Γράφει, λοιπόν, ό άγιος των νεοελληνικών γραμμάτων κυρ Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης για τον έξομολόγο καί γέροντα του.
«Μεταξύ των υπαρχόντων ιερέων ύπάρχουσιν ακόμη πολλοί ενάρετοι
καί αγαθοί, εις τάς πόλεις καί εις τα χωρία. Είναι τύποι λαϊκοί,
ωφέλιμοι, σεβάσμιοι. “Ας μην έκφωνούσι λόγους, Ήξεύρουσιν αυτοί άλλον
τρόπον πώς να διδάσκωσι το ποίμνιον.
Γνωρίζω ένα ιερέα εις τάς Αθήνας.
Είναι ό ταπεινότερος των ιερέων καί ό άπλοίκώτερος των ανθρώπων. Δια
πάσαν ίεροπραξίαν αν του δώσης μίαν δραχμήν, ή πενήντα λεπτά, ή μίαν
δεκάραν, τα παίρνει. Αν δεν του δώσης τίποτε, δεν ζητεί. Δια τρεις
δραχμάς εκτελεί παννύχιον Άκολουθίαν, Αειτουργίαν, Άπόδειπνον,
Έσπερινόν, “Ορθρον, “Ωρας- το όλον διαρκεί εννέα ώρας.
“Αν του δώσης
μόνον δύο δραχμάς, δεν παραπονείται. Κάθε ψυχοχάρτι, φέρον τα
μνημονευτέα ονόματα των τεθνεώτων, αφού άπαξ του το δώσης, το κρατεί δια
πάντοτε. Επί δύο, τρία έτη εξακολουθεί να μνημονεύει τα ονόματα. Εϊς
κάθε προσκομιδήν μνημονεύει δύο ή τρεις χιλιάδες ονόματα. Δεν βαρύνεται
ποτέ. Ή προσκομιδή παρ’ αύτω διαρκεί δύο ώρας. Ή Λειτουργία αλλάς δύο.
Είς την όπόλυσιν της Λειτουργίας, όσα κομμάτια έχει εντός του ιερού, από
πρόσφορα ή άρτοκλασίαν, τα μοιράζει όλα είς όσους τύχουν. Δεν κρατεί
σχεδόν τίποτε.
»Μίαν φοράν έτυχε να χρεώστη μικρόν χρηματικόν ποσόν, καί ήθελε να το πλήρωση. Είχε δέκα ή δεκαπέντε δραχμάς, όλα είς χαλκόν. Επί δύο ώρας έμετροϋσεν, έμετρούσεν, έμετροϋσε, καί δεν ημπορούσε να τα εύρη πόσα ήσαν. Τέλος είς άλλος χριστιανός έλαβε τον κόπον και του τα έμέ-τρησεν. Είναι ολίγον τί βραδύγλωσσος καί περισσότερον αγράμματος. Εις τάς ευχάς, τάς περισσότερος λέξεις τάς λέει όρθάς, είς το Εύαγγέλιον, τάς περισσότερος έσφαλμένας. Θα εϊπητε, διατί ή άντίθεσις αύτη; ‘Αλλά τάς εΰχάς τάς ιδίας άπαγγέλει καθ’ έκάστην, ενώ την δείνα περικοπήν του Ευαγγελίου θα την ανάγνωση άπαξ ή δίς ή, το πολύ, τρίς του έτους, εξαιρέσει ώρισμένων περικοπών συχνά, αλλ’ ατάκτως επανερχομένων, ως είς τους Αγιασμούς, είς τάς Παρακλήσεις.
»Μίαν φοράν έτυχε να χρεώστη μικρόν χρηματικόν ποσόν, καί ήθελε να το πλήρωση. Είχε δέκα ή δεκαπέντε δραχμάς, όλα είς χαλκόν. Επί δύο ώρας έμετροϋσεν, έμετρούσεν, έμετροϋσε, καί δεν ημπορούσε να τα εύρη πόσα ήσαν. Τέλος είς άλλος χριστιανός έλαβε τον κόπον και του τα έμέ-τρησεν. Είναι ολίγον τί βραδύγλωσσος καί περισσότερον αγράμματος. Εις τάς ευχάς, τάς περισσότερος λέξεις τάς λέει όρθάς, είς το Εύαγγέλιον, τάς περισσότερος έσφαλμένας. Θα εϊπητε, διατί ή άντίθεσις αύτη; ‘Αλλά τάς εΰχάς τάς ιδίας άπαγγέλει καθ’ έκάστην, ενώ την δείνα περικοπήν του Ευαγγελίου θα την ανάγνωση άπαξ ή δίς ή, το πολύ, τρίς του έτους, εξαιρέσει ώρισμένων περικοπών συχνά, αλλ’ ατάκτως επανερχομένων, ως είς τους Αγιασμούς, είς τάς Παρακλήσεις.
Τα λάθη όσα κάμνει είς την
άνάγνωσιν, είναι πολλάκις κωμικά. Καί όμως εξ όλων των ακροατών του, εξ
όλου του εκκλησιάσματος, κανείς μας δεν γελά. Διατί; Τον έσυνηθίσαμεν
καί μας αρέσει. Είναι αξιαγάπητος. Είναι απλοϊκός καί ενάρετος. Είναι
άξιος του πρώτου Μακαρισμού του Σωτήρος».
Τελειώνοντας τον περί οσίου παπα – Πλανά άγιονοσταλγικό στοχασμό
βιάζομαι να υπογραμμίσω την αυτοσυνειδησία πού διέκρινε αυτόν τον
ολιγογράμματο, αλλά όχι αμόρφωτο χαρισματοϋχο λευΐτη, Ή αυτοσυνειδησία
του διατρανώνεται στην απάντηση πού έδωσε σε ακόλουθο του.
Του υποβλήθηκε ύπερζηλωτική ερώτηση, γιατί δεν έγινε μοναχός.
Ή απάντηση τσεκουράτη, ομοούσια με εκείνη του «στάρετς» Αμβρόσιου,
πού έδωσε στον γίγαντα της ρωσικής λογοτεχνίας Λέοντα Τολστόι, όταν τον
επισκέφθηκε για συζήτηση πάνω στα πνευματικά προβλήματα καί τον ρώτησε
στα 1870 με κρυψίνοια την οποία ό έχων προορατικό καί χάρισμα διακρίσεως
«στάρετς» Αμβρόσιος, με τρυφερή σκληρότητα απεκάλυψε.
-Πάτερ, γιατί έχετε μεταβάλει την ερημική Όπτινα σε πυκνοκατοικημένο καταυλισμό θαυμαστών σας.
Μάρτυς ό Κύριος, παιδί μου Λέοντα, ότι δεν διαθέτω γιατί δεν το
επιθυμώ να με ακολουθούν οπαδοί. Οί πολιτικοί καί τα κόμματα
κατασκευάζουν οπαδούς… Προσωπικά θέλω έξομολογούμενους, φίλους καί
συνακόλουθους να γεμίζουν το μοναστήρι μας.
Ή απάντηση του παπα – Πλανά σε παρόμοιο ερώτημα.
«Διάλεξα την κοινωνία των ανθρώπων για να ζήσω, να τεκνοτροφήσω, να
σπείρω τη σπορά του Θείου Λόγου καί συγγνώμης κι όταν ή χάρι Του με
καλέσει μέσα ατή κοινωνία των ανθρώπων θα πεθάνω», γιατί σύμφωνα με τον
ορθό λόγο του Αριστοτέλη ό άνθρωπος πού ζει “κατά μονάς ή Θεός ή θηρίον
εστί”».
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου