν όρια.

Έζησε για πολλά χρόνια βυθισμένος στην αμαρτία, στο αίμα, στην αδικία και στις απολαύσεις.

Η ψυχή του είχε γίνει σκληρή σαν πέτρα, και κανείς δεν μπορούσε να φανταστεί ότι αυτός ο άνθρωπος θα γινόταν κάποτε άγιος.

Όμως, όπως συμβαίνει συχνά με την Πρόνοια του Θεού, εκμεταλλεύτηκε μέσα στην αμαρτωλή ζωή του, μια κρυφή σπίθα που θα γινόταν η αρχή της αλλαγής του.

Η στροφή της ζωής του

Η αμαρτωλή ζωή του τον έφερε κάποτε κυνηγημένο. Μια συμμορία που ήθελε να τον σκοτώσει, τον ανάγκασε να καταφύγει στην έρημο της Νιτρίας.

Εκεί, για πρώτη φορά, γνώρισε τους μοναχούς.

Παρατηρώντας την ειρηνική και αγιασμένη ζωή τους, ο σκληρός και αιμοβόρος Μωυσής συγκλονίστηκε.

Μέσα του ξύπνησε η πρώτη σπίθα μετανοίας.

Ένιωσε πως όλη η προηγούμενη ζωή του ήταν χαμένος χρόνος, γεμάτος σκοτάδι και αδικία.

Ο ίδιος αργότερα έλεγε ότι ένιωσε «το βλέμμα του Θεού» να τον καλεί σε αλλαγή.

Έτσι, αποφάσισε να εγκαταλείψει τον δρόμο της βίας και να χτυπήσει την πόρτα της μοναχικής ζωής.

Η πορεία προς τη μετάνοια

Ο Μωυσής, αν και είχε βυθιστεί στα σκοτάδια της αμαρτίας, δεν έπαψε ποτέ μέσα του να κουβαλά μια ανήσυχη καρδιά.

Η συνείδησή του, θαμμένη κάτω από χρόνια αδικίας και βίας, άρχισε κάποια στιγμή να ξυπνά.

Όσο κι αν κυνηγούσε τη χαρά στην αμαρτία, ένιωθε κενός.

Το ξίφος, το κρασί, οι κλοπές και οι απολαύσεις της σάρκας δεν γέμιζαν την ψυχή του.

Αντίθετα, του έφερναν εσωτερικό πόνο, λύπη και θυμό.

Μια νύχτα, λέγεται, προσπάθησε να διασχίσει τον Νείλο για να επιτεθεί σε μια αγέλη βοοειδών.

Το ποτάμι όμως φούσκωσε ξαφνικά, και εκείνος, πνιγμένος στην οργή του, φώναξε στον ήλιο και στη σελήνη, ζητώντας τους να τον βοηθήσουν.

Μα ο ουρανός έμεινε σιωπηλός. Τότε, με δάκρυα και οργή, στράφηκε στον Θεό που δεν γνώριζε, λέγοντας: «Αν Εσύ είσαι ο αληθινός Θεός, δείξε μου τη δύναμή Σου και σώσε με από αυτόν τον κίνδυνο».

Και ο Θεός, που «οὐ θέλει τὸν θάνατον τοῦ ἁμαρτωλοῦ ὡς τὸ ἐπιστρέψαι καὶ ζῆν αὐτόν» (Ιεζ. 33, 11), δεν περιφρόνησε τη φωνή του.

Ο ποταμός ησύχασε και ο Μωυσής πέρασε σώος στην απέναντι όχθη. Αυτό το γεγονός συγκλόνισε την ψυχή του.

Κατάλαβε πως μια ανώτερη δύναμη τον προστάτευε, όχι για να συνεχίσει στο κακό, αλλά για να γνωρίσει τον δρόμο της σωτηρίας.

Από τότε άρχισε μέσα του μια εσωτερική πάλη.

Ο παλιός Μωυσής, ο βίαιος, ο αιμοδιψής, πολεμούσε με τον νέο Μωυσή, που ποθούσε ειρήνη, συγχώρεση και έναν Θεό που αγαπά.

Έψαχνε τρόπο να αλλάξει, να ξεφύγει από την παλιά του ζωή.

Σύντομα έμαθε για κάποιους ανθρώπους που ζούσαν μακριά από τις πόλεις, μέσα στην έρημο της Σκήτης(περιοχή στην έρημο τηε Νιτρίας).

Αυτοί ήταν οι μοναχοί, άνδρες που είχαν αφιερώσει τη ζωή τους στον Χριστό.

Ζούσαν χωρίς όπλα, χωρίς πολυτέλειες, μέσα σε προσευχή και νηστεία.

Για τον Μωυσή, που είχε συνηθίσει την αμαρτία, αυτή η είδηση έμοιαζε παράξενη, σχεδόν αδύνατη. Και όμως, κάτι μέσα του τον τραβούσε προς τα εκεί.

Με βαριά καρδιά, άφησε την παλιά του συμμορία και ξεκίνησε για την έρημο.

Ήθελε να γνωρίσει αυτούς τους ανθρώπους και, ίσως, να βρει κι εκείνος την ειρήνη που αναζητούσε.

Όταν έφτασε στις σπηλιές των Πατέρων της Σκήτης, παρουσιάστηκε στον Αββά Ισίδωρο τον Πρεσβύτερο.

Με δάκρυα και συντριβή, του εξομολογήθηκε τα εγκλήματά του και του είπε: «Δεν μπορώ άλλο να ζω με αυτόν τον τρόπο. Θέλω να γνωρίσω τον Θεό που σώζει και ελευθερώνει».

Ο γέροντας, βλέποντας την αληθινή του μετάνοια, δεν τον έδιωξε. Αντίθετα, τον δέχθηκε με αγάπη, γνωρίζοντας ότι «οὐκ ἦλθεν ὁ Χριστὸς καλέσαι δικαίους, ἀλλὰ ἁμαρτωλοὺς εἰς μετάνοιαν».

Έπειτα τον οδήγησε στο μοναστήρι, όπου ο Μωυσής βαπτίστηκε χριστιανός και έγινε μοναχός.

Η μέρα εκείνη ήταν η αρχή μιας νέας ζωής. Ο ληστής Μωυσής είχε πεθάνει· και γεννήθηκε ο μοναχός Μωυσής, ο οποίος αργότερα θα γινόταν «ὁ Μαύρος ὁ Ἀιθίοψ», ο μεγάλος όσιος της Εκκλησίας.

Η μεταστροφή και η είσοδος στον μοναχισμό

Ο Μωυσής, αν και βυθισμένος στα πάθη και στη βία, ποτέ δεν έπαψε να αισθάνεται μέσα του ένα βαθύ κενό, μια δίψα για κάτι υψηλότερο.

Η ψυχή του, παρά την αμαρτία, δεν έπαυσε να χτυπά με ανησυχία για την αλήθεια.

Ο ίδιος περιέγραφε αργότερα ότι κάθε φορά που ξέμενε μόνος, μακριά από τα γλέντια και τις ληστείες, αισθανόταν μια φωνή να τον ελέγχει και να του λέει: «Μωυσή, η ζωή σου είναι σκιερή και ψεύτικη. Υπάρχει δρόμος καλύτερος, δρόμος φωτός».

Οι μοναχοί τον κοίταζαν με δισταγμό. Είχαν μπροστά τους έναν άνδρα γνωστό για τα εγκλήματά του.

Μα εκείνος, με δάκρυα στα μάτια, γονάτιζε και έλεγε: «Ήλθα να βρω σωτηρία. Μην με διώξετε. Αν και είμαι βαρύς αμαρτωλός, πιστεύω πως ο Χριστός μπορεί να με αλλάξει».

Ο σκληρός αγώνας

Η μετάνοια του Μωυσή δεν ήταν εύκολη ούτε στιγμιαία. Οι συνήθειες και τα πάθη τον πολεμούσαν σφοδρά. Ιδιαίτερα η οργή και η σάρκα τον ταλαιπωρούσαν.

Πολλές φορές του ήρθε η σκέψη να εγκαταλείψει. Όμως με τη δύναμη της προσευχής, με νηστεία και αγρυπνία, πάλευε καθημερινά.

Λέγετε πως στις αρχές χτυπούσε δεκαπέντε φορές τη μέρα την πόρτα του κελιού του Μεγάλου Ισιδώρου, του πνευματικού του.

Εκείνος, με αγάπη τον παρηγορούσε και τον ενθάρρυνε στον αγώνα του με σκοπό να διώχνει το φοβερό δαιμόνιο της απελπισίας που παραλύει τον κάθε αγωνιζόμενο άνθρωπο.

Ένα χαρακτηριστικό περιστατικό διηγούνται οι Πατέρες: Μια νύχτα, ο διάβολος τον πολέμησε με σφοδρό πειρασμό.

Ο Μωυσής, για να μη νικηθεί, έφυγε τρέχοντας από το κελί του και στάθηκε όρθιος όλη τη μέρα κάτω από τον καυτό ήλιο, προσευχόμενος.

Όταν οι πατέρες τον είδαν, του είπαν: «Μωυσή, μη βασανίζεις έτσι τον εαυτό σου». Εκείνος απάντησε: «Δεν μπορώ αλλιώς να πολεμήσω τα πάθη που με σέρνουν πίσω στην παλιά ζωή».

Η σταθεροποίηση

Με τα χρόνια, η μετάνοιά του έγινε καρπός. Η σκληρότητα που είχε κάποτε αντικαταστάθηκε από πραότητα. Η βία έγινε ελεημοσύνη. Από ληστής μεταμορφώθηκε σε ειρηνοποιό.

Ο ίδιος ο άγιος Μακάριος της Αιγύπτου, τον οποίον επισκεπτόταν τακτικά, βλέποντας τον αγώνα του, τον ενθάρρυνε λέγοντας: «Μωυσή, ο Θεός σε κάλεσε, και αν μείνεις ταπεινός, θα σε δοξάσει».

Οι πρώτοι πειρασμοί και η άσκηση στην έρημο

Ο Μωυσής, αφού εγκαταστάθηκε οριστικά στην έρημο, άρχισε να δέχεται πολυποίκιλες επιθέσεις, τόσο από τους ανθρώπους όσο και από τους δαίμονες.

Οι ληστές, που κάποτε υπήρξαν σύντροφοί του, δεν μπορούσαν να αποδεχθούν την αλλαγή του· ορισμένοι μάλιστα τον προκαλούσαν και τον κορόιδευαν, λέγοντας πως «δεν είναι δυνατόν ο λύκος να γίνει αρνί».

Εκείνος, όμως, απαντούσε με πραότητα: «Ο Κύριος που με έπλασε, Αυτός μπορεί να με αναπλάσει».

Στην έρημο ο νέος ασκητής βρέθηκε αντιμέτωπος με τον εαυτό του. Οι παλαιές συνήθειες, τα πάθη και οι μνήμες των αμαρτιών του τον πολεμούσαν νύχτα και μέρα.

Οι δαίμονες τον βασάνιζαν με λογισμούς αμαρτωλούς και με επιθυμίες που άλλοτε τον κυρίευαν. Όμως εκείνος, αντί να υποχωρήσει, παρέδιδε τον εαυτό του στη νηστεία, στην αγρυπνία και στην αδιάλειπτη προσευχή.

Οι Πατέρες που τον καθοδηγούσαν συχνά τον συμβούλευαν να μη στηρίζεται στη δική του δύναμη, αλλά στη χάρη του Θεού.

Έτσι, ο Μωυσής συνήθιζε να κάνει ατελείωτες ώρες προσευχής όρθιος, με τα χέρια υψωμένα, ζητώντας το έλεος του Κυρίου.

Πολλές φορές έφτανε στο σημείο να πέφτει κάτω από την εξάντληση, αλλά σηκωνόταν πάλι και συνέχιζε, δείχνοντας σπάνια επιμονή και υπομονή.

Ένας από τους πιο σκληρούς πειρασμούς που δέχθηκε ήταν η συνεχής επίθεση ακαθάρτων λογισμών. Έφτασε μάλιστα σε τέτοιο σημείο απελπισίας, ώστε σκέφτηκε να εγκαταλείψει την ασκητική ζωή. Τότε πήγε στον γέροντά του και του εξομολογήθηκε την πάλη του.

Ο σοφός γέροντας , ο άγιος Ισίδωρος, τον ανέβασε στην ταράτσα του κελιού του και του είπε:

«Κοίταξε δυτικά». Εκεί ο Μωυσής είδε πλήθος δαιμόνων έτοιμους για μάχη.

«Κοίταξε τώρα ανατολικά», του είπε. Και εκεί είδε μυριάδες αγγέλων ένδοξους.

«Να ξέρεις, αδελφέ Μωυσή», του εξήγησε ο γέροντας, «ότι αυτοί που είναι με μας είναι περισσότεροι από αυτούς που μας πολεμούν».

Το όραμα αυτό στήριξε τον νεοκατήχητο ασκητή και του έδωσε δύναμη να συνεχίσει τον αγώνα του. Από τότε έγινε ακόμη πιο επίμονος στη νηστεία και την προσευχή, και σιγά σιγά η χάρη του Θεού άρχισε να καίει μέσα του τα πάθη, όπως η φωτιά καθαρίζει τον σίδηρο.

Η φήμη του άρχισε να εξαπλώνεται σιγά σιγά στην έρημο. Πολλοί μοναχοί θαύμαζαν το σθένος και την ανδρεία με την οποία αντιμετώπιζε τους πειρασμούς.

«Οι επτά ληστές»: από τη βία στη μετάνοια

Η νύχτα της επίθεσης

Στη σιωπή της Σκήτεως—εκεί όπου οι άνεμοι της ερήμου έμοιαζαν με ψαλμωδία—ο Αββάς Μωυσής προσευχόταν.

Είχε ήδη διανύσει χρόνια σκληρού ασκητικού αγώνα: νηστείες, αγρυπνίες, υπακοή, και κυρίως μια αδιάκοπη πάλη με τις μνήμες και τις συνήθειες του παλαιού ανθρώπου.

Εκείνη τη νύχτα, όπως έμαθαν αργότερα οι αδελφοί, επτά οπλισμένοι ληστές κινήθηκαν προς το κελί του, αποφασισμένοι να τον ληστέψουν—ίσως και να τον εξοντώσουν, αν αντιστεκόταν.

Οι θύρες άνοιξαν με θόρυβο. Οι άνδρες όρμησαν. Μα ο Μωυσής, παρ' όλη την ηλικία του, δεν είχε χάσει τη δύναμη που κάποτε τον είχε κάνει φόβο και τρόμο στην κοιλάδα του Νείλου.

Στάθηκε όρθιος, ήρεμος. Και τότε συνέβη το αναπάντεχο: τους ακινητοποίησε όλους, χωρίς να χύσει αίμα.

Τους έδεσε — όχι ως εκδίκηση, αλλά ως περιορισμό της μανίας τους — και, σηκώνοντάς τους σχεδόν σαν σακιά, τους μετέφερε στην εκκλησία της σκήτης, την ώρα που οι πατέρες τελούσαν την ακολουθία.

Η ανατροπή μέσα στον οίκο του Θεού

Μπροστά στους ψαλμούς και στο φως των καντηλιών, το θράσος εκείνων των ανθρώπων άρχισε να λιώνει.

Ο Μωυσής τότε είπε στους αδελφούς: «Εγώ, ως χριστιανός, δεν μπορώ να βλάψω κανέναν. Εσείς τι προστάζετε να γίνει;»

Ο Μέγας Ισίδωρος, ο γέροντάς του, τού είπε να τους αναλάβει ο ίδιος, ώστε να συναισθανθεί την επιείκεια και το έλεος που έδειξε ο Θεός στον ίδιο που ήταν πολύ χειρότερος, έτσι ώστε να δείξει κι εκείνος με τη σειρά του έλεος και σε αυτούς.

Δεν υπήρχε ανάγκη για πολλά λόγια. Η παρουσία του Αββά, η πραότητα του προσώπου του, η αναίμακτη δύναμη που μόλις είχαν γευθεί, έγιναν κήρυγμα ισχυρότερο από κάθε θεωρία και φιλοσοφία.

Οι ληστές λύγισαν, ομολόγησαν την πράξη τους και ζήτησαν να αλλάξουν ζωή. Μερικοί, από εκείνη κιόλας τη μέρα, έμειναν στη σκήτη· άλλοι επέστρεψαν για να κόψουν δεσμούς και γύρισαν πίσω.

Με τον καιρό και οι επτά φόρεσαν το σχήμα και εντάχθηκαν στον κοινόβιο αγώνα.

Έτσι ο Μωυσής αποδείκνυε ότι η αληθινή δύναμη δεν βρίσκεται στη βία, αλλά στην ταπείνωση και στην αγάπη του Χριστού.

Η δοκιμασία της ταπείνωσης και η δύναμη της προσευχής

Μετά την πλήρη αφιέρωσή του στον ασκητικό βίο, ο άγιος Μωυσής ο Αιθίοπας δεν έπαψε να δέχεται δοκιμασίες. Ο διάβολος, βλέποντας πως ο πρώην δούλος της αμαρτίας έγινε τώρα φλογερός δούλος του Χριστού, εξαπέλυσε εναντίον του πολλούς και ποικίλους πειρασμούς. Μα ο Θεός, όπως πάντα, μετέτρεπε τους πειρασμούς σε ευκαιρίες ταπείνωσης και τελειότητας.

Οι πειρασμοί της σάρκας

Στην αρχή, ο άγιος βασανίστηκε από έντονους σαρκικούς λογισμούς. Οι αναμνήσεις της προηγούμενης ζωής του τον πολεμούσαν νύχτα και μέρα.

Ο ίδιος, σε στιγμή αδυναμίας, απευθύνθηκε στους γέροντες και εξομολογήθηκε την πάλη του.

Εκείνοι τον συμβούλεψαν με πραότητα:

— Μη λυπάσαι, αδελφέ Μωυσή. Ο κόπος σου, η νηστεία, η αγρυπνία και η προσευχή θα συντρίψουν την παλαιά συνήθεια.

Κι εκείνος υπάκουσε. Για χρόνια πάλευε με νηστείες σκληρές και προσευχές αδιάλειπτες.

Πολλές φορές, για να κατανικήσει την επιθυμία, έβγαινε από το κελί του νύχτα και κουβαλούσε νερό από το πηγάδι για όλους τους αδελφούς – απόσταση μακρινή και επίπονη.

Έτσι, με τον κόπο της σάρκας, έσβηνε τη φλόγα του πάθους.

Η ταπείνωση ως όπλο

Δεν έφτανε όμως μόνο η νηστεία. Ο Θεός θέλησε να διδάξει στον άγιο το ύψιστο μυστικό: ότι η αληθινή νίκη δεν έρχεται με τη δύναμη του ανθρώπου, αλλά με την δύναμη της ταπείνωσης.

Κάποτε, ο ηγούμενος της σκήτης θέλησε να δοκιμάσει την ταπείνωση του Μωυσή. Του έδωσε μια εντολή:

— Μωυσή, πήγαινε να υπηρετήσεις τους αδελφούς στην τράπεζα.. αφού είχε συνεννοηθεί με τους υπόλοιπους αδελφούς να τον περιγελούν και να τον ταπεινώνουν.

Κι έτσι έγινε. Καθώς εκείνος μοίραζε φαγητό, κάποιοι μοναχοί, για να δοκιμάσουν την υπομονή του, τον πρόσβαλαν:

— Τι γυρεύει εδώ ο μαύρος;

Κι εκείνος απάντησε με πραότητα:

— Καλά κάνετε, αδελφοί μου. Έτσι μου αξίζει.

Με τον καιρό, οι Πατέρες είδαν ότι η μετάνοιά του ήταν αληθινή. Τον χειροτόνησαν διάκονο. Όταν στάθηκε μπροστά στον πατριάρχη, εκείνος θέλησε να τον δοκιμάσει. Του είπε:

— «Μαύρε, εσύ δεν αξίζεις να γίνεις κληρικός!»

Ο Μωυσής, χωρίς να θυμώσει, αποκρίθηκε:

— «Ναι, δέσποτα. Είμαι γεμάτος αμαρτίες και μαύρη ψυχή έχω. Είμαι ανάξιος.»

Η ταπείνωσή του συγκλόνισε τον πατριάρχη, ο οποίος τελικά τον χειροτόνησε διάκονο.

Οι αδελφοί θαύμασαν την καρτερία του και κατάλαβαν ότι ο Μωυσής είχε νικήσει τον παλαιό άνθρωπο.

Η δύναμη της προσευχής

Ο άγιος απέκτησε τέτοια καθαρότητα προσευχής, ώστε όταν ύψωνε τα χέρια του στον ουρανό, η καρδιά του πλημμύριζε φως.

Έλεγε συχνά:

— Ο μοναχός πρέπει να είναι σαν το δέντρο. Όσο πιο βαθιά ριζώνει στην προσευχή, τόσο πιο δυνατά αντέχει στις καταιγίδες.

Με την προσευχή του, όχι μόνο νικούσε τους δικούς του πειρασμούς, αλλά και βοηθούσε όσους έρχονταν σε αυτόν με λογισμούς. Πολλοί μοναχοί τον επισκέπτονταν και έφευγαν αναπαυμένοι, σαν να είχε σηκώσει από πάνω τους ο Μωυσής όλο το βάρος της ψυχής τους.

Οι δαίμονες, που κάποτε τον είχαν σύμμαχο, τώρα τον πολεμούσαν με λύσσα. Του έφερναν εικόνες από την παλιά του ζωή, τον βασάνιζαν με πειρασμούς σαρκικούς και με απελπισία.

Ο Μωυσής, όμως, δεν λύγισε. Κάθε φορά που η ψυχή του σκοτείνιαζε, έπεφτε στα γόνατα και φώναζε: «Κύριε, βοήθησέ με, χωρίς Εσένα δεν μπορώ».

Η ταπείνωση ως όπλο

Η μεγάλη του νίκη δεν ήταν ούτε η δύναμη ούτε η εξυπνάδα του, αλλά η ταπείνωση. Ο Μωυσής δεν καυχιόταν για τις αρετές του∙ αντίθετα, έβλεπε τον εαυτό του ως τον χειρότερο όλων.

Όταν οι άλλοι μοναχοί τον επαινούσαν για την προκοπή του, εκείνος απαντούσε: «Εγώ ήμουν ληστής και φονιάς∙ αν έχω σωθεί, είναι μόνο χάρη στη μακροθυμία του Θεού».

Το φως της Χάριτος

Με τον καιρό, οι αγώνες του καρποφόρησαν. Το πρόσωπό του άρχισε να λάμπει από το φως της Χάριτος, και η καρδιά του γέμισε ειρήνη. Εκεί που παλιά βασίλευε το μίσος, τώρα υπήρχε μόνο αγάπη.

Εκεί που πριν κυριαρχούσαν οι βίαιοι λογισμοί, τώρα κατοικούσε η προσευχή. Έγινε παράδειγμα για τους νεότερους μοναχούς, που έβλεπαν σε αυτόν την απόδειξη ότι ο Χριστός μπορεί να μεταμορφώσει τον πιο αμαρτωλό άνθρωπο σε σκεύος εκλογής.

Η ζωή του Αγίου Μωυσή του Αιθίοπα αποτελεί ένα από τα πιο συγκλονιστικά παραδείγματα μετάνοιας στην ιστορία της Εκκλησίας.

Ο άνθρωπος που υπήρξε διαβόητος ληστής, σκληρός, αδίστακτος και γεμάτος αμαρτίες, στάθηκε ικανός – με τη δύναμη της Χάριτος – να μεταμορφωθεί σε σκεύος εκλογής και να καταταγεί στους Αγίους της Εκκλησίας μας.

Η μετάνοια του Αγίου δεν υπήρξε στιγμιαία, ούτε εύκολη. Ήταν ένας επίπονος και μακρύς δρόμος.

Ο Μωυσής, όταν συνάντησε την αλήθεια του Χριστού, δεν αρκέστηκε σε μια εξωτερική αλλαγή ή σε ένα απλό συναίσθημα συγκίνησης· μπήκε σε έναν αγώνα που κράτησε χρόνια.

Η Εκκλησία μας τονίζει πως η μετάνοια δεν είναι μια πράξη που γίνεται μία φορά, αλλά ένας διαρκής τρόπος ζωής, μια συνεχής στροφή του ανθρώπου προς τον Θεό. Αυτό το βίωσε ο Άγιος Μωυσής.

Στην αρχή της μοναχικής του πορείας, τα πάθη του δεν έπαψαν να τον πολεμούν. Η μνήμη της παλιάς ζωής, οι επιθυμίες και οι κακές συνήθειες συνέχιζαν να τον βαραίνουν.

Υπήρχαν φορές που σκεπτόταν να εγκαταλείψει τον αγώνα, γιατί η φωτιά των παθών φαινόταν πιο δυνατή από την προσευχή του.

Όμως τότε, με τη βοήθεια των γεροντάδων της ερήμου, έμαθε να στέκεται με υπομονή.

Οι Πατέρες τον συμβούλευσαν: «Μην αποκάμεις, Μωυσή· ο Θεός δεν μετράει μόνο τις πτώσεις σου, αλλά βλέπει τον αγώνα σου και την επιμονή σου. Μείνε στο κελί σου και προσευχήσου. Ο Κύριος θα σε ελευθερώσει την ώρα που Εκείνος γνωρίζει».

Και έτσι έγινε. Με τα χρόνια, μέσα από δάκρυα, νηστείες και αδιάλειπτη προσευχή, η ψυχή του καθάρισε. Η καρδιά που κάποτε ήταν γεμάτη οργή, εκδίκηση και σκληρότητα, έγινε πλέον φωτιά αγάπης και ελέους.

Ένα από τα πιο συγκλονιστικά σημεία της ζωής του είναι ότι ποτέ δεν λησμόνησε τις αμαρτίες του. Ακόμη κι όταν απέκτησε φήμη αγίου, εκείνος θεωρούσε τον εαυτό του «χειρότερο όλων των ανθρώπων».

Όταν κάποτε κάποιοι μοναχοί τον ρώτησαν πώς άντεξε τόσα χρόνια να παλεύει με τα πάθη του, απάντησε ταπεινά: «Αν ο άνθρωπος βάλει στον νου του ότι είναι ανάξιος για τον Παράδεισο, τότε ο Θεός τον σπλαχνίζεται και τον ελεεί».

Η μετάνοια για τον Άγιο Μωυσή δεν ήταν μόνο άρνηση της παλιάς ζωής, αλλά και δημιουργία μιας νέας· έγινε υπόδειγμα αρετής, πράος, γεμάτος αγάπη, συγχωρητικός προς όλους.

Ό,τι του έλειπε στη νεότητα, το απέκτησε στη γεροντική του ηλικία με τη δύναμη της Χάριτος.

Έτσι, η ζωή του μας δείχνει πως καμία αμαρτία, όσο βαριά κι αν είναι, δεν μπορεί να σταθεί εμπόδιο στη σωτηρία του ανθρώπου, αρκεί να υπάρξει μετάνοια και ειλικρινής επιστροφή στον Θεό.

Σχεδόν πάντα, οι ιστορίες για τον Αββά Μωυσή συνδέουν τη φιλοξενία με την υπέρβαση του τύπου.

Όπως όταν, εν μέσω κοινής νηστείας, έψησε φαγητό για οδοιπόρους, οι αδελφοί του δικαίωσαν την πράξη του: «Παρέβης ανθρώπινη εντολή για να τηρήσεις τη θεία».

Το ίδιο πνεύμα κυριαρχεί και εδώ: ο νόμος της αγάπης προηγείται κάθε κανονισμού. Η καρδιά που έχει δει τον Χριστό στον αδελφό, δεν μετρά το κόστος. Γι' αυτό και η φιλοξενία του προς τους ληστές έγινε μυστήριο μετανοίας.

Από τους πρώην ληστές, κάποιοι δυσκολεύονταν με τις ενοχές. Ο Αββάς το είδε αυτό και διηγήθηκε την πράξη που έγινε παροιμιώδης: όταν κλήθηκε να κρίνει αδελφό, ήρθε στο συμβούλιο κουβαλώντας σπασμένη στάμνα που έσταζε άμμο.

Στο ερώτημα «τι είναι αυτό;» απάντησε: «Οι αμαρτίες μου που τρέχουν πίσω μου κι εγώ δεν τις βλέπω· πώς να κρίνω του αδελφού μου;»

Το μάθημα ήταν για όλους, μα ιδίως για όσους κουβαλούσαν βαρύ παρελθόν: η μετάνοια δεν είναι μνήμη ενοχής, είναι μνήμη ελέους.

Το Μαρτυρικό Τέλος του Αγίου Οσιομάρτυρος Μωυσέως του Αιθίοπος

Ο όσιος Μωυσής, αφού πέρασε μια ζωή γεμάτη σκληρούς αγώνες, μετάνοια και θείες δωρεές, έφτασε στην ώρα του μαρτυρίου του.

Είχε πλέον γεράσει και ασκήτευε ειρηνικά με τους μαθητές του στη σκήτη, συνεχίζοντας να διδάσκει με το παράδειγμα και με τον λόγο.

Κάποια ημέρα, του αποκαλύφθηκε από τον Θεό ότι πλησίαζε ο καιρός να φύγει από τον κόσμο αυτόν. Είδε σε όραμα ότι οι βάρβαροι θα έμπαιναν στη σκήτη για να τη λεηλατήσουν.

Κάλεσε τότε τους αδελφούς και τους είπε με ηρεμία: «Τέκνα μου, σήμερα οι βάρβαροι θα έρθουν στη σκήτη και θα σκοτώσουν. Όποιος θέλει, ας φύγει για να σωθεί· εγώ, όμως, τόσα χρόνια περίμενα την ημέρα αυτή. Αυτός που πήρε μαχαίρι, με μαχαίρι θα πεθάνει (βλ. Ματθ. 26,52). Ήμουν κάποτε φονιάς· καιρός είναι τώρα να χύσω κι εγώ το αίμα μου για τον Χριστό».

Οι περισσότεροι μαθητές, συγκινημένοι, έφυγαν· επτά όμως έμειναν κοντά του, έτοιμοι να μαρτυρήσουν μαζί με τον γέροντά τους.

Πράγματι, λίγο αργότερα εμφανίστηκαν οι βάρβαροι στη σκήτη. Μπήκαν στο κελί του Οσίου και βρήκαν τον Άγιο γονατιστό στην προσευχή. Χωρίς να προβάλλει καμία αντίσταση, παραδόθηκε στο θέλημα του Θεού.

Οι επιδρομείς τον θανάτωσαν μαζί με τους επτά μαθητές του, γύρω στο έτος 405 μ.Χ.

Έτσι, ο πρώην ληστής, ο «Μαύρος Μωυσής», που είχε γεμίσει τη ζωή του με εγκλήματα και αμαρτίες, έλαβε στεφάνι μαρτυρίου και κατατάχθηκε στην αιώνια χωρία των Αγίων.

Η μετάνοιά του δεν ήταν απλώς μια αλλαγή τρόπου ζωής, αλλά μια πλήρης μεταμόρφωση που σφραγίστηκε με το αίμα του.

Η μνήμη του Αγίου μάς καλεί να μη χάνουμε την ελπίδα μας. Όπως εκείνος, έτσι κι εμείς μπορούμε να αλλάξουμε, να μεταμορφωθούμε, να αφήσουμε το παρελθόν και να προχωρήσουμε προς την αιώνια Βασιλεία.

Ο βίος του, η μετάνοιά του, η διδασκαλία του και το μαρτύριό του είναι μια αδιάσπαστη ενότητα: ένας ύμνος στη δύναμη της χάριτος και του ελέους του Θεού που «τα ασθενή θεραπεύει και τα ελλείποντα αναπληροί».

Η Εκκλησία τιμά τη μνήμη του Αγίου Οσιομάρτυρος Μωυσέως του Αιθίοπος στις 28 Αυγούστου, και τον προβάλλει ως λαμπρό παράδειγμα ότι καμία αμαρτία δεν είναι ανώτερη από τη μετάνοια και την αγάπη και το έλεος του Θεού.

Πηγή: romfea.gr 


 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου