Ζωντανή Αναμετάδοση Ιερών Ακολουθιών

Πρόγραμμα ημέρας

 

Πέμπτη 16 Απριλίου 2020

Του γέρου τα παράπονα.




'Απ΄ το Γηροκομείο πέρασα, νά δώ ένα γεροντάκι,
καθόταν μόνος, σκεπτικός, εκεί, σ' ένα παγκάκι.
Είχε λιγοστά μαλλιά και πρόσωπο θλιμμένο
καί είχε το παράπονο, στά μάτια του γραμμένο.
Φόραγε χονδρό παλτό καί κρατούσε κομπολόι,
από τήν τσέπη του κρεμότανε, ένα παλιό ρολόι.
Εκεί όπως τόν κοίταζα βγάζει ένα μαντήλι,
το χέρι του, έκανε σάν τρεμάμενο καντήλι.
Σκούπισε τα μάτια του καί φύσηξε τήν μύτη,
τότε τόν πλησίασα σάν τόν καλό Λευίτη.
Κάθισα στο πλάι του χωρίς νά τού μιλήσω,
ήθελα από σεβασμό, νά τόν χειροφιλήσω.
Ήταν ένας γέροντας με αρχοντιά και χάρη ·
φαινόταν, πως στα νιάτα του, ήτανε παλικάρι.
 
Τότε εγώ τον ρώτησα: «μπάρμπα, πως σε λένε;»
και άρχισαν τα χείλη του, με λυγμούς να κλαίνε.
Είχε πόνο στην καρδιά και παράπονο μεγάλο,
τόσο, που η ψυχούλα του, δέν το μπορούσε άλλο.
Κάτσε παιδί μου, νά σού πώ αυτό πού μέ πικραίνει
καί τήν γέρικη καρδιά, που χρόνια τη βαραίνει.
Φτωχός εγώ γεννήθηκα, μεγάλωσα με πείνα,
όταν πήρα τήν απόφαση καί πήγα στήν Αθήνα.
Εκεί λοιπόν εργάστηκα καί πέρασαν τα χρόνια,
παντρεμένος μέ παιδιά καί έχω τώρα εγγόνια.
Σαν πήρα λοιπόν τη σύνταξη εγώ καί η γυναίκα,
φύγαμε για το χωριό, οι δυό μας απ' τούς δέκα.
Οχτώ παιδιά μεγάλωσα, τ' ανέθρεψα με κόπο,
τα χρήματα πού έβγαζα, είχανε πιάσει τόπο.
Τα σπούδασα, τα πάντρεψα, τούς έδωσα καί προίκα,
σπίτια καί οικόπεδα, γιά τά παιδιά μου βρήκα.
Έμενα με τήν γριά στό χωριό παρέα,
ως που μια μέρα έφυγε απ' τη ζωή, μοιραία.
Μόνος εγώ απέμεινα, χωρίς την συντροφιά μου,
είχα όμως —έλεγα— τα καλά παιδιά μου.
Όσο περνούσε ο καιρός, κανείς τους δε ρωτούσε,
αν ο Πατέρας στό χωριό, μόνος του, μπορούσε.
Χτυπάει το τηλέφωνο, τρέχω να προφτάσω,
ακούω μιά γλυκιά φωνή: «γεια σου Παππού μου Τάσο!!!»
Ήταν το εγγόνι μου... πές μου, πως ν' αντέξω;
εδώ πού τώρα βρίσκομαι, μαζί του, πώς να παίξω;
Ακούω μετά τον γιόκα μου: «τι κάνεις ρε Πατέρα;
Τι σκέφτεσαι να κάνουμε, από εδώ καί πέρα;»
Απάντηση τού έδωσα χωρίς να περιμένει,
πώς δέν θά πάω σπίτι του, αυτός κι αν επιμένει.
«Πατέρα —μου λέει— δεν χωράς,με συγχωρείς, συγνώμη,
αλλά έχω νά σού πώ, τήν εξής τή γνώμη...»
Τότε ασυγκράτητα τρέχαν τα δάκρυά μου,
τήν κυρά μου σκέφτηκα, πού ήταν μακριά μου.
Μού λέει λοιπόν: «...σκεφτήκαμε, γιά νά μήν είσαι μόνος,
να πάς εκεί στό ίδρυμα, να περάσει λίγο ο χρόνος».
Δεν είχα κάν τη δύναμη άλλο πιά νά κλάψω,
την πίκρα και το άδικο προτίμησα να κάψω.
Απάντηση δέν έδωσα, τούς άφησα να πράξουν,
ούτε πού το σκέφτηκαν, τή γνώμη τους ν' αλλάξουν.
Όταν λοιπόν σταμάτησε, σκούπισα τα μάτια
και η καρδιά μου έσπασε, σε χίλια δυο κομμάτια.
Ο μπάρμπα Τάσος, ήτανε ενός πατέρα η ιστορία,
που αυτό που άξιζε, ήταν μόνο η τιμωρία.
Νά μήν χαρεί τά εγγόνια του, πού τόσο αγαπούσε,
τήν θαλπωρή καί ζεστασιά, πού τόσο λαχταρούσε.
Πώς σ' αυτόν τόν άνθρωπο μιά ώρα νά τού φτάσει,
εκεί έξω στην αυλή, τα εγγόνια να χορτάσει;
Τότε εγώ, θυμήθηκα, τόν δόλιο μου Πατέρα,
που και εγώ στο ίδρυμα τον άφησα μια μέρα.
Σηκώθηκα καί έφυγα να πάω να συναντήσω,
το μνήμα του Πατέρα μου, ΣΥΓΝΩΜΗ να ζητήσω.
Ένα κερί τού άναψα καί έκλαιγα στό χώμα,
ας ζούσες πατερούλη μου καί νά σέ είχα ακόμα...''

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου