Του Βλάσση Αγτζίδη
Το πρόσφατο θέμα σχετικά με την ποινικοποίηση της άρνησης
των αναγνωρισμένων από το ελληνικό κράτος γενοκτονιών (Εβραίων, Αρμενίων,
Ποντίων, Μικρασιατών) έφερε στην επιφάνεια ένα καλά κρυμμένο
μυστικό, τεχνηέντως απωθημένο, που βρισκόταν όμως στην ίδια τη βάση πάνω στην
οποία συγκροτήθηκε οριστικά μετά το 1922 η σύγχρονη ελλαδική κοινωνία. Οι
ελληνικές ελίτ (κυβερνητικές αλλά και της Αριστεράς) επέλεξαν να απωθήσουν τα
ζητήματα αυτά για πολλές δεκαετίες.
Μόνο στις δεκαετίες του ’80 και του ’90 και λόγω των αλλαγών που επέφερε η εμφάνιση της κοινωνίας των πολιτών, άρχισαν οι οργανώσεις των θυμάτων να θέτουν τα ζητήματα αυτά. Με το αίτημα που διατύπωσαν για την αναγνώριση της γενοκτονίας που υπέστησαν από τον τουρκικό εθνικισμό την περίοδο 1914-1923, αλλά και με την κριτική που άσκησαν, τόσο προς τις ελλαδικές ελίτ για την αρνητική τους στάση όσο και προς τον σταλινισμό για τη μεταχείριση αυτών που είχαν καταφύγει στην ΕΣΣΔ, αμφισβήτησαν το σύνολο των κυρίαρχων ιδεολογημάτων. Πέτυχαν την αναγνώριση της γενοκτονίας από τη Βουλή των Ελλήνων, κλείνοντας σε συμβολικό επίπεδο τις μεγάλες εκκρεμότητες -πολιτικές και ιδεολογικές- που είχαν οι προσφυγικοί πληθυσμοί με το ελληνικό κράτος.
Όμως το πρόβλημα μεταφέρθηκε στον χώρο της ιστοριογραφίας. Η πλειονότητα των ιστορικών (δεξιοί, αριστεροί και μοντέρνοι) είτε απέφυγαν την εμπλοκή είτε είδαν υπεροπτικά την κίνηση είτε στάθηκαν εξαρχής αρνητικοί προς τους «νέους» προβληματισμούς. Διαμορφώθηκε μια ενστικτώδης υπόγεια άρνηση της γενοκτονίας, που σήμερα έχει παραχωρήσει τη θέση της στον αγνωστικισμό. Το κενό κάλυψε μια νεαρή ιστοριογραφική σχολή -με πολλές εσωτερικές διαφωνίες και αποχρώσεις- που βγήκε από τους κόλπους των προσφυγικών οργανώσεων και πήρε αποστάσεις από τους «παλιούς», διαδίδοντας τη γνώση για τα επίμαχα εκείνα ιστορικά γεγονότα, συνεργαζόμενη με σημαντικούς Τούρκους αντιεθνικιστές ιστορικούς.
Οι διαφωνίες που ενυπάρχουν στην κοινότητα των Ελλήνων ιστορικών και οι σκληροί πόλεμοι για τη μνήμη και την Ιστορία αγγίζουν τον πυρήνα διαμόρφωσης της νεοελληνικής ιδεολογίας.
Παρότι πέρασαν σχεδόν 20 χρόνια από την πρώτη αναγνώριση (1994), εντούτοις ακόμα η συζήτηση δεν έχει ανοίξει. Με αποτέλεσμα να εκχωρείται χώρος σε μια δημόσια αφήγηση, εν πολλοίς απλοϊκή, καθώς και στην εκμετάλλευση των ιστορικών γεγονότων από διάφορες πολιτικές ομάδες.
Αυτή τη στιγμή υπάρχει μια πολύ πιο δύσκολη κατάσταση από αυτή που αντιμετώπισε η Γαλλία όταν συζητούσε για το ζήτημα της ποινικοποίησης της άρνησης της Γενοκτονίας των Αρμενίων, όπου είχε προηγουμένως θεσπιστεί η απαγόρευση της άρνησης του Ολοκαυτώματος. Οπότε, διαπραγματεύτηκαν στο νέο θεωρητικό πλαίσιο μόνο τη Γενοκτονία των Αρμενίων. Σε εμάς είναι επισήμως αναγνωρισμένες οι Γενοκτονίες των Εβραίων, των Αρμενίων, των Ποντίων και των Μικρασιατών. Για λόγους ηθικούς και όχι μόνο, δεν μπορεί να γίνει διαχωρισμός σε προνομιούχες και μη γενοκτονίες. Αρα, ό,τι γίνει θα γίνει για όλες.
Από την άλλη, πώς μπορεί να προστατευτεί η μνήμη των θυμάτων από έναν επιθετικό θύτη που επιδιώκει την αναθεώρηση της Ιστορίας (π.χ., επίσημη Τουρκία) και τι πρέπει να γίνει με την περίπτωση του ανερχόμενου νεοναζισμού;
Όπως και να έχει το θέμα, το κέρδος για την ιστορική επιστήμη είναι ότι, επιτέλους, με αφορμή το αντιρατσιστικό νομοσχέδιο, άνοιξε η συζήτηση για τα θέματα αυτά.
* Ο κ. Βλάσης Αγτζίδης είναι διδάκτωρ Σύγχρονης Ιστορίας, μαθηματικός.
Μόνο στις δεκαετίες του ’80 και του ’90 και λόγω των αλλαγών που επέφερε η εμφάνιση της κοινωνίας των πολιτών, άρχισαν οι οργανώσεις των θυμάτων να θέτουν τα ζητήματα αυτά. Με το αίτημα που διατύπωσαν για την αναγνώριση της γενοκτονίας που υπέστησαν από τον τουρκικό εθνικισμό την περίοδο 1914-1923, αλλά και με την κριτική που άσκησαν, τόσο προς τις ελλαδικές ελίτ για την αρνητική τους στάση όσο και προς τον σταλινισμό για τη μεταχείριση αυτών που είχαν καταφύγει στην ΕΣΣΔ, αμφισβήτησαν το σύνολο των κυρίαρχων ιδεολογημάτων. Πέτυχαν την αναγνώριση της γενοκτονίας από τη Βουλή των Ελλήνων, κλείνοντας σε συμβολικό επίπεδο τις μεγάλες εκκρεμότητες -πολιτικές και ιδεολογικές- που είχαν οι προσφυγικοί πληθυσμοί με το ελληνικό κράτος.
Όμως το πρόβλημα μεταφέρθηκε στον χώρο της ιστοριογραφίας. Η πλειονότητα των ιστορικών (δεξιοί, αριστεροί και μοντέρνοι) είτε απέφυγαν την εμπλοκή είτε είδαν υπεροπτικά την κίνηση είτε στάθηκαν εξαρχής αρνητικοί προς τους «νέους» προβληματισμούς. Διαμορφώθηκε μια ενστικτώδης υπόγεια άρνηση της γενοκτονίας, που σήμερα έχει παραχωρήσει τη θέση της στον αγνωστικισμό. Το κενό κάλυψε μια νεαρή ιστοριογραφική σχολή -με πολλές εσωτερικές διαφωνίες και αποχρώσεις- που βγήκε από τους κόλπους των προσφυγικών οργανώσεων και πήρε αποστάσεις από τους «παλιούς», διαδίδοντας τη γνώση για τα επίμαχα εκείνα ιστορικά γεγονότα, συνεργαζόμενη με σημαντικούς Τούρκους αντιεθνικιστές ιστορικούς.
Οι διαφωνίες που ενυπάρχουν στην κοινότητα των Ελλήνων ιστορικών και οι σκληροί πόλεμοι για τη μνήμη και την Ιστορία αγγίζουν τον πυρήνα διαμόρφωσης της νεοελληνικής ιδεολογίας.
Παρότι πέρασαν σχεδόν 20 χρόνια από την πρώτη αναγνώριση (1994), εντούτοις ακόμα η συζήτηση δεν έχει ανοίξει. Με αποτέλεσμα να εκχωρείται χώρος σε μια δημόσια αφήγηση, εν πολλοίς απλοϊκή, καθώς και στην εκμετάλλευση των ιστορικών γεγονότων από διάφορες πολιτικές ομάδες.
Αυτή τη στιγμή υπάρχει μια πολύ πιο δύσκολη κατάσταση από αυτή που αντιμετώπισε η Γαλλία όταν συζητούσε για το ζήτημα της ποινικοποίησης της άρνησης της Γενοκτονίας των Αρμενίων, όπου είχε προηγουμένως θεσπιστεί η απαγόρευση της άρνησης του Ολοκαυτώματος. Οπότε, διαπραγματεύτηκαν στο νέο θεωρητικό πλαίσιο μόνο τη Γενοκτονία των Αρμενίων. Σε εμάς είναι επισήμως αναγνωρισμένες οι Γενοκτονίες των Εβραίων, των Αρμενίων, των Ποντίων και των Μικρασιατών. Για λόγους ηθικούς και όχι μόνο, δεν μπορεί να γίνει διαχωρισμός σε προνομιούχες και μη γενοκτονίες. Αρα, ό,τι γίνει θα γίνει για όλες.
Από την άλλη, πώς μπορεί να προστατευτεί η μνήμη των θυμάτων από έναν επιθετικό θύτη που επιδιώκει την αναθεώρηση της Ιστορίας (π.χ., επίσημη Τουρκία) και τι πρέπει να γίνει με την περίπτωση του ανερχόμενου νεοναζισμού;
Όπως και να έχει το θέμα, το κέρδος για την ιστορική επιστήμη είναι ότι, επιτέλους, με αφορμή το αντιρατσιστικό νομοσχέδιο, άνοιξε η συζήτηση για τα θέματα αυτά.
* Ο κ. Βλάσης Αγτζίδης είναι διδάκτωρ Σύγχρονης Ιστορίας, μαθηματικός.
Πηγή: wordpress.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου