Συνηθισμένη απορία όσων ένδιαφέρονται
να μάθουν τα σχετικά με την πίστη μας είναι το αν υπάρχουν σήμερα άγιοι.
Η έκπληξη που ακολουθεί κάθε καταφατική απάντηση είναι μεγάλη. Με τη
σειρά μας θέτουμε και εμείς το ίδιο ερώτημα: υπάρχουν στη σύγχρονη εποχή
άγιοι; Αν ναι που είναι, γιατί δεν τους βλέπουμε.
Η απάντηση είναι και εύκολη και δύσκολη.
Εύκολη γιατί είναι αναμφίβολα καταφατική, δύσκολη γιατί η αγιότητα
επιθυμεί να κρύβεται, να υπάρχει διακριτικά και να μεταμορφώνει τον
κόσμο μας αθόρυβα.
Μια τέτοια ιδιαίτερα διακριτική περίπτωση αγίου είναι ο άγ. Νικόλαος Πλανάς, ο οποίος κοιμήθηκε στις 2 Μαρτίου του 1932 στην Αθήνα και η μνήμη του εορτάζεται κάθε χρόνο αυτή την ημερομηνία.
Γεννήθηκε το 1851 στη Νάξο, ήλθε με τη μητέρα του νεαρός στην Αθήνα,
όπου αφού παντρεύτηκε και απέκτησε ένα παιδί, χειροτονήθηκε διάκονος το
1879 και ιερέας το 1885.
Η ιδιαιτερότητα του αγ. Νικολάου είναι η
απλότητά του. Δεν ασκήθηκε μόνος σε κάποια έρημο, δεν είχε λάβει
επιμελημένη θεολογική παιδεία, δεν μαρτύρησε για την πίστη του.
Αντιθέτως, ήταν ένας απλός ιερέας της Αθήνας. Τελούσε καθημερινά τη Θεία
Λειτουργία, την οποία τελείωνε μετά το μεσημέρι, με προσήλωση στο έργο
του. Μνημόνευε πλήθος ονομάτων, όπως πράττουν χιλιάδες ορθόδοξοι ιερείς,
νήστευε και αγρυπνούσε. Δεν τον έκαμπταν ούτε οι κακές καιρικές
συνθήκες ούτε τα γηρατειά. Αγωνιζόταν με διαρκή προσευχή και νηστεία.
Ποτέ δεν ζητούσε χρήματα για τις
υπηρεσίες του και όταν του προσέφεραν κάτι, αφού κρατούσε το ελάχιστο
δυνατό για τον ίδιο, τα υπόλοιπο το έδινε σε όσους είχαν ανάγκη. Συχνά
μάλιστα, δεν άνοιγε καθόλου το φάκελο, αλλά αμέσως τον προσέφερε σε
όποιον τον χρειαζόταν.
Μελετούσε την Αγία Γραφή με τους πιστούς
της ενορίας του και την εξηγούσε με σοφία που πήγαζε, όχι από την
ακαδημαϊκή του σπουδή, αλλά από την αγιότητα του βίου του. Καθώς ήταν
κοντός, σκυφτός και χωρίς ευφράδεια λόγου, πολλοί -ακόμη και κληρικοί-
τον θεωρούσαν παρακατιανό και δεν τον ήθελαν παρόντα όταν ήταν κάποια
επίσημη ημέρα. Κάποτε τον πήραν από την ενορία του αγίου Παντελεήμονα
της οδού Καλλιρρόης και τον έστειλαν σε μία πιο μακρινή ενορία, τον άγιο
Ιωάννη τον Κυνηγό (σήμερα, επί της οδού Βουλιαγμένης) για να καρπωθούν
τις προσφορές λίγο περισσοτέρων οικογενειών.
Κάποιος γνωστός του τον πλησίαζε δήθεν
για να του μιλήσει, αλλά έβαζε το χέρι του στην τσέπη του ράσου του και
έπαιρνε τα λίγα χρήματα που εύρισκε σε αυτή.
Οι ενορίτες του τον αγαπούσαν και τον
εμπιστεύονταν. Συχνά του ζητούσαν και από άλλες περιοχές της Αθήνας να
τις επισκεφθεί και να λειτουργήσει. Με πόθο πήγαινε στο Μοναστηράκι,
όπου λίγο νοτιώτερα από τον ηλεκτρικό σταθμό, υπήρχε το εκκλησάκι του
αγίου προφήτη Ελισσαίου. Σε αυτό το 1885 είχε χειροτονηθεί πρεσβύτερος.
Συνήθιζε εκεί να τελεί κατανυκτικότατες αγρυπνίες στις οποίες μεταξύ
άλλων έψελναν οι Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης και Αλέξανδρος Μωραϊτίδης.
Η μελέτη του βίου του αγίου Νικολάου του
Πλανά δεν προκαλεί τον εντυπωσιασμό. Η ζωή του ήταν απλή και μετρημένη,
καθημερινή θα λέγαμε. Δεν περιέχει κάτι που δεν θα μπορούσαμε να
πράξουμε και εμείς. Δεν υπάρχει κάποιο στοιχείο που υπερβαίνει τα
ανθρώπινα μέτρα. Δεν υπάρχει κάτι που να δείχνει ότι ο π. Νικόλαος ήταν
ένα είδος «υπερανθρώπου.
Τα πάντα μας παραπέμπουν σε κάποιον που φρόντισε τον πλησίον του με αγάπη, πραότητα και καλοσύνη.
Σε κάποιον που μετανόησε για τις αμαρτίες του.
Σε κάποιον που τελούσε με συνέπεια τα μυστήρια.
Σε κάποιον που αγαπούσε και αυτούς που τον αδικούσαν.
Σε κάποιον που στήριζε ακόμη και αυτούς που τον έκλεβαν.
Σε κάποιον που ακόμη και στις φωτογραφίες του διακρίνεται η ταπείνωσή του.
Άραγε, τόσο δύσκολο είναι να κάνουμε, ή τουλάχιστον να προσπαθήσουμε να κάνουμε, και εμείς το ίδιο;
Χρόνια πολλά!
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου