Η σημασία της 19ης Μαΐου, της ημέρας μνήμης της γενοκτονίας
Είναι γεγονός ότι η διερεύνηση της γενοκτονίας των Ποντίων αποτέλεσε ένα ζήτημα ταμπού. Το ελληνοτουρκικό σύμφωνο φιλίας του 1930, η ένταξη της Ελλάδας και της Τουρκίας στο ΝΑΤΟ το 1952 και η αποκαλούμενη «ελληνοτουρκική φιλία», αποτέλεσαν σημεία σταθμοί για το Ποντιακό ζήτημα. Είναι αυτές οι παράμετροι «που η Γενοκτονία του Ποντιακού Ελληνισμού δεν απέκτησε τη δικαίωση που επιβαλλόταν να αποκτήσει», όπως αναφέρει ο Κ. Φωτιάδης σε σχετικό του έργο. Αφενός γιατί το πολιτικό κλίμα δεν επέτρεψε να διερευνηθεί το έγκλημα των δολοφονιών εναντίων των Ελλήνων, αφετέρου όταν αυτό έγινε μετά από πρωτοβουλία πολιτικών και επιστημόνων, αντιμετώπισε ένα εχθρικό περιβάλλον. Ωστόσο μετά από αγώνες και προσπάθειες πολλών ετών από Πόντιους της δεύτερης γενιάς, το Ελληνικό κοινοβούλιο θέσπισε το 1994 την 19η Μαΐου ως «Ημέρα Μνήμης για τη Γενοκτονία των Ελλήνων στο Μικρασιατικό Πόντο».
Έτσι μέχρι σήμερα την γενοκτονία των Ελλήνων του Πόντου σε επίπεδο κρατικής οντότητας έχει αναγνωρίσει μόνο η Βουλή των Αντιπροσώπων της Κυπριακής Δημοκρατίας, και σε επίπεδο ομοσπονδιακό οι πολιτείες των ΗΠΑ, Νέα Υόρκη (19/5/2002), New Jersey (2/9/2002), Columbia (8/12/2002), South Carolina (10/1/2003), Georgia (3/2/2003), Pennsylvania (12/12/2003), Cleveland (11/5/2005) , ενώ την υπόθεση έχει απασχολήσει το Οικονομικό και Κοινωνικό Συμβούλιο του ΟΗΕ , και τον Οργανισμό για την Ασφάλεια και την Συνεργασία στην Ευρώπη..
Ο Ποντιακός Ελληνισμός σήμερα
Η παρουσία των Ελλήνων στον Εύξεινο Πόντο πέρασε από το μύθο στην πραγματικότητα. Ο Ελληνισμός ανέπτυξε μια μεγάλη πολιτιστική, πνευματική και οικονομική παρουσία, από το θρησκευτικό στοιχείο και την πολιτισμική συνεισφορά, μέχρι την εμπορική και πολιτική δραστηριότητα. Η παρουσία του Ελληνισμού στον Εύξεινο Πόντο, η οποία διακόπηκε από τη γενοκτονία επέδρασε καταλυτικά σε όλες τις πολιτικές και κρατικές οντότητες που εμφανίσθηκαν στην περιοχή. Σήμερα στην Ελλάδα και τη Διασπορά, οι Πόντιοι είναι περίπου ενάμιση εκατομμύριο, που συνεισέφεραν και συνεχίζουν να συνεισφέρουν στην ανάπτυξη του ελλαδικού χώρου και των τόπων όπου ζουν. Αγωνίζονται για την αναγνώριση της γενοκτονίας, προσπαθούν να διασώσουν την κληρονομιά τους, καλλιεργούν την παράδοσή τους και ζουν και πορεύονται με οδηγό την ποντιακή ζωή και συνέχεια.
Ο Ποντιακός Ελληνισμός, που καθ’ όλη τη διάρκεια των αιώνων αυτών που πέρασαν από τους αρχαιότατους χρόνους κράτησε αλώβητη την Ελληνικότητά του και ανέπτυξε την οικονομία του, κατέφυγε στα ενδότερα ορεινά της χώρας, μέχρι το 1922 που ξεριζώθηκε από τη γη του. Δίδαξε και διέδωσε Πολιτισμό, αλλά σφαγιάστηκε. Διώχτηκε, ξεριζώθηκε. Έκανε την κοινωνία του να ευημερήσει, αλλά αντιμετώπισε την καταστροφή. Η ιστορία του Ποντιακού Ελληνισμού αποτελεί σημαντικό κομμάτι της ιστορικής διαδρομής των Ελλήνων.
Όσοι Έλληνες από τη Μικρά Ασία και τον Πόντο κατάφεραν να επιζήσουν από τις απάνθρωπες Εθνικές εκκαθαρίσεις που πραγματοποίησαν οι Τούρκοι,
ήρθαν ως πρόσφυγες στον Ελληνικό χώρο.
Όσοι, δηλαδή, έμειναν ζωντανοί μετά τις σφαγές, την πείνα και τη δίψα που αντιμετώπισαν, τους διωγμούς από το καθεστώς του Κεμάλ, που εξολόθρεψε όσο μπόρεσε το Χριστιανικό κόσμο.
Το κάψιμο τόσων αθώων ανθρώπων, γυναικών, παιδιών και γέρων, Ελλήνων του Πόντου που έπεσαν θύματα μιας απάνθρωπης εθνοκάθαρσης και υποχρεώθηκαν να εκπατριστούν και να εγκατασταθούν σαν πρόσφυγες στον κορμό της μητροπολιτικής Ελλάδος με τη συνθήκη της Λωζάνης.
Η εκρίζωση αυτή των Ελλήνων του Πόντου είναι από τα πρωτοφανή εγκλήματα στην ανθρώπινη ιστορία. Ύστερα από 27 αιώνες ζωής, ένας λαός ξεριζώθηκε από τη γη του αφήνοντας πίσω του πατρογονικές εστίες, σπίτια, εκκλησίες, τάφους προγόνων. Μόνο η Παναγιά Σουμελά ήταν σκέπη τους, όταν εγκατέλειψαν όλα και μετέφεραν μαζί τους το αρχαιοπρεπές γλωσσικό τους ιδίωμα, τον πλούτο των παραδοσιακών τους κληρονομημάτων και τον ομαδικό λαϊκό χαρακτήρα τους. Ρίχτηκαν στις ακτές της Ελλάδος και καλλιέργησαν την παράδοσή τους.
Η Μακεδονία, η Θράκη, οι μεγάλες ελληνικές πόλεις, η Αθήνα, η Θεσσαλονίκη κ.α. είναι μερικές από τις περιοχές, όπου ρίζωσαν οι πόντιοι πρόσφυγες.
Απόψεις για την Γενοκτονία των Ποντίων .
Η Γενοκτονία των Ποντίων αδελφών μας είναι ένα αυταπόδεικτο γεγονός διότι υπάρχουν ακόμα ζωντανές πιστοποιήσεις και δεν χρειάζεται άλλων μαρτυρία, διότι δυστυχώς ή ευτυχώς υπάρχουν τα φιλμαρισμένα ντοκουμέντα και οι φωτογραφίες. Παρακάτω παραθέτουμε τις καταγεγραμμένες απόψεις ατόμων που έπαιξαν σοβαρό ρόλο και δια της γραφίδας τους πιστοποίησαν ότι το κεμαλικό κίνημα χαρακτηριζόταν από φανατικό, επιθετικό και επεκτατικό εθνικισμό
Όπως γράφει ο Νίκος Ψυρρούκης: «Η προσεκτικότερη μελέτη του κεμαλισμού μάς πείθει ότι πρόκειται για βαθιά αντιλαϊκή και αντιδημοκρατική θεωρία. Ο φιλοναζισμός και άλλες αντιδραστικές δοξασίες είναι νομοτελειακή εξέλιξη του κεμαλισμού... Ακόμα και οι κεμαλικές μεταρρυθμίσεις γίνονται με διοικητικές αποφάσεις από πάνω. Περιφρονούν τις πολιτιστικές παραδόσεις του τουρκικού λαού, εκφράζουν το σύμπλεγμα κατωτερότητας των Τούρκων αστών».
Το τέλος του 1921 σφραγίστηκε από τις φοβερές ωμότητες στον μικρασιατικό Πόντο, και ο Βρετανός αρμοστής στην Κωνσταντινούπολη σερ Horace Rumbold πληροφορεί τον υπουργό Εξωτερικών Curzon: «Οι Τούρκοι φαίνεται ότι δρουν βάσει προμελετημένου σχεδίου για την εξόντωση των μειονοτήτων... Όλοι οι άνδρες ηλικίας άνω των 15 ετών της περιφερείας Τραπεζούντος και της ενδοχώρας εκτοπίστηκαν στα εργατικά τάγματα του Ερζερούμ, Καρς και Σαρήκαμις».
Βασισμένος σε μια σειρά επισήμων αναφορών ο Βρετανός πρωθυπουργός Λόιντ Τζορτζ προβαίνει σε δημόσιες δηλώσεις στη Βουλή των Κοινοτήτων (House of Commons. The Parliamentary Debates), Fifth Series, τόμ. 157): «...(στον Πόντο) δεκάδες χιλιάδες (Έλληνες) άνδρες, γυναίκες και παιδιά απελαύνονταν και πέθαιναν. Ήταν καθαρή ηθελημένη εξολόθρευση. "Εξολόθρευση" δεν είναι δικιά μου λέξη. Είναι η λέξη που χρησιμοποιεί η Αμερικανική Αποστολή».
Ο Πρωθυπουργός της Αγγλίας σερ Γουίνστον Τσόρτσιλ στο βιβλίο του The World Crisis, τόμ. V, γράφει: «... οι φοβεροί εκτοπισμοί των Ελλήνων από την Τραπεζούντα και τη Σαμψούντα, που είχαν γίνει το φθινόπωρο του 1921, έφταναν τώρα για πρώτη φορά στην Ευρώπη».
Ο Αμερικανός ταγματάρχης Γιόουελ δίνει μια εικόνα του μικρασιατικού Πόντου το 1921: «Πτώματα, πτώματα σε όλο το μήκος της πορείας των εκτοπιζομένων... Φρίκη και πτώματα».
Ο Αμερικανός δημοσιογράφος Γκίμπονς γράφει: «Η πεδιάδα της Μαλάτειας ήταν στρωμένη με πτώματα Ελλήνων ».
Μαρτυρίες Σοβιετικών : Οι σοβιετικοί που υπήρξαν οι βασικοί σύμμαχοι του κεμαλικού εθνικισμού τα πρώτα χρόνια της εμφάνισής του. Είναι οι πιθανότητες οι μπολσεβίκοι να αντάλλαξαν με τον τρόπο αυτό την υποστήριξη του παντουρκιστικού κινήματος που δρούσε στη Ρωσία στην Οκτωβριανή τους Επανάσταση. Για αυτό τον λόγο οι σοβιετικοί λοιπόν προμήθευσαν τους κεμαλικούς με όπλα, χρήματα, στρατιωτικούς συμβούλους. Η τουρκική αντεπίθεση στο μικρασιατικό μέτωπο κατά των ελληνικών στρατευμάτων το 1921, οργανώθηκε από τον Μ. Φρούνζε, στρατιωτικό απεσταλμένο των σοβιετικών. Κατά συνέπεια, η μαρτυρία των αποσταλμένων αυτών έχει ιδιαίτερη αποδεικτική σημασία.
O Φρούνζε, έδωσε μια από τις ελάχιστες μαρτυρίες για τους ηττημένους αντάρτες: «Συναντήσαμε μια μικρή ομάδα από 60-70 Έλληνες, οι οποίοι μόλις είχαν καταθέσει τα όπλα. Όλοι τους είχαν εξαντληθεί στο έπακρο... Άλλοι έμοιαζαν κυριολεκτικά με σκελετούς. Αντί για ρούχα κρέμονταν από τους ώμους τους κάτι απίθανα κουρέλια. Στο κέντρο της ομάδας βρίσκονταν ένας ψηλός κι' αδύνατος παπάς, φορώντας το καλυμαύχι του... Φυσούσε κρύος αέρας και όλη η ομάδα κάτω από τα σπρωξίματα των συνοδών-στρατιωτών, κατευθυνόταν με πηδηματάκια προς τη Χάβζα. Μερικοί όταν μας αντίκρυσαν, άρχισαν να κλαίνε δυνατά ή μάλλον να ουρλιάζουν, μια και ο ήχος που ξέφευγε από τα στήθη τους, έμοιαζε περισσότερο με ουρλιαχτό κυνηγημένου ζώου» . Ο Φρούνζε περιέγραψε και άλλο ένα περιστατικό. Όταν περνούσαν δίπλα από μια ομάδα αιχμάλωτων Ελλήνων στη Μερζιφούντα, ένας από τους αιχμαλώτους φώναξε στη σοβιετική αντιπροσωπεία ότι ήταν και αυτοί ένοχοι γιατί ενίσχυαν τον Κεμάλ και τους Τούρκους. Το συναίσθημα αυτό των ανταρτών του δυτικού Πόντου ήταν εξαιρετικά έντονο. Ο οπλαρχηγός Κισά Μπατζάκ (Κοντοπόδης) διακύρησσε: «... oι Ρώσοι κομμουνιστές δώσανε όπλα στον Κεμάλ για να χτυπήσει εμάς, του έδωσαν υποστήριξη, απελευθέρωσαν όλους τους Τούρκους στρατιώτες που είχαν συλλάβει αιχμαλώτους όταν μπήκαν στην Τραπεζούντα». Υποστήριζε ότι οι κομμουνιστές κατέδιδαν τις προσπάθειες προμήθειας οπλισμού των ανταρτών από τη Ρωσία και παρέδιδαν Πόντιους στους Τούρκους.
Ο Φρούνζε έγραφε τα εξής για την πολιτική του Τοπάλ Οσμάν: «...όλη αυτή η πλούσια και πυκνοκατοικημένη περιοχή της Τουρκίας, ερημώθηκε σε απίστευτο βαθμό. Απ' όλο τον ελληνικό πληθυσμό των περιοχών της Σαμψούντας, της Σινώπης και της Αμάσειας απόμειναν μόνο μερικές ανταρτοομάδες που περιπλανιόντουσαν στα βουνά. Εκείνος που έγινε περισσότερο γνωστός για τις θηριωδίες του ήταν ο αρχηγός των Λαζών Οσμάν Αγάς, ο οποίος πέρασε δια πυρός και σιδήρου με την άγρια ορδή του όλη την περιοχή.»
Ο Αράλοβ, σοβιετικός πρέσβης στην Άγκυρα, ενημερώθηκε στη Σαμψούντα από τον αρχιστράτηγο Φρούνζε. Ο Φρούνζε του είπε ότι είχε δει πλήθος Έλληνες που είχαν σφαγιαστεί, «βάρβαρα σκοτωμένους Έλληνες -γέρους, παιδιά, γυναίκες». Προειδοποίησε επίσης τον Αράλοβ για το τι επρόκειτο να συναντήσει πτώματα σφαγιασμένων Ελλήνων τους οποίους είχαν απαγάγει από τα σπίτια τους και είχαν σκοτώσει πάνω στους δρόμους.
Για το θέμα αυτό ο Αράλοβ είχε ιδιαίτερη συνομιλία με τον Κεμάλ. Αναφέρει ο ίδιος: «Του είπα (του Κεμάλ) για τις φρικτές σφαγές των Ελλήνων που είχε δει ο Φρούντζε και αργότερα εγώ ο ίδιος. Έχοντας υπ' όψη μου τη συμβουλή του Λένιν να μην θίξω την τουρκική εθνική φιλοτιμία, πρόσεχα πολύ τις λέξεις μου...» Ο Κεμάλ απάντησε ως εξής στις «επισημάνσεις» του Φρούνζε: «Ξέρω αυτές τις βαρβαρότητες. Είμαι κατά της βαρβαρότητας. Έχω δώσει διαταγές να μεταχειρίζονται τους Έλληνες αιχμαλώτους με καλό τρόπο... Πρέπει να καταλάβετε τον λαό μας. Είναι εξαγριωμένοι. Ποιοι πρέπει να κατηγορηθούν για αυτό; Εκείνοι που θέλουν να ιδρύσουν ένα "Ποντιακό κράτος" στην Τουρκία...»
Ο Φρούνζε στο βιβλίο του «Αναμνήσεις από την Τουρκία» γράφει: «Από τους 200.000 Έλληνες που ζούσανε στη Σαμψούντα, τη Σινώπη και την Αμάσεια έμειναν λίγοι μόνο αντάρτες που τριγυρίζουν στα βουνά. Το σύνολο σχεδόν των ηλικιωμένων, των γυναικών και των παιδιών εξορίστηκαν σε άλλες περιοχές με πολύ άσχημες συνθήκες. Πληροφορήθηκα ότι οι Τσέτες του Οσμάν Αγά (σ.τ.σ. Τοπάλ Οσμάν) έσπειραν τον πανικό στην πόλη Χάβζα. Έκαψαν, βασάνισαν και σκότωσαν όλους τους Έλληνες και Αρμένιους που βρήκαν μπροστά τους. γκρέμισαν όλες τις γέφυρες. Παντού υπήρχαν σημάδια γκρεμίσματος. Η διαδρομή από την πόλη Καβάκ προς το πέρασμα Χατζηλάρ θα μείνει για πάντα στη μνήμη μου όσο θα ζω. Σε απόσταση 30 χιλιομέτρων συναντούσαμε μόνο πτώματα. Μόνο εγώ μέτρησα 58. Σ' ένα σημείο συναντήσαμε το πτώμα μιας ωραίας κοπέλας. Της είχανε κόψει το κεφάλι και το τοποθέτησαν κοντά στο χέρι της. Σε κάποιο άλλο σημείο υπήρχε το πτώμα ενός άλλου ωραίου κοριτσιού, 7-8 χρονών, με ξανθά μαλλιά και γυμνά πόδια. Φορούσε μόνο ένα παλιό πουκάμισο. Απ' ότι καταλάβαμε, το κοριτσάκι καθώς έκλαιγε, έχωσε το πρόσωπό του στο χώμα, δολοφονημένο από το κάρφωμα της λόγχης του φαντάρου.»
Η τελευταία πράξη του δράματος γράφτηκε στη Σμύρνη, την πρωτεύουσα της Ιωνίας, τον Σεπτέμβριο του 1922, κάτω από τα απαθή βλέμματα των συμμάχων μας και ενώ ο ελληνικός στρατός είχε αποχωρήσει, εγκαταλείποντας τους Έλληνες της Ιωνίας στο έλεος των κεμαλικών στρατευμάτων. Όπως γράφει ο Γουίνστον Τσόρτσιλ: «Ο Κεμάλ γιόρτασε τον θρίαμβό του με τη μεταβολή της Σμύρνης σε τέφρα και την τεράστια σφαγή τού εκεί χριστιανικού πληθυσμού».
Η γενοκτονία των Ελλήνων στον Πόντο υπήρξε το αποτέλεσμα της απόφασης των Τούρκων εθνικιστών για επίλυση του εθνικού προβλήματος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας με τη φυσική εξαφάνιση των γηγενών εθνοτήτων. Το φυσιολογικό μέλλον της Αυτοκρατορίας αυτής το είχε περιγράψει γλαφυρά η Ρόζα Λούξεμπουργκ: «Η Τουρκία δεν μπορεί να αναγεννηθεί σαν σύνολο γιατί αποτελείται από διαφορετικές χώρες. Κανένα υλικό συμφέρον, καμιά κοινή εξέλιξη που θα μπορούσε να τις συνδέσει δεν είχε δημιουργηθεί! Αντίθετα, η καταπίεση και η αθλιότητα της κοινής υπαγωγής στο τουρκικό κράτος γίνονται όλο και μεγαλύτερες! Έτσι δημιουργήθηκε μια φυσική τάση των διαφόρων εθνοτήτων να αποσπασθούν από το σύνολο και να αναζητήσουν μέσα από μια αυτόνομη ύπαρξη το δρόμο για μια καλύτερη κοινωνική εξέλιξη. Η κρίση της Ιστορίας για την Τουρκία είχε πια βγει: βάδιζε προς την διάλυση.»
Με το τέλος του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, η ήττα της οθωμανικής αυτοκρατορίας προοιωνίζεται την αντικατάστασή της από έθνη-κράτη (Τουρκία στο μεγαλύτερο μέρος της Μικράς Ασίας, Ιωνία και Ανατολική Θράκη ενωμένα με την Ελλάδα, Αρμενία, Κουρδιστάν και πιθανόν ανεξάρτητος Πόντος) με βάση τους πληθυσμούς. Οι Έλληνες, οι οποίοι ήταν περισσότεροι από το ένα τέταρτο του συνολικού οθωμανικού πληθυσμού, με τη Συνθήκη των Σεβρών βρέθηκαν να ελέγχουν το ένα έκτο του οθωμανικού εδάφους, ενώ εξαιρέθηκε το έδαφος του Πόντου. Η προοπτική αυτή, που διασφάλιζε εν μέρει τους πληθυσμούς από την πλήρη εξόντωση, δεν υλοποιήθηκε τελικά. Η ελλαδική παρουσία στην Ιωνία την περίοδο 1919-1922 ουδόλως ανέτρεψε τα όσα είχαν δρομολογηθεί από το 1908. Ο τουρκικός εθνικισμός, με την ηγεσία του Κεμάλ Ατατούρκ, έδωσε την ύστατη μάχη του, βοηθούμενος από τους μπολσεβίκους, τους Ιταλούς, τους Γάλλους, τον μουσουλμανικό κόσμο και τον ελληνικό διχασμό. Οι Αμερικανοί υποστήριζαν την ακεραιότητα της Τουρκίας προσβλέποντας σε ένα μελλοντικό προτεκτοράτο.
Πιστεύοντας ότι ενημερώσαμε πλήρως, όλους τους Έλληνες και τους Απόδημους αδελφούς μας για την αναγκαιότητα της Διεθνοποίησης της Γενοκτονίας του Ποντιακού ελληνισμού και ευχαριστώντας τις πηγές από τις οποίες πήραμε τις πληροφορίες μας, θα ευχηθούμε πάλι για την μνήμη των θυμάτων της Γενοκτονίας των Ελλήνων του Πόντου, «Ας είναι Αιωνία η Μνήμη τους σε οποιοδήποτε χώρο και γη και είναι τα λείψανα τους».
Μαρτυρίες θυμάτων
Ο Χάρης Τσιρκινίδης στο βιβλίο ¨Η ΓΕΝΟΚΤΟΝΙΑ ΤΩΝ ΕΛΛΗΝΩΝ ΤΟΥ ΠΟΝΤΟΥ¨ αναφέρει την μαρτυρία του θείου του Ευριπίδη.
«Με πολλά βάσανα επιτέλους φτάσαμε στην Κερασούντα . Η πόλη ήταν γεμάτη από ρακένδυτους πρόσφυγες που έφυγαν από την τρομοκρατία των Τούρκων της υπαίθρου και συγκεντρώνονταν στις πόλεις. Εκεί, στην Κερασούντα, μας προειδοποίησαν οι συμπατριώτες μας ότι μαζεύουν όλους τους Έλληνες και τους μεν μεγάλους τους κλείνουν στην εκκλησία του Αγίου Γεωργίου για να τους εξορίσουν κάθε φορά που συμπλήρωνε ο αριθμός των 250 ατόμων, τους δε μικρούς τους οδηγούν με μικρά καΐκια σ΄άγνωστα μέρη.
Στην εκκλησία δεν συμπληρώθηκε ποτέ ο αριθμός 250, γιατί εκεί χωρίς φαγητά , χωρίς νερό, μέσα στις ίδιες τους τις ακαθαρσίες, σε λίγες μέρες πέθαιναν οι περισσότεροι. Με τα ίδια μας τα μάτια είδαμε εγώ και ο αδελφός μου να μεταφέρουν τα παιδιά λίγο παρά έξω από την Κερασούντα κι εκεί να τα παραδίδουν στους άγριους Τσέτες αντάρτες. Αυτοί τα άρπαζαν από τα πόδια και χτυπούσαν τα κεφάλια τους πάνω στα μεγάλα βράχια της ακτής , μέχρι να πεθάνουν»
Ο Σάββας Κανταρτζής εξέδωσε σε βιβλίο τις φοβερές του εμπειρίες το 1975 στην Κατερίνη. Μια από τις συγκλονιστικές αφηγήσεις του αναφέρεται στην καταστροφή του χωριού Μπεϊαλαν, της περιφέρειας Κοτυώρων από τους τσέτες του Τοπάλ Οσμάν. Το Μπεϊαλάν είναι ένα από τα εκατοντάδες ελληνικά χωριά που καταστράφηκαν από τις τουρκικές συμμορίες:
"Τα χαράματα, στις 16 Φεβρουαρίου 1922, ημέρα Τετάρτη, μια εφιαλτική είδηση, ότι οι τσέτες του Τοπάλ Οσμάν έρχονται στο χωριό, έκανε τους κατοίκους να τρομάξουν και ν' αναστατωθούν. Οι άντρες, όσοι βρίσκονταν τη νύχτα στο χωριό, βιάστηκαν να φύγουν στο δάσος... Άλλοι άντρες που είχαν κρυψώνες σε σπίτια και σε στάβλους, τρύπωσαν σ' αυτές και καμουφλαρίστηκαν έτσι που να μην τους υποπτευθεί κανείς. Τα γυναικόπαιδα και οι γέροι κλείστηκαν στα σπίτια και περίμεναν με καρδιοχτύπι να δουν τι θα γίνει... Δεν πέρασαν παρά λίγα λεπτά κι' οι τσέτες , περισσότεροι από 150 έμπαιναν στο χωριό κραυγάζοντας και πυροβολώντας. Τους ακολουθούσαν τούρκοι χωρικοί από τα γειτονικά χωριά. Αυτούς τους είχαν μυήσει στο εγκληματικό σχέδιο τους και τους κάλεσαν για πλιάτσικο.
Μόλις μπήκαν οι συμμορίτες στο χωριό, η ατμόσφαιρα ηλεκτρίστηκε και ο ορίζοντας πήρε τη μορφή θύελλας που ξέσπασε άγρια. Με κραυγές και βρισιές, βροντώντας με τους υποκόπανους τις πόρτες και τα παράθυρα, καλούσαν όλους να βγουν έξω από τα σπίτια και να μαζευτούν στην πλατεία- αλλιώς απειλούσαν, θα δώσουν φωτιά στα σπίτια και θα τους κάψουν.
Σε λίγο, όλα τα γυναικόπαιδα και οι γέροι, βρίσκονταν τρέμοντας και κλαίγοντας στους δρόμους. Οι συμμορίτες με κραυγές και απειλές υποπτεύθηκαν, από την πρώτη στιγμή, το μεγάλο κακό που περίμενε όλους και δοκίμασαν να φύγουν έξω από το χωριό. Οι τσέτες, πρόβλεψαν ένα τέτοιο ενδεχόμενο και είχαν πιάσει από πριν τα μπογάζια, απ' όπου μπορούσε να φύγει κανείς. Έτσι, μόλις έφτασαν, τρέχοντας, οι κοπέλες στα μπογάζια, δέχτηκαν, από τσέτες που παραμόνευαν, πυροβολισμούς στο ψαχνό. Μερικές έμειναν στον τόπο σκοτωμένες, ενώ οι άλλες τραυματίστηκαν και γύρισαν πίσω.
Οι φόνοι αυτοί αποκάλυψαν για καλά τους εγκληματικούς σκοπούς των συμμοριτών κι' έγιναν το σύνθημα να ξεσπάσει, το τρομοκρατημένο πλήθος των γυναικόπαιδων, που είχε ριχτεί στους δρόμους σε ένα βουβό κι' ασυγκράτητο κλάμα και σε σπαραξικάρδιες κραυγές απελπισίας. Τίποτα απ' όλα αυτά δεν στάθηκε ικανό να μαλάξει την σκληρότητα του τεράτων, που είχε διαλέξει ο Τοπάλ Οσμάν για την "πατριωτική" του εκστρατεία. Σκληροί σαν ύαινες, που διψούν για αίμα, και διεστραμμένοι σαδιστές, που γλεντούν με τον πόνο και τα βασανιστήρια των θυμάτων τους, χύμιξαν μανιασμένοι στα γυναικόπαιδα και τους γέρους, κραυγάζοντας, βρίζοντας, χτυπώντας, κλωτσώντας και σπρώχνοντάς τους να μαζευτούν στην πλατεία.
Οι μητέρες αναμαλλιασμένες, κατάχλομες από το τσουχτερό κρύο και το φόβο, με τα βρέφη στην αγκαλιά και τα νήπια μπερδεμένα στα πόδια τους. Οι κοπέλες άλλες με τους γέρους γονείς κι' άλλες με γριές ή άρρωστους αγκαλιασμένες, περιμαζεύτηκαν με τον κτηνώδη αυτόν τρόπο, στην πλατεία σαν πρόβατα για τη σφαγή, μέσα σε ένα πανδαιμόνιο από σπαραχτικές κραυγές και θρήνους και κοπετούς. Η πρώτη φάση της απερίγραπτης τραγωδίας του Μπεϊαλάν έκλεισε, έτσι, θριαμβευτικά για τους θλιβερούς ήρωες του νεοτουρκικού εγκλήματος γενοκτονίας.
Όταν πια όλα τα γυναικόπαιδα κ' οι γέροι μαζεύτηκαν στην πλατεία, οι τσέτες έβαλαν μπρος την δεύτερη φάση της σατανικής τους επιχείρησης. Διάταξαν να περάσουν όλοι στα δίπατα σπίτια, που βρίσκονταν στην πλατεία και τα είχαν διαλέξει για να ολοκληρώσουν τον εγκληματικό τους σκοπό. Η απροθυμία, που έδειξε το τραγικό αυτό κοπάδι των μελλοθανάτων να υπακούσει στην διαταγή, γιατί ήταν πια ολοφάνερο ότι όλους τους περίμενε ο θάνατος, εξαγρίωσε τους συμμορίτες που βιάζονταν να τελειώσουν γρήγορα την μακάβρια επιχείρηση. Και τότε, σαν λυσσασμένα θεριά, ρίχτηκαν στις γυναίκες, τα μωρά και τους γέρους, και με γροθιές, με κοντακιές και κλωτσιές έχωσαν και στρίμωξαν στα δύο σπίτια τα αθώα και άκακα αυτά πλάσματα, που ο αριθμός τους πλησίαζε τις τρεις εκατοντάδες.
Κι' όταν, έτσι, ήταν σίγουροι πως δεν έμεινε έξω κανένας, σφάλισαν τις πόρτες, ενώ ο άγριος αλαλαγμός από τα παράθυρα, οι σπαραξικάρδιες κραυγές, το απελπισμένο κλάμα κι' οι βοερές ικεσίες για έλεος και βοήθεια, σχημάτιζαν μια άγριας τραγικότητας μουσική συναυλία, που ξέσκιζε τον ουρανό κι' αντιβούιζε στα γύρω βουνά και δάση...
Και τώρα δεν έμενε παρά η τρίτη και τελική φάση της πατριωτικής... επιχείρησης των θλιβερών ηρώων-συμμοριτών του Τοπάλ Οσμάν. Δεν χρειάστηκαν παρά μια αγκαλιά ξερά χόρτα και μερικά σπασμένα πέταυρα (χαρτόματα) ν' ανάψει η φωτιά. Και σε λίγο τα δύο σπίτια, έγιναν πυροτέχνημα και ζώστηκαν, από μέσα κι' απ' έξω, από πύρινες γλώσσες και μαυροκόκκινο καπνό. Το τι ακολούθησε την ώρα εκείνη δεν περιγράφεται.
Οι μητέρες ξετρελαμένες, έσφιγγαν, αλαλάζοντας και τσιρίζοντας με όλη τη δύναμη της ψυχής τους, στην αγκαλιά τα μωρά τους, που έκλαιγαν και κραύγαζαν "μάνα, μανίτσα!". Οι κοπέλες και οι άλλες γυναίκες με τους γέρους γονείς, τα παιδιά και τους αρρώστους, κραύγαζαν και αρπάζονταν μεταξύ τους σαν να ήθελαν να πάρουν και να δώσουν κουράγιο και βοήθεια, καθώς έπαιρναν φωτιά τα μαλλιά και τα ρούχα τους κι' άρχισαν να γλύφουν το κορμί οι φλόγες. Κραυγές, που ξέσκιζαν το λαρύγγι και τ' αυτιά, φωνές μανιακές και κλάματα βροντερά, άγρια ουρλιαχτά ανθρώπων, που έχασαν από τρόμο και πόνο τα μυαλά τους, χτυπήματα στα στήθη, στον πυρακτωμένο αέρα και στους τοίχους - χαλασμός κόσμου, ένα ζωντανό κομμάτι από την κόλαση στη γη! Αυτή την εφιαλτική εικόνα παρίσταναν, τα πρώτα λεπτά, τα δύο σπίτια που τα είχαν αγκαλιάσει οι φλόγες.
Μερικές γυναίκες και κοπέλες στον πόνο, την φρίκη και την απελπισία τους, δοκίμασαν να ριχτούν από τα παράθυρα, προτιμώντας να σκοτωθούν πέφτοντας κάτω ή με σφαίρες από όπλο, παρά να υποστούν τον φριχτό θάνατο στην φωτιά. Οι τσέτες που απολάμβαναν με κέφι και χαχανητά το μακάβριο θέαμα, έκαναν το χατίρι τους - πυροβόλησαν και τις σκότωσαν.
Δεν κράτησε πολλά λεπτά, αυτή η σπαραξικάρδια οχλοβοή, από τους αλαλαγμούς, τις άγριες κραυγές, τα τσουχτερά ξεφωνητά και το ξέφρενο κλάμα. Στην αρχή ο τόνος της οχλοβοής ανέβηκε ψηλά, ως που μπορούν να φτάνουν κραυγές, ξεφωνητά και ξελαρυγγίσματα από τρεις περίπου εκατοντάδες ανθρώπινα στόματα. Γρήγορα όμως ο τόνος άρχισε να πέφτει, ως που μονομιάς κόπηκαν κι' έσβησαν οι φωνές και το κλάμα. Κι' ακούγονταν μόνο τα ξύλα, που έτριζαν από τη φωτιά και οι καμένοι τοίχοι και τα δοκάρια, που έπεφταν με πάταγο πάνω στα κορμιά, που κείτονταν τώρα σωροί κάρβουνα και στάχτη κάτω στο δάπεδο, στα δύο στοιχειωμένα σπίτια το Μπεϊαλάν".
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου