1.Οταν
ο Άγιος λειτουργούσε είχε τόση συναίσθηση της φρικτής ώρας της θείας
λειτουργίας, ώστε γινόταν το όλος πύρινος από την αγάπη του προς τον Θεό
και προς τους χριστιανούς. Και όταν έβγαινε στην
ωραία πύλη να εκφωνήσει το «Κύριε, Κύριε, επίβλεψον εξ ουρανού και ίδε
και επίσκεψαι την άμπελον ταύτην… ην εφύτευσεν η δεξιά σου», την ώραν
εκείνη στο στόμα του έβλεπαν οι ευλαβείς και καθαροί στην καρδία
χριστιανοί λαμπρότατο και φεγγοβόλο αστέρι. Και όταν κάποιος θέλησε να
του το πει, του είπε: «σιώπα, οφθαλμαπάτη έπαθες από τα πολλά φώτα». Όταν
όμως αυτός επέμενε ότι πολλές φορές το έχει δει, αλλά και άλλοι
χριστιανοί το βλέπουν, τότε ο Άγιος με αυστηρότητα τον επιτίμησε ποτέ να
μην το αναφέρει σε κανέναν, όσο βρίσκεται ακόμα στη ζωή.
2.Νότια της Καρύταινας και πλησίον των άνω Καρυών ήταν το χωριό Μπελτέκη. Εκεί οι κάτοικοί του από δαιμονική πρόληψη φοβούνταν μήπως οι αποθνήσκοντες γίνουν βρικόλακες. Γι’ αυτό μετά τον θάνατο, άντε να ενταφιάσουν τους νεκρούς τους, όπως η Εκκλησία μας έχει ορίσει, κατέκαιαν τα σώματα τους. Ο Άγιος μαθαίνοντας αυτό κάλεσε τους προύχοντες του χωριού στην Καρύταινα, τους συμβούλευσε και ακόμη τους είπε. ότι με πρώτη ευκαιρία θα έλθει στο χωριό τους και θα διαβάσει και αγιασμό στα μέρη που αυτοί ισχυρίζονταν ότι ήταν βρικόλακες, και έτσι εάν υπήρχαν πονηρά πνεύματα που είχαν τέτοια εξουσία θα έφευγαν με τον αγιασμό. Πράγματι, σε λίγες ημέρες πήγε στο χωριό τους. Καλεί όλους τους κατοίκους στην εκκλησία και προσπαθεί με κάθε πατρικό τρόπο να τους πείσει να αφήσουν το κακό και διαβολικό τους έργο. Αυτοί τυφλωμένοι από τις αμαρτίες τους, στο τέλος λέγουν στον Επίσκοπο, ότι θα συνεχίσουν το έργον τους. Τότε ο Άγιος μπροστά σε τέτοια πώρωση, φεύγοντας τους είπε· «και τη σκόνη των ποδιών μου τινάζω από αυτόν το τόπο και η οργή του Θεού ας είναι με τους υιούς της απευθείας αν δεν μετανοήσουν». Δεν πέρασε πολύ χρονικό διάστημα και το χωριό ερημώθηκε τελείως, αφού οι χωρικοί αλληλοφονεύθηκαν εξαιτίας των παθών, μέθης, κλοπής, φθόνου κλπ. Η οργή του Θεού έφτασε στους υιούς της απευθείας.
3.Περιοδεύωντας ο Άγιος την επαρχία του, στις 5 Αυγούστου έφθασε στη Μεγαλόπολη. Εκεί, στο ναό της Μεταμορφώσεως, που όπως φαίνεται ήταν έξω από τη Μεγαλόπολη, υπήρχε λίμνη, όπου ήσαν πολλά βατράχια. Μετά τον εσπερινό ο Άγιος θέλησε να διανυκτερεύσει με τον διάκονό του εκεί, για να προσευχηθεί καλλίτερα ατενίζοντας στον έναστρο ουρανό, κάτι που έκανε πολλές φορές τις καλοκαιρινές νύχτες. Αλλά δυστυχώς, το πλήθος των βατράχων δεν τον άφησαν όχι μόνο να προσευχηθεί όπως ήθελε, αλλ’ ούτε και να κοιμηθεί. Μόνον κατά τις πρωινές ώρες έκλεισε λίγο τα μάτια του. Μετά τη λειτουργία οι ιερείς και οι προύχοντες τον ρωτούν, αν πέρασε καλά τη νύχτα. Ο Άγιος, χαριεντιζόμενος είπε: «Τί να σας πω, παιδιά μου, αυτά τα βατράχια, πού να βουβαθούν, καθόλου δεν με άφησαν όχι μόνο να προσευχηθώ, αλλ’ ούτε και να κοιμηθώ». Με το λόγο αυτό του Αγίου τα βατράχια έπαψαν να κοάζουν. Κανείς τότε δεν το πρόσεξε, γιατί αυτά πολλές φορές την ημέρα δεν κοάζουν. Έφυγε ο Άγιος, αλλά από τότε ούτε νύχτα, ούτε ημέρα ακούσθηκε έστω και ένας βάτραχος. Έπειτα από δύο χρόνια επανέρχεται ο Άγιος για την πανήγυρη και μετά το τέλος της θείας λειτουργίας λέει στους ιερείς και σε άλλους: «Τί έγιναν τα βατράχια που είχε άλλοτε η λίμνη; Κανένα δεν ακούσθηκε τη νύχτα». Τότε όλοι του λένε ότι από τότε που πριν δύο χρόνια είπε να βουβαθούν ποτέ δεν ξανακούστηκαν. Τότε χαμογελώντας λέει: «και με άκουσαν τα ευλογημένα;» και, ω του θαύματος, με τη λέξη ευλογημένα τα βατράχια άρχισαν να φωνάζουν, πράγμα που εξέπληξε όλους και τους έκανε να θαυμάσουν του Ιεράρχη τη θαυμαστή παρρησία και αγιότητα.
4.Ευρισκόμενος στην έδρα της Μητροπόλεως του στο γραφείο του και συζητώντας με κάποιους, έχοντας το κομποσκοίνι του στο χέρι όπως πάντα προσευχόμενος μυστικά, ξαφνικά διέκοψε τη συζήτηση. Φάνηκε
σαν να έβλεπε κάτι μακριά και είπε: «Μου φαίνεται, Κύριοι, ότι αυτή την
στιγμή πέθανε κάποιος από τους άρχοντες των Παλαιών Πατρών». Πήγε άνθρωπος γι’ αυτό το σκοπό στην Πάτρα και πράγματι διαπιστώθηκε ότι εκείνη την ώρα ακριβώς πέθανε ο πρώην άρχοντας των Πατρών. Και έτσι αφού ποίμανε θεάρεστα την ποίμνη του 24 χρόνια, κατά το 1735 σε ηλικία 71 ετών αφού ασθένησε απήλθε προς Κύριον πλήρης χάριτος και δόξης Θεού.
1.
Όταν ακόμη ζούσε ο Άγιος πληροφορήθηκε ότι στην κωμόπολη Σουλιμά
(ίσως) η σημερινή Χώρα) ζούσε μία γριά μάγισσα, η οποία με τα διαβολικά
της μάγια και τη ψυχήν της πουλούσε στο διάβολο, αλλά και τις ψυχές
όσων χριστιανών κατάφευγαν σ’ αυτή. Γεμάτος με θείο ζήλο και μη
υπολογίζοντας κόπους και θυσίες προκειμένου να σώσει τις ψυχές του
ποιμνίου του, την προσκάλεσε και την επιτίμησε λέγοντας ότι πρέπει να
σταματήσει τη μαγεία και να εξομολογηθεί, αλλιώς θα είναι αφορισμένη. Η
γριά συνήλθε και μετανόησε, ζήτησε δε να εξομολογηθεί από τον Άγιο. Μετά
την εξομολόγηση ο Άγιος της έβαλε κανόνα (επιτίμιο) να επανέλθει μετά
ορισμένο χρονικό διάστημα, για να διαπιστωθεί η ειλικρίνεια της
μετάνοιάς της, να την συγχωρήσει την αμαρτία και να κοινωνήσει των
άχραντων Μυστηρίων. Αλλά προτού παρέλθει το χρονικό αυτό διάστημα φθάνει
η πληροφορία ότι ο Αρχιερέας είναι πολύ βαριά άρρωστος και ότι
βρίσκεται στα τελευταία του. Όλοι στενοχωρήθηκαν, μα η πρώην μάγισσα
πιο πολύ, διότι σκέφθηκε τί θα γίνει αν πεθάνει ο Δεσπότης, ποιός θα της
λύσει τη μεγάλη της αμαρτία; Και αμέσως ίσως με ένα ζώο, φεύγει για να
τον προλάβει ζωντανό και να τον παρακάλεση να τη συγχωρήσει. Αλλά την ώρα που αυτή έφθανε στη Χριστιανούπολη, γινόταν η εκφορά του νεκρού προς την τελευταία του κατοικία. Μπορεί κανείς να φαντασθεί την αγωνία, αλλά και τη μεγάλη της θλίψη. Δεν
χάνει όμως καιρό. Πλησιάζει τα άπειρα πλήθη των Χριστιανών που
έκλαιγαν γιατί έχασαν τον Επίσκοπο και πατέρα τους και με γοερές
κραυγές φωνάζει στο νεκρό: «τί θα γίνω τώρα. ποιός θα με λύσει από την
αμαρτία μου;». Οι κραυγές και ο πόνος της είναι τέτοιος, ώστε όλοι
συγκινούνται, κλήρος και λαός και οι βαστάζοντες το ιερό σκήνος
σταματούν. Η δε μάγισσα δέεται γονατιστή και παρακαλεί τον νεκρό σαν να
ήταν ζωντανός. Και ω του θαύματος, ο νεκρός Αρχιερέας σηκώνει το δεξιό
του χέρι και την ευλογεί! Και ενώ ο νεκρός επαναφέρει το χέρι
του στη θέση του, ο κόσμος όλος που ίδε το μεγάλο αυτό θαύμα άρχισε να
κραυγάζει με ιερό δέος το «Κύριε ελέησον».
Β’ Θαύματα του Αγίου μετά θάνατον
2) Όταν κατά το 1834 ο διάβολος κατόρθωσε με τα όργανά του (Βαυαρών αντιβασιλέων και άλλων κυβερνητών της πατρίδας μας), να διαλύσει τα περισσότερα μοναστήρια (490) στην τότε μικρή πατρίδα μας, συμπεριελήφθη και η ιερά Μονή του Τιμίου.Τότε ο Έπαρχος Δημητσάνης Π. Νέγκας, από την Ύδρα, έστειλε τους εθνοφρουρούς να καταγράφουν και να παραλάβουν την περιουσία της Μονής.Φρόντισαν δε ο ερχομός τους να είναι ξαφνικός, για να μην προλάβουν οι μοναχοί και κρύψουν τίποτα. Τότε δυστυχώς, οι λεγόμενοι αυτοί φρουροί της Πατρίδας, με αφορμή τη διαταγή του Έπαρχου, δεν σεβάσθηκαν ούτε Μονή ούτε μοναχούς, που είχαν τόσες θυσίες προσφέρει στον αγώνα, ούτε ιερό και όσιο.Άγια Δισκοπότηρα, ιερά Ευαγγέλια, ιερά άμφια. ιερά βιβλία και ό,τι άλλο βρήκαν, τα μάζεψαν με ασέβεια και τα έριξαν σε σάκους, τα φόρτωσαν σε ζώα για να τα μεταφέρουν στη Δημητσάνα. Τότε και το ιερόν σκήνωμα του Αγίου το μετέφεραν ως λεία και με μεγάλη περιφρόνηση τα μεν ιερά λείψανα ξεφόρτωσαν στο υπόγειο του Επαρχείου, τα δε ιερά αντικείμενα και όλα τα άλλα στο πάτωμα ενός δωματίου. Ενώ ξένοιαστος και χωρίς καμία συναίσθηση ο Έπαρχος κοιμόταν, τα μεσάνυχτα κρότος φοβερός ακούγεται σαν να ξεριζώθηκε μεγάλο δένδρο στο υπόγειο και συντάραξε το Επαρχείο, Έντρομος ο Έπαρχος σηκώνεται και με αγωνία προσπαθεί να καταλάβει τί συμβαίνει. Σε λίγο συνήλθε, ηρέμησε κάπως και αποφάσισε πάλι να κοιμηθεί. Οπότε ακλουθεί δεύτερος φοβερότερος κρότος και το Επαρχείο σείεται εκ θεμελίων και φαίνεται ότι θα διαλυθεί. Με φόβο και τρόμο τότε βγαίνει από το σπίτι και κατευθύνεται προς το σπίτι του Δεσπότη. Τον ξυπνά και με τρόμο του αναφέρει τα γεγονότα. Τότε ο Δεσπότης συνέρχεται και του λέει: «τρέχα, να στείλεις το ιερό λείψανο του Αγίου Χριστιανουπόλεως πίσω στη Μονή, απ’ όπου το πήρες». Και την ώρα εκείνη μαζί με λίγους ιερείς μετέφεραν τα ιερά λείψανα στο ναό, που ήταν εκεί κοντά. Την επομένη δε μοναχοί της Μονής Αιμυαλών τα μεταφέρουν στη Μονή τους, όπου παρέμειναν 4 χρόνια και μετά επανήλθαν στην Ιερά Μονή Προδρόμου. Ο βιογράφος και υμνογράφος της ακολουθίας του Αγίου Αθανασίου, Επίσκοπος Ιωάννης Μαρτίνος, γράφει σε ύμνο του Εσπερινού: «Θαύμα εκπληκτικόν γέγονε και κατέπληξε τους τολμητίας, τους βέβηλους χείρας εκτείναντας και τα λείψανα συλλήσαντας. Εκλονίσθη πάσα η οικία και κρότος φρικτός και μέγας και πανύχιος σε ζώντα και μετά θάνατον απέδειξε». Άξιο θαυμασμού και εκπλήξεως είναι και αυτό που συμβαίνει μέχρι σήμερα από το ιερό λείψανο, όταν πρόκειται να γίνει μεγάλο κακό είτε στη Μονή είτε στην περιφέρεια, ακόμη δε στην εκκλησία και στο Έθνος μας. Τότε ακούγεται από το ιερό λείψανο να βγαίνει τριγμός ασυνήθιστος, που είναι ανάλογος του μεγέθους της συμφοράς. Τέτοιος κρότος αλλά, πιό ελαφρός, ακούεται, όταν κάποιος από τους πατέρες της Μονής πρόκειται να κοιμηθεί και πάλι όταν παραμελείται το άναμμα της ακοίμητου κανδήλας του. Τέτοιος τριγμός έγινε και το 1953: Ενώ ο Μοναχός.., (αποσιωπάται το όνομα, γιατί βρίσκεται στη Μονή) φρόντιζε το ναό, ξαφνικά από το μέρος που βρίσκονται οι λάρνακες του Αγίου, ακούγεται κρότος δυνατός. Ο Μοναχός έντρομος αφήνει την εκκλησία και έρχεται στη Μονή και διηγείται το περιστατικό στους πατέρες, οι όποιοι μάλλον γελούν με το φόβο του… και του λέγουν ότι κάτι άλλο θα ήταν, κάτι θα έπεσε. Αυτός δε επέμενε. Και όμως, μετά δύο ημέρες γίνονται οι μεγάλοι σεισμοί της Κεφαλονιάς.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου