Αν θέλουμε να μιλήσουμε με ακρίβεια, η αιτία κάθε ταραχής είναι το ότι δεν έχουμε συνηθίσει να βλέπουμε τις αμαρτίες μας και να κλαίμε γι’ αυτές. Γι’ αυτό νοιώθουμε όλη αυτή την κατάθλιψη. Γι’ αυτό δεν βρίσκουμε ποτέ ανάπαυση.
Δεν είναι δε θαυμαστό το ότι ακούμε από όλους τους αγίους ότι δεν υπάρχει άλλη οδός εκτός απ’ αυτήν και βλέπουμε ότι κανένας απ’ όσους ακολούθησαν άλλο δρόμο δεν βρήκαν ανάπαυση, και περιμένουμε εμείς να βρούμε ανάπαυση ή να κρατηθούμε στο σωστό δρόμο, χωρίς να συνηθίσουμε να κατηγορούμε τον εαυτό μας;
Πράγματι, ακόμα και αν ο άνθρωπος πετύχει
πολλά πνευματικά κατορθώματα, δεν εργαστεί όμως αυτό το έργο της
αυτομεμψίας, δεν θα σταματήσει ποτέ να στενοχωρεί και να στενοχωριέται
και να χάνει όλους τους κόπους του.
Αλλά μπορεί να πει κάποιος:
«Αν με στενοχωρήσει ο αδελφός και ψάξω μέσα μου και βρω ότι δεν του
έδωσα καμιά αφορμή, πως μπορώ να κατηγορήσω τον εαυτό μου»; Πραγματικά,
αν εξετάσει κανείς τον εαυτό του με φόβο Θεού, θα βρει ότι οπωσδήποτε
έδωσε αφορμή είτε με λόγο, είτε με έργο, είτε κάποια κίνηση. +
Κι αν ακόμα βλέπει, όπως λέει, ότι ο ίδιος δεν έδωσε απολύτως τέτοια αφορμή στη συγκεκριμένη περίπτωση, πιθανόν να τον στενοχώρησε κάποια άλλη φορά ή για το ίδιο θέμα ή για κάτι άλλο. Ή μπορεί κάποιον άλλο αδελφό να στενοχώρησε και έπρεπε γι’ αυτό να υποφέρει ή, πολλές φορές, και για κάποια άλλη αμαρτία. Ώστε αν, όπως είπα, με φόβο Θεού εξετάσει κανείς τον εαυτό του και ψηλαφίσει τη συνείδησή με ακρίβεια, θα βρει οπωσδήποτε ότι είναι ένοχος.
Άλλες φορές πάλι βλέπει κανείς τον εαυτό του να παραμένει ήσυχος και ειρηνικός. Όταν όμως του πει ο αδελφός του κάποιο λυπηρό λόγο, ταράζεται και γι’ αυτό νομίζει ότι δικαιολογημένα στενοχωριέται μαζί του, λέγοντας ότι: «Αν δεν ερχόταν να μου μιλήσει και να με ταράξει, δεν θα έπεφτα στην αμαρτία». Και τούτο δεν είναι μόνο αυταπάτη, αλλά είναι και παραλογισμός. Διότι μήπως αυτός που του είπε τη βαριά φράση του έβαλε στην ψυχή του και το πάθος; Του έδειξε το πάθος που βρισκόταν μέσα του, για να μετανοήσει, αν θέλει, γι’ αυτό.
Γιατί
αυτός μοιάζει με εκλεκτό ψωμί που εξωτερικά έχει πολύ καλή εμφάνιση,
όταν όμως το κόψει κανείς, τότε φαίνεται η μούχλα του. Έτσι και αυτός
καθόταν ειρηνικός, καθώς νόμιζε, είχε όμως μέσα του το πάθος και δεν το
ήξερε. Μια κουβέντα του είπε ο αδελφός του και έβγαλε τη βρωμιά που
βρισκόταν κρυμμένη μέσα του. Αν λοιπόν θέλει να βρει έλεος, πρέπει να
μετανοήσει, να καθαριστεί, να προοδεύσει. Να καταλάβει δηλαδή ότι
οφείλει να ευχαριστεί μάλλον τον αδελφό, γιατί μ’ αυτό τον τρόπο του
προξένησε τόσο μεγάλη ωφέλεια.
Κάποτε με πλησίασαν δύο αδελφοί,
που στενοχωρούσε ο ένας τον άλλον, και έλεγε ο μεγαλύτερος για τον
μικρότερο: «Του λέω να κάνει κάτι και στενοχωριέται και στενοχωριέμαι κι
εγώ, γιατί σκέπτομαι ότι, αν με αγαπούσε και μ’ εμπιστευόταν, θα τον
πληροφορούσε ο Θεός να τα δεχθεί». Και ο μικρότερος έλεγε: «Συγχώρεσέ
με, Γέροντα, γιατί έχω την εντύπωση ότι δεν μου μιλάει με φόβο Θεού,
αλλά σαν να θέλει να με διατάζει. Και νομίζω ότι γι’ αυτό δεν αναπαύεται
η καρδιά μου, όπως λένε οι Πατέρες».
Προσέξτε, πως ο ένας έριξε
το βάρος στον άλλο και κανείς τους δεν κατηγόρησε τον εαυτό του. Άλλοι
δύο, που στενοχώρησαν ο ένας τον άλλο, έβαλαν μεν ο ένας στον άλλον
μετάνοια, παρέμειναν όμως ανειρήνευτοι. Και ο μεν ένας έλεγε: «Δεν μου
έβαλε με την καρδιά του μετάνοια και γι’ αυτό δεν αναπαύθηκα. Γιατί έτσι
έχουν πει οι Πατέρες». Ο δέ άλλος έλεγε: «Επειδή δεν είχε προδιατεθεί
με αγάπη προς το πρόσωπό μου, πριν εγώ του δείξω τη μετάνοιά μου, γι’
αυτό κι εγώ δεν αναπαύθηκα». Βλέπετε αυταπάτη, αδελφοί μου, βλέπετε πως
διαστράφηκε ο λογισμός τους; Ο Θεός γνωρίζει πόσο μεγάλη κατάπληξη μου
προξενεί το ότι ακόμα και τους Πατέρες χρησιμοποιούμε, σύμφωνα με τα
θελήματά μας τα πονηρά, για να χάσουμε τις ψυχές μας.
Έπρεπε να πάρει καθένας επάνω του την ευθύνη, να κατηγορήσει τον εαυτό του και να πεί: «Δεν έβαλα ειλικρινά μετάνοια στον αδελφό μου, γι’ αυτό δεν τον ανέπαυσε ο Θεός». Ο δε άλλος να πεί: «Εγώ δεν είχα την καρδιά μου έτοιμη να συγχωρέσει και να αγαπήσει τον αδελφό μου, πριν αυτός μου εκφράσει τη μετάνοιά του και γι’ αυτό δεν τον ανέπαυσε ο Θεός». Έτσι θα έπρεπε να κάνουν και οι προηγούμενοι.
Ο μεν πρώτος έπρεπε να πεί: «Εγώ μιλάω με
αυθάδεια, γι’ αυτό δεν αναπαύει ο Θεός τον αδελφό μου». Και ο άλλος
έπρεπε να λογίζεται: «Ο αδελφός μου μού δίνει εντολές με ταπείνωση και
αγάπη, αλλά εγώ είμαι ανυπότακτος και δεν έχω φόβο Θεού». Αλλ’ όμως
κανένας τους δεν βρήκε τον σωστό δρόμο και δεν κατηγόρησε τον εαυτό του.
Αντίθετα, καθένας έριξε το βάρος στον άλλον.
Να, γι’ αυτό δεν
μπορούμε να προκόψουμε, γι’ αυτό δεν βρίσκουμε ωφέλεια σε τίποτε, αλλά
περνάμε όλο τον καιρό μας σαπίζοντας από τους λογισμούς που κάνουμε
εναντίον των αδελφών μας και κατατσακιζόμαστε, επειδή καθένας δικαιώνει
τον εαυτό του. Καθένας αφήνει τον εαυτό του, όπως είπα, χωρίς να
εφαρμόζει τίποτα. Και όλοι μας έχουμε την απαίτηση να τηρούν οι άλλοι
τις εντολές του Θεού. Γι’ αυτό και δεν μπορούμε να συνετισθούμε να
κάνουμε το καλό, γιατί αν ποτέ και το ελάχιστο μάθουμε, αμέσως απαιτούμε
από τον αδελφό μας να το εφαρμόσει, αντί να ελέγχουμε μονάχα τον εαυτό
μας, εάν εφαρμόζει αυτά με ακρίβεια και σύνεση.
Αββάς Δωρόθεος
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου