Ερωτεύτηκε ο κυρ Στάθης, κι είπε στα παιδιά του, που τον είχαν βάλει στο γηροκομείο, πως θα παντρευτεί την κυρά Σμύρνη.
Εκείνα από καιρό προσπαθούσαν να τον πείσουν να τους γράψει την περιουσία που είχε κρατήσει για κείνον.
Είχε μπόλικη, και μοιρασμένη σε όλα του τα παιδιά. Κράτησε όμως το μεγάλο διαμέρισμα να το έχει για πάρτη του.
Το
νοίκιαζε και έπαιρνε τα χρήματα αυτός. Έκανε δώρα στα εγγόνια του, και
βοήθαγε κόσμο που δεν είχε στον ήλιο μοίρα. Καλόκαρδος από μικρός ο κυρ
Στάθης, κι η ζωή στάθηκε γενναιόδωρη μαζί του.
Κι όπως όλοι πληρώνουμε το τίμημα σε τούτο τον κόσμο, έτσι κι αυτός το πλήρωσε, με να χάσει τον άνθρωπό του πολύ νωρίς.
Τα παιδιά του μικρά, και δεν ξαναπαντρεύτηκε.
Τα μεγάλωσε με την βοήθεια μιας γυναίκας, για να μπορεί εκείνος να δουλεύει να ζήσουν.
Τα σπούδασε, τα πάντρεψε, τα στήριξε, τα βοήθησε σε ό,τι του ζητήσανε και μπορούσε. Όχι δεν τους είπε πουθενά.
Τους άνοιξε γραφεία, μαγαζιά, τα τακτοποίησε, κι άμα δεν τον χρειαζόταν πια, τον βάλανε στο γηροκομείο.
Σ'
αυτό βοηθήσανε κι οι νυφάδες του. Ως παππούς υπήρξε πολύ καλός, και τα
εγγόνια του, φέρανε αντιρρήσεις για τον οίκο ευγηρίας. Τον παππού τον
θέλουμε κοντά μας είπανε, αλλά κανείς δεν τα άκουσε.
Ο
κυρ Στάθης νιώθοντας μοναξιά που κανείς δεν πήγαινε να τον δει,
αποφάσισε και είπε ναι. Τουλάχιστον εκεί θα έβλεπε και κόσμο. Θα' λεγε
και καμιά κουβέντα.
Βρέθηκε στο γηροκομείο με την θέλησή του. Όλα με την θέλησή του τα έκανε. Κι όταν ήθελε κάτι, δεν τον σταματούσες με τίποτα.
Έτσι και τώρα. Είπε θα παντρευτώ και θα το έκανε ο κόσμος να χαλάσει.
Ούτε μια φορά το δίμηνο δεν πηγαίνανε να τον δουν. Κι όταν πήγαιναν, πήγαιναν όλοι μαζί. Κάθονταν μια ώρα κι έφευγαν.
Κι αυτή την ώρα προσπαθούσαν να τον πείσουν να τους γράψει και τα υπόλοιπα. Εκείνος βέβαια είχε κάνει διαθήκη και τα πέρασε στα εγγόνια του.
Μα δεν το είχε πει. Κι αυτό μετά τον θάνατό του. Και επειδή ήταν προνοητικός, είχε αφήσει ανοιχτό τον ενδεχόμενο ενός γάμου του, ώστε αν έφευγε πρώτος αυτός, να μέναν στην γυναίκα του, ώσπου και κείνη να κλείσει τα μάτια της.
Μετά, ας τα κάνανε ό,τι θέλανε. Ο Στάθης, το πρώτο του εγγόνι, του είχε αδυναμία. Όταν θα πάω να ζήσω μόνος μου, θα σε πάρω μαζί μου του είπε. Ο παππούς δάκρυσε.
Τον αγκάλιασε, τον φίλησε και του είπε, δεν θα χρειαστεί. Θα παντρευτώ την κυρά Σμύρνη. Όλα του τα εγγόνια χάρηκαν και περίμεναν την στιγμή που θα τον δουν γαμπρό.
Οι γιοι του, όμως δεν το δέχτηκαν με τίποτα. Όταν μου φέρατε τις γυναίκες σας να τις γνωρίσω, τις δέχτηκα τους είπε.
Το ίδιο πρέπει να κάνετε και σεις τώρα.
Θα την παντρευτώ, και θα πάμε να ζήσουμε στο μικρό σπιτάκι του κήπου τους είπε. Δεν μας χρειάζεται εμάς μεγάλο.
Θα βγούμε από δω, και θα φροντίζουμε το κήπο και το περιβόλι μας. Είμαστε μια χαρά και μπορούμε ακόμα.
Και το' κανε ο κυρ Στάθης. Την παντρεύτηκε, και πήγανε στο μικρό σπιτάκι του κήπου. Ξανάνιωσε! Η κυρά Σμύρνη δώδεκα χρόνια μικρότερή του, τον πρόσεχε σαν τα μάτια της.
Δεν θέλω εγώ τίποτα από την περιουσία σου του είπε. Τίποτα. Αυτά είναι των παιδιών σου. Εγώ τι να τα κάνω αν εσύ φύγεις; Εγώ εσένα θέλω να είσαι καλά.
Να ζήσουμε το υπόλοιπο της ζωής μας μαζί. Να νιώσουμε την συντροφικότητα, που την στερηθήκαμε κι οι δυο νέοι.
Έθρεψε νιάτα ο παππούς, και μόνο τα εγγόνια του χαιρόταν γι' αυτό. Τα παιδιά του θύμωσαν κι ήταν σκληρά μαζί του.
Μα του κυρ Στάθη δεν ίδρωνε τ' αυτί του.
Όλα τους τα έδωσα έλεγε, κι ήταν αλήθεια. Ε, την ζωή μου την θέλω δική μου. Αυτό που ήθελα, δεν μου το έδωσαν ποτέ. Τώρα που το βρήκα, δεν το αφήνω.
Και τι ήθελε ο έρμος; Μια γλυκιά κουβέντα ήθελε. Λίγο νοιάξιμο, και μια καρέκλα στο τραπέζι τους που και που, να μην τρώει μόνος του, σαν το κούτσουρο.
Σαν τι ήθελε ο καημένος; Ένα τηλέφωνο, ένα. Θες το πρωί, θες το βράδυ, έτσι, να του πουν, πατέρα είσαι καλά;
Πολλές φορές σκεφτόταν, αν είχα μια κόρη, πως θα ήταν; Αλλά την άφηνε αυτή την σκέψη σαν του κράταγε το χέρι η κυρά Σμύρνη του. Την άφηνε, και της το έσφιγγε κι αυτός με την σειρά του, γιατί σαν και τούτο το σφίξιμο δεν θα' ταν.
Κι η πρώτη του γυναίκα συμφωνούσε μ' αυτό. Ερχόταν στον ύπνο του και του έλεγε, εσύ δεν τα μεγάλωσες έτσι τα παιδιά μας. Εσύ ήσουν πονετικός άνθρωπος.
Γι' αυτό ο θεός σου έστειλε την κυρά Σμύρνη. Γι' αυτό. Να την προσέχεις Στάθη μου, του έλεγε. Να την προσέχεις, όπως έκανες και με μένα.
Ξύπναγε ο καημένος. Ήταν τόσο ζωντανό το όνειρο, που ξύπναγε, και νόμιζε πως θα την έβλεπε. Μα δίπλα του, ήταν η κυρά Σμύρνη, η Σμυρνιά. Από κει πήρε το όνομα.
Κοιμόταν ήσυχα ήσυχα, και του κράταγε το χέρι του. Άπλωνε κι αυτός το άλλο, και την αγκάλιαζε τρυφερά.
Όσο κρατήσει έλεγε, κι άφηνε έναν στεναγμό μέσα από την ψυχή του. Όσο κρατήσει...
Ελευθερία Λάππα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου