Ζωντανή Αναμετάδοση Ιερών Ακολουθιών

Τρίτη 31 Ιουλίου 2018

Ναυπάκτου Ιερόθεος: «Τρομολαγνεία και αγαπολαγνεία σε τραγικά γεγονότα».

του Μητροπολίτη Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιερόθεου

Εθνικό πένθος κηρύχθηκε λόγω των φοβερών καταστροφών που συνέβησαν στην Πατρίδα μας και αποτελούν εθνική τραγωδία. Είναι όντως φοβερό γεγονός να πεθαίνουν άνθρωποι κάτω από τέτοιες τραγικές συνθήκες και ακόμη να καταστρέφεται το περιβάλλον, το «κόσμημα» του Θεού.

1. Βαθύς πόνος

Όσοι αισθάνονται την τραγική κατάσταση των ημερών αυτών πονούν και πενθούν στην καρδιά τους.

Πως, όμως, να παρηγορήσης τους ανθρώπους που έχασαν τους συγγενείς τους; Πως να καταλάβης αυτούς που πήγαν στο νεκροτομείο για να αναγνωρίσουν τους ανθρώπους τους, μέσα σε τόσους απανθρακωμένους; Πως να συναισθανθής και να πονέσης μαζί με τους ανθρώπους εκείνους που αναζητούν τους αγνοουμένους συγγενείς τους και ζούν μεταξύ ελπίδας και απογνώσεως, στα όρια ζωής και θανάτου; Πως να νοιώσης τον διασώστη που είδε έναν σωρό στάχτη και αφαιρώντας την είδε ένα καμένο κρανίο και μερικά κόκκαλα; Πως να έλθης στην θέση του διασώστη που έγραψε ότι «σε τέτοιους τόπους που τριγυρνάς ο αέρας μυρίζει αλλιώς, μυρίζει … θάνατο»;

Σε αυτές τις καταστάσεις δεν μπορείς να μιλήσης, δεν μπορείς να κάνης ποιμαντική με ηθικολογίες.

Ο Μέγας Βασίλειος γράφοντας επιστολή σε μια γυναίκα της οποίας πέθανε το παιδί της, μεταξύ άλλων γράφει:

«Σκόπευα να σιωπήσω προς την κοσμιότητά σου, σκεπτώμενος ότι, όπως στον οφθαλμό που πάσχει από φλεγμονή και το απαλότερο παρηγορητικό επίθεμα προκαλεί ανία-πόνο, έτσι και στην ψυχή που έχει κτυπηθή από βαρειά θλίψη, ο λόγος και αν φέρη πολλή παρηγοριά, φαίνεται να είναι κάπως οχληρός, όταν προφέρεται στην ώρα της αγωνίας».

Αυτό δείχνει μια ποιμαντική ευαισθησίας και τρυφερότητας, θα λέγαμε μια ποιμαντική διακρίσεως.

Στην προκειμένη περίπτωση θα αρκούσε αυτό που έγραψε κάποιος τηλεοπτικός Σταθμός του εξωτερικού: «προσευχή για την Ελλάδα». Αυτό τα λέει όλα. Προσευχή για θύτες και θύματα, για άρχοντες και αρχομένους, για πονεμένους και νεκρούς, για Κληρικούς και λαικούς. Γιατί σε στιγμές αγωνίας και ο παρηγορητικός λόγος είναι οδυνηρός, δεν αντέχεται, αρκεί η σιωπηλή αρχοντική παρουσία.

Τουλάχιστον όταν θέλουμε να μιλήσουμε, να μιλάμε μέσα από την θεολογία της «συμπάσχουσας καρδίας»


2. Ο άστατος θεολογικός λόγος

Δυστυχώς σε τέτοιες στιγμές ακούγονται διάφοροι «θεολογικοί» λόγοι, άλλοτε ότι είναι τιμωρία του Θεού, άλλοτε ότι ο Θεός είναι αγάπη και φιλανθρωπία. Και στις δύο περιπτώσεις επιστρατεύονται αγιογραφικά και λειτουργικά κείμενα για να τεκμηριωθούν οι απόψεις. Όμως, η ερμηνεία των σχετικών χωρίων είναι τις περισσότερες φορές παραποιητική.

Βεβαίως, υπάρχουν αγιογραφικά χωρία, στα οποία γίνεται λόγος για την «οργή» του Θεού, και άλλα για την αγάπη του Θεού. Όμως, πως συνδυάζονται αυτά μεταξύ τους και πως ερμηνεύονται;

Σύμφωνα με όλη την εκκλησιαστική παράδοση, ο Θεός δεν διακρίνεται από τις εμπαθείς καταστάσεις των ανθρώπων, αλλά στέλλει την Χάρη Του και την ενέργειά Του σε όλη την κτίση. Ο Ίδιος ο Χριστός είπε ότι ο Πατήρ Του, ο εν ουρανοίς «τον ήλιον αυτού ανατέλλει επί πονηρούς και αγαθούς και βρέχει επί δικαίους και αδίκους» (Ματθ. ε’, 45). Ο Θεός δεν είναι αίτιος του κακού, αλλά είναι η πηγή του αγαθού, ο Θεός είναι ελεύθερος από κάθε ανάγκη και ιδιοτέλεια. Κατά τον άγιο Ιωάννη τον Χρυσόστομο «ουκ εκείνος (δηλαδή ο Θεός) εστίν ο εχθραίνων, αλλ’ ημείς∙ Θεός γαρ ουδέποτε εχθραίνει». Δεν είναι δυνατόν τις δικές μας εμπαθείς καταστάσεις να τις αποδίδουμε στον Θεό.

Βεβαίως, στην Αγία Γραφή υπάρχουν φράσεις που κάνουν λόγο για την οργή του Θεού, όπως ο λόγος του Αποστόλου Παύλου: «αποκαλύπτεται γαρ οργή Θεού απ’ ουρανού επί πάσαν ασέβειαν και αδικίαν ανθρώπων των την αλήθειαν εν αδικία κατεχόντων» (Ρωμ. α’, 18). Αλλά τέτοια χωρία πρέπει να ερμηνευθούν μέσα από την όλη αποστολική και πατερική παράδοση, ότι εμείς είμαστε «τέκνα φύσει οργής», όπως γράφει ο Απόστολος Παύλος: «Εν οις και ημείς πάντες ανεστράφημεν ποτε εν ταίς επιθυμίαις της σαρκός ημών, ποιούντες τα θελήματα της σαρκός και των διανοιών, και ήμεν τέκνα φύσει οργής, ως και οι λοιποί» (Εφ. β’, 3).

Στην πραγματικότητα αυτό που ονομάζουμε οργή του Θεού, είναι η δική μας αίσθηση ότι ο Θεός είναι οργισμένος και μας τιμωρεί, οπότε εμείς αυτοτιμωρούμαστε, επειδή απομακρυνόμαστε από το φως του Θεού και αισθανόμαστε τον Θεό οργισμένο.

Είναι σαν να τοποθετούμε ένα λουλούδι μέσα στο σκοτάδι, το οποίο μαραίνεται, γιατί στερείται των ζωογόνων ακτίνων του ηλίου. Οπότε δεν μπορούμε να αποδώσουμε ευθύνες στον ήλιο, ο οποίος εξακολουθεί να στέλλη το φως του στην κτίση. Έτσι, πρέπει να ερμηνευθούν όλα τα σχετικά αγιογραφικά χωρία για την οργή του Θεού.

Υπάρχουν άλλοι, οι οποίοι δεν θέλουν να ομιλούν για την οργή του Θεού και αντί να ερμηνεύουν ορθόδοξα τα σχετικά χωρία της «συμβολικής θεολογίας», αρέσκονται να ομιλούν για την αγάπη του Θεού, ωσάν ο Θεός να δέχεται και να αμνηστεύη τα πάντα και να μην ενδιαφέρεται για την θεραπεία του ανθρώπου.

Και οι άνθρωποι κάνουν τέτοιες επεμβάσεις. Οι χειρουργοί ιατροί εν ονόματι της αγάπης στον άρρωστο άνθρωπο αποκόπτουν άρρωστα μέλη του σώματός του, οι διδάσκαλοι βαθμολογούν με χαμηλό βαθμό τους μαθητές τους και οι γονείς παιδαγωγούν κατάλληλα τα παιδιά τους. Η αγάπη δεν αμνηστεύει όλες τις κακίες και όλα τα ατοπήματα των αγαπητών τους ανθρώπων.

Όσοι ομιλούν για τον Θεό μόνον ως αγάπη, ίσως συναισθηματικής φύσεως, αμνηστεύοντας όλα τα εγκλήματα, αγνοούν τι είναι αυτή η αγάπη του Θεού. Η θεία αγάπη είναι η άκτιστη ενέργειά Του, η οποία αποστέλλεται στους ανθρώπους και ενεργεί σε αυτούς, ανάλογα με την κατάστασή τους, οπότε άλλους σώζει και άλλους καταδικάζει. Σε αυτό δεν ευθύνεται ο Θεός, αλλά ο άνθρωπος, που δέχεται την άκτιστη ενέργεια του Θεού, σύμφωνα με την κατάστασή τους.

Ο Απόστολος Παύλος ομιλώντας για την δικαιοσύνη του Θεού, και μάλιστα ότι ο Θεός δεν είναι άδικος, χρησιμοποιεί τον λόγο∙ «ελεήσω ον αν ελεώ, και οικτειρήσω ον αν οικτείρω» (Εξ. λγ’, 19). Και αποφαίνεται: «Άρα ούν ον θέλει ελεεί, ον δε θέλει σκληρύνει» (Ρωμ. θ’, 18). Όμως, πως ερμηνεύεται αυτό το χωρίο;

Υπάρχουν πολλά πατερικά κείμενα που το ερμηνεύουν, αλλά θα αρκεσθώ στην ερμηνεία του ιερού Θεοφυλάκτου Αρχιεπισκόπου Βουλγαρίας, που στηρίζεται στους Πατέρας, κατά την μεταγλώτισση του αγίου Νικοδήμου του Αγιορείτου.

«Άκουσον∙ καθώς ο Ήλιος το μεν κηρί απαλύνει, τον δε πηλόν σκληρύνει, όχι καθ’ εαυτόν, αλλά διά την διαφορετικήν ύλην του κηρού, και του πηλού∙ έτσι και ο Θεός, την πηλίνην καρδίαν του Φαραώ λέγεται πως εσκλήρυνε∙ με τι τρόπον; με την μακροθυμίαν του και υπομονήν∙ διατί μακροθυμώντας και υπομένοντας αυτόν, τον έκαμε σκληρότερον∙ καθώς, χάριν παραδείγματος, και ανίσω τινάς έχοντας δούλον πονηρόν, δεν παιδεύη αυτόν, αλλά μεταχειρίζεται φιλανθρωπίαν εις αυτόν, το κάμνει περισσότερον από ο,τι ήταν πρότερον∙ όχι πως ο αυθέντης διδάσκει τον δούλον εκείνον την πονηρίαν∙ αλλ’ ότι ο δούλος μεταχειρίζεται την φιλανθρωπίαν του αυθέντου του εις αύξησιν της πονηρίας του, με το να καταφρονή εκείνην».

Ο Μέγας Βασίλειος ερμηνεύοντας το ψαλμικό χωρίο «φωνή Κυρίου διακόπτοντος φλόγα πυρός», γράφει ότι το πυρ έχει δύο δυνάμεις, την καυστική και την φωτιστική, γι’ αυτό καίει και φωτίζει. Οπότε, ένας άνθρωπος αισθάνεται την καυστική ιδιότητα, ενώ άλλος αισθάνεται την φωτιστική ιδιότητα. Έτσι ερμηνεύεται ο Παράδεισος και η Κόλαση, όχι δικανικά, αλλά ιατρικά, θεραπευτικά. Οπότε, το πυρ της κολάσεως είναι αλαμπές, μέθεξη της καυστικής και όχι της φωτιστικής ιδιότητας του ακτίστου Φωτός∙ και το φως του παραδείσου είναι άκαυστον, βίωση της φωτιστικής και όχι της καυστικής ιδιότητος. Η έλλαμψη και η καύση εξαρτάται από την κατάσταση του ανθρώπου.

Ο άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος αναφερόμενος σε αυτό το θέμα γράφει ότι η μέλλουσα ζωή είναι «φως τοις κεκαθαρμένοις την διάνοιαν», «κατά την αναλογίαν της καθαρότητος», που είναι η Βασιλεία του Θεού, και αυτή η ίδια η Χάρη γίνεται σκότος «τοις τυφλώττουσι το ηγεμονικόν» που είναι αλλοτρίωση του Θεού «κατά την αναλογίαν της εντεύθεν αμβλυωπίας».

Μέσα σε αυτά τα πλαίσια ο αββάς Ισαάκ ο Σύρος γράφει ότι η Κόλαση είναι η μάστιγα της αγάπης του Θεού: «Εγώ δε λέγω ότι εν τη γεέννη κολαζόμενοι, τη μάστιγι της αγάπης μαστίζονται». Και συνεχίζει ότι είναι άτοπο να υποστηρίζη κανείς «ότι οι αμαρτωλοί εν τη γεέννη στερούνται της αγάπης του Θεού», γιατί η αγάπη ενεργεί «εν τη δυνάμει αυτής κατά διπλούν τρόπον∙ τους μεν αμαρτωλούς, κολάζουσα ως και ενταύθα συμβαίνει προς φίλον υπό φίλου∙ τους δε τετηρηκότας τα δέοντα, ευφραίνουσα εν αυτή». Παντού υπάρχει η αγάπη του Θεού και εξαρτάται πως την βιώνει ο άνθρωπος.

Αυτή εν ολίγοις είναι η εκκλησιαστική παράδοση για την «οργή» του Θεού και την «αγάπη» Του.

Ας παύσουν, λοιπόν, μερικοί να παρερμηνεύουν τα χωρία της Αγίας Γραφής, και άλλοτε να τρομάζουν τους ανθρώπους με την «οργή» του Θεού και άλλοτε να τους καθησυχάζουν με την «αγάπη» του Θεού.

Η όλη προφητική, αποστολική και πατερική παράδοση ποιμαίνει τους ανθρώπους θεολογώντας και θεολογεί ποιμαίνοντας, δηλαδή οι Ποιμένες με την ενέργεια της Χάριτος του Θεού θεραπεύουν τους ανθρώπους, ώστε η συνάντησή τους με τον Θεό να είναι φως και όχι πυρ. Αυτό δεν οφείλεται στον Θεό, αλλά στην ψυχική κατάσταση κάθε ανθρώπου. Γι’ αυτό, όσο σκληρή είναι η τρομολαγνεία, τόσο και περισσότερο σκληρότερη είναι η αγαπολαγνεία, που δεν σώζει.

3. Η επιδημία και η λαίλαπα του πυρός

Είναι γνωστή η δύναμη της φωτιάς. Το πυρ στην φιλοσοφία του Ηρακλείτου είναι σύμβολο της ζωής, της κίνησης, της νομοτέλειας, είναι ρυθμιστής του σύμπαντος. Το πρόβλημα δεν είναι το πυρ, που είναι στοιχείο της φύσεως, και απαραίτητο για την ζωή μας, αλλά η κακή χρήση του πυρός, η παράχρησή του.

Εκείνο που προβληματίζει όλους μας είναι η επιδημία των ανεξέλεγκτων πυρκαγιών, κάθε χρόνο τέτοια περίοδο, που είναι σταθερά επαναλαμβανόμενα γεγονότα, η χρησιμοποίηση της φωτιάς για να καίγονται οι πόλεις και οι οικισμοί με φοβερές συνέπειες, ήτοι την απώλεια ανθρώπων, την καταστροφή των οικιών και τον αφανισμό των δασών και των ζώων.

Η επιδημία αυτή οφείλεται σε πολλά αίτια, όταν όμως πρόκειται για εμπρησμούς, αυτό οφείλεται στα «άρρωστα μυαλά» των ανθρώπων αυτών. Πολλοί κάνουν λόγο για Θεομηνία. Το ερώτημα είναι: γιατί εμπλέκουν τον Θεό σε όλες τις εμπαθείς καταστάσεις τους; Δεν μπορούμε να ομιλούμε για Θεομηνία, αλλά για ανθρωπομανία, γιατί τέτοιες καταστροφές οφείλονται σε ανθρώπους, που ο Ντοστογιέφσκι θα τους ονόμαζε «δαιμονισμένους», οι οποίοι εκδηλώνουν τις εσωτερικές αρρωστημένες καταστάσεις τους, αδιαφορώντας για τα φρικτά αποτελέσματα που δημιουργούνται.

Διερωτώμαι: Όταν παρατηρούνται τέτοια τρομακτικά γεγονότα, γιατί αμέσως το μυαλό των «θεολογούντων» αναμειγνύη τον Θεό σε αυτά, άλλοτε μιλώντας για την οργή του Θεού και άλλοτε για την αγάπη Του; Γιατί εμπλέκουν τον Θεό στις δικές μας εμπαθείς διαθέσεις;

Βεβαίως, υφίσταται η αποστασία αρχόντων και αρχομένων και υπάρχουν αμφίπλευρες ευθύνες, αλλά αυτό δεν μπορεί να αποδίδεται στον Θεό, αφού ξεκινούν από τις εμπαθείς καταστάσεις των ανθρώπων και εγκληματικές τους ενέργειες. Ο Θεός και σε αυτές τις περιπτώσεις σέβεται την ελευθερία τους, ακόμη σέβεται και την ελευθερία του διαβόλου, αλλά παρεμβαίνει θεραπευτικά και περιορίζει το καταστροφικό έργο του.

Εκείνο που παρατηρώ είναι ότι μερικοί, εξετάζοντας διάφορα γεγονότα εύκολα εισέρχονται στον χώρο της θεολογίας (του Θεού), ενώ αυτά κινούνται στον χώρο της δαιμονολογίας. Οι δαίμονες παρακινούν τους ανθρώπους για το κακό και εκείνοι αποδέχονται τις ενέργειές τους.

Παρατηρώ ότι όσοι κάνουν λόγο για την οργή του Θεού ή για την αγάπη του Θεού, αγνοούν την ενέργεια του διαβόλου. Η δαιμονολογία είναι βασικό κεφάλαιο της ορθοδόξου Δογματικής και της ορθοδόξου πνευματικότητας. Όταν διαβάση κανείς το Ευαγγέλιο και δη την ζωή του Χριστού, τότε θα διαπιστώση ότι υπάρχει αυτή η πολεμική του διαβόλου εναντίον του Χριστού και η νίκη του Χριστού κατά του διαβόλου. Ο Χριστός ήλθε στον κόσμο, όχι για να ασκήση απλώς τον αλτρουισμό και την φιλανθρωπία, αλλά για να νικήση τον διάβολο, την αμαρτία και τον θάνατο. Άλλωστε, αυτή ήταν η διαδικασία της πτώσεως.

Δυστυχώς, πολλοί σύγχρονοι Κληρικοί και θεολόγοι αρέσκονται να ομιλούν για την οργή ή την αγάπη του Χριστού, για κοινωνικά θέματα, χρησιμοποιώντας ωραία διπλωματική, ευγενή, εκκοσμικευμένη γλώσσα, την γλώσσα των ανθρώπων με υψηλές θέσεις, που συζητούν στο σαλόνι, εκφράζοντας απλώς την θλίψη τους και αμνηστεύοντας τους τρεις μεγάλους εχθρούς, που είναι ο διάβολος, η αμαρτία και ο θάνατος. Δηλαδή ηθικολογούν και δεν θεολογούν.

Έτσι, ακυρώνουν στην πράξη το έργο της ενανθρωπήσεως του Χριστού. Όποιος δεν γνωρίσει το μίσος του διαβόλου και δεν πολεμήσει τον διάβολο, δεν θα μπορέση να αισθανθή την αγάπη του Χριστού. Και όποιος ομιλεί για την αγάπη του Χριστού και αμνηστεύει το μίσος και το έργο του διαβόλου, μάλλον είναι αντίθετος προς το έργο της θείας Οικονομίας.

Τα γεγονότα που ζήσαμε και ζούμε είναι όντως τραγικά. Ευθύνονται πολλοί γι’ αυτά, κυρίως οι εμπρηστές. Παρακαλούμε τον Θεό να περιορίση το κακό, να θεραπεύση αυτό που πράττουν οι «δαιμονισμένοι», γιατί και αυτών σέβεται την ελευθερία, αλλά περιορίζει το καταστρεπτικό τους έργο.

Να μάθουμε όμως και εμείς να μη εκφράζουμε μια «θεολογία» των παθών μας, αλλά να παρηγορούμε τους ανθρώπους, αγαπώντας εν αληθεία και αληθεύοντας εν αγάπη. Γιατί στο τέλος η τρομολαγνεία και η αγαπολαγνεία είναι μια αρνητική θεολογία, είναι μια άλλη πνευματική πυρκαγιά, αιώνιας διάρκειας.–

Πηγή:  Βήμα Ορθοδοξίας

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου