Νεκτάριος Πάρης, Δρ.Θ., D.Μ. Ἀρχιμ. τοῦ Οἰκουμενικοῦ Θρόνου, Καθηγητὴς Πανεπιστημίου Μακεδονίας
Ἐντὸς τῆς Μεγάλης ἑβδομάδος, τὴν ὁποία διανύσαμε πρὸ ὀλίγου χρονικοῦ διαστήματος, ἀκούσαμε τὰ πρωινὰ ἀπὸ τὴν Μ. Δευτέρα ἕως τὴν Μ. Παρασκευή, εἰς τοὺς ἑσπερινούς, κάποια ἀποσπάσματα ἀπὸ τὸ βιβλίο τοῦ δικαίου Ἰώβ. Τὸ τελευταῖο ἀνάγνωσμα στὸ βιβλίο τοῦ δικαίου Ἰὼβ ἀκούεται στὸν ἑσπερινὸ τὴν Μ. Παρασκευὴ τὸ πρωί, ὅμως δὲν μᾶς ἐνδιαφέρει νὰ τὸ ἐξετάσομε στὴν παροῦσα φάση.
Θὰ
καταδείξομε κάποια σημεῖα ἐκ τῶν ὁποίων φανερώνεται ἡ ἀντιμετώπιση τοῦ
πόνου στὸν δίκαιο Ἰὼβ, ἀφορμώμενοι ἀπὸ τὴν μνήμη του, ποὺ καλῶς ἡ
ἐκκλησία διέταξε. Διδασκόμαστε μέσα ἀπὸ αὐτὲς τίς περικοπὲς τοῦ Ἰώβ, μία
συμπεριφορὰ ποὺ δυστυχῶς ἐκλείπει πλέον ἀπὸ τὴν σημερινὴ
καθημερινότητα. Στὸν Ἰὼβ βασιλεύει ἡ ὑπομονὴ καὶ ἡ δοξολογία τοῦ Θεοῦ. Ὁ
ἄνθρωπος τοῦ συγχρόνου κόσμου ἔχει δική του διαφορετικὴ ἀντιμετώπιση
τῶν πραγμάτων, ἡ ὁποία τὸν ὁδηγεῖ σὲ μάται ἀδιέξοδα, μὲ ἀποτέλεσμα νὰ
ἀκολουθεῖ φαῦλες κυκλικὲς πορεῖες.
Ὁ Ἰὼβ ὅπως θὰ
δοῦμε στὸ παρακάτω ἀπόσπασμα τῆς Μ. Δευτέρας, ἦταν ἄνθρωπος
εὐχαριστίας. Εὐχαριστοῦσε τὸν Θεό, ἀλλὰ δὲν ἔμενε ἀδιάφορος γιὰ τίς
ἀτασθαλίες τῶν παιδιῶν του, διὰ τοῦτο πρὸς καθαρισμὸν ἔκανε κάθε ἡμέρα
θυσίες.
«Καὶ ὡς ἂν
συνετελέσθησαν αἱ ἡμέραι τοῦ πότου, ἀπέστελλεν Ἰώβ, καὶ ἐκαθάριζεν
αὐτους ἀνιστάμενος τὸ πρωΐ, καὶ προσέφερε περὶ αὐτῶν θυσίας, κατὰ τὸν
ἀριθμὸν αὐτῶν, καὶ μόσχον ἕνα περὶ ἁμαρτίας ὑπὲρ τῶν ψυχῶν αὐτῶν. Ἔλεγε
γὰρ Ἰώβ· Μήποτε οἱ υἱοί μου ἐν τῇ διανοίᾳ αὐτῶν κακὰ ἐνενόησαν πρὸς τὸν
Θεόν. Οὕτως οὖν ἐποίει Ἰὼβ πάσας τὰς ἡμέρας.» (Ιώβ. 1:6).
Ἡ μέριμνά του δὲν ἦταν μονάχα γιὰ τὴν σωματική τους ὑπόσταση, δηλαδὴ μόνο γιὰ τὰ τίς ἀτασθαλίες τῶν «ἡμερῶν τοῦ πότου», ἀλλὰ μεριμνοῦσε καὶ γιὰ τὴν ψυχή τους. Προληπτικῶς θυσίαζε, σκεπτόμενος: «Μήποτε οἱ ὑἱοί μου ἐν τῇ διανοίᾳ αὐτῶν κακὰ ἐνενόησαν πρὸς τὸν Θέόν». Μέσα σὲ ὅλο αὐτὸ συμπεραίνεται ὅτι: Στὴν ζωὴ τοῦ δικαίου Ἰώβ, μιὰ ζωὴ μὲ μεγάλη περιουσία καὶ σχετικὲς ἀνέσεις γιὰ τὴν ἐποχή, δὲν ἔλειπε ἡ ἀναφορὰ στὸν Θεό.
Δὲν
ἦταν ἀδιάφορος. Δὲν εἶχε δεθεῖ μὲ τὴν ζωὴ τῆς ὕλης καὶ τῆς ἀνυπαρξίας
τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ μέσα ἀπὸ τὸν πλοῦτο καὶ ἔχοντας κοντά του τὰ παιδιά του
ποὺ ξέφευγαν, ἔμενε ἀκλόνητος, στέρεος στὴν πίστη του καὶ τὴν λατρεία
τοῦ Θεοῦ. Γιὰ ἐμᾶς σήμερα χτυπᾶ ἕνα προειδοποιητικὸ κουδούνι, τί κάνουμε
πρὶν ἔρθει ὁ πόνος στὴν ζωή μας; Καὶ ὁ Ἰὼβ δείχνει τὸν τύπον, τὸν τύπον
τῆς ὀρθῆς ἀντιμετώπισης. Δὲν μένει σὲ τυπολατρικὲς ἀντιμετωπίσεις καὶ
εὐσεβεῖς συμπεριφορές, ἀλλὰ κινεῖται μὲ κατεύθυνση τὸν Θεόν.
Πραγματικὰ
ὅμως συγκλονίζει ἡ ἀντιμετώπιση τοῦ Ἰὼβ στὸν σκληρὸ πόνο στὸ ἀνάγνωσμα
τῆς Μ. Τρίτης. Ἐκεῖ ὁ Ἰὼβ στὸ τρομερὸ ἄκουσμα τοῦ θανάτου τῶν παιδιῶν
καὶ τῆς περιουσίας ποὺ καταστράφηκε, δὲν στράφηκε ἐνάντια τοῦ Κυρίου,
ἀλλὰ ὅπως γράφει στὸν στίχο 20: «καὶ πεσὼν χαμαὶ προσεκύνησε τῷ Κυρίῳ».
Προσκύνησε τὸν Κύριο, ὄχι χωρὶς συναίσθηση καὶ τυπικῶς, ἀλλὰ κάτω
«χαμαί». Σήμερα μία πρώτη ἀντίδραση θὰ ἦταν νὰ ρωτήσουμε: «Θεέ μου,
γιατί;». Αὐτό το γιατί ποὺ οἱ περισσότεροι ἄνθρωποι ρωτοῦμε τὴν ὥρα τοῦ
πόνου, ὁ Ἰὼβ τὸ εἶχε λύσει μέσα του, γνώριζε τὴν ἀπάντηση. Ὁ Θεὸς εἶναι ὁ
μόνος γνώστης αὐτοῦ τοῦ ἐρωτήματος, ἀλλὰ αὐτὸ τὸ ἐρώτημα δὲν ἐπιδέχεται
πάντοτε ἀπάντηση. Ἐνίοτε, λόγος ποὺ τίθεται εἶναι ἡ ἀνθρώπινη
ὀλιγοπιστία.
«Οὕτως
ἀκούσας Ἰώβ, ἀναστὰς διέρρηξε τὰ ἱμάτια αὐτοῦ, καὶ ἐκείρατο τὴν κόμην
τῆς κεφαλῆς αὐτοῦ, καὶ πεσὼν χαμαὶ προσεκύνησε τῷ Κυρίῳ, καὶ εἶπεν·
Αὐτὸς γυμνὸς ἐξῆλθον ἐκ κοιλίας μητρός μου, γυμνὸς καὶ ἀπελεύσομαι ἐκεῖ,
ὁ Κύριος ἔδωκεν, ὁ Κύριος ἀφείλετο, ὡς τῷ Κυρίῳ ἔδοξεν, οὕτω καὶ
ἐγένετο, εἴη τὸ ὄνομα Κυρίου εὐλογημένον εἰς τούς αἰῶνας. Ἐν τούτοις
πᾶσι τοῖς συμβεβηκόσιν αὐτῷ, οὐδὲν ἥμαρτεν Ἰὼβ ἔναντι Κυρίου, οὐδὲ ἐν
τοῖς χείλεσιν αὐτοῦ, καὶ οὐκ ἔδωκεν ἀφροσύνην τῷ Θεῷ.» (Ιώβ. 1:20-22).
Στὸν στίχο 21 μας ἔρχεται ἡ ἀπάντηση σὲ τρία μέρη. Στὸ πρῶτο σημεῖο ἀντιλαμβάνεται ὁ Ἰὼβ ὅτι δὲν ἦλθε μὲ περιουσία στὸν κόσμο, ἀλλὰ στὴν ἀρχὴ τῆς ὑπάρξεώς του ὡς βρέφος, ἦτο γυμνός. Μὲ αὐτὴ τὴν γύμνια εἶναι ποὺ ἐρχόμαστε, ἀλλὰ καὶ φεύγουμε μὲ αὐτὴ ἀπό την παροῦσα ζωή: «Αὐτὸς γυμνὸς ἐξῆλθον ἐκ κοιλίας μήτρός μου, γυμνὸς καὶ ἀπελεύσομαι ἐκεῖ». Στὸ δεύτερο μέρος γίνεται ἡ ὁμολογία.
Ὁ Ἰὼβ ὁμολογεῖ τὴν δίκαιη κρίση τοῦ Θεοῦ ἀλλὰ καὶ πὼς ὁ Θεὸς εἶναι ὁ ἀπόλυτος οἰκονόμος τῆς ζωῆς τῶν πάντων: «ὁ Κύριος ἔδωκεν, ὁ Κύριος ἀφείλετο, ὡς τῷ Κυρίῳ ἔδοξεν, οὕτω καὶ ἐγένετο». Ὁ Κύριος δίνει καὶ ἀφαιρεῖ, κατὰ τὸ θέλημά Του γίνεται. Μὲ αὐτὴ τὴν φράση πορεύεται ὁ Ἰώβ, μὴ ἔχοντας ψυχικὰ συμπλέγματα καὶ προβληματισμούς. Πολλὲς φορὲς οἱ προβληματισμοί μας ὑπάρχουν διότι κρατοῦμε ἀπόλυτα στὰ χέρια μας τὴν ζωή μας, ὅμως αὐτὸ δὲν ἰσχύει στὸν Ἰώβ.
Ἔχει ἀκράδαντη πεποίθηση ὅτι ὁ ροῦς τῶν πάντων
ἐξαρτᾶται ἀπὸ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ, τὸ ὁποῖο θέλημα ἐνεργεῖ παιδευτικά,
γιὰ τὴν κατὰ Χριστὸν μόρφωσή μας, χωρὶς ὅμως νὰ βιάζεται ἐλευθερία μας.
Στὴν βιωτὴ τῶν ἀνθρώπων ξεχνιέται αὐτὴ ἡ πεποίθηση, ὅμως γιὰ νὰ βγοῦμε
ἀπὸ τὸν κύκλο τοῦ πόνου, χρειάζεται νὰ ἐπιστρέφουμε στὸ ἀνάγνωσμα αὐτό,
νὰ διδασκόμαστε καὶ νὰ συνεχίζομε.
Κλείνει ὁ
στίχος ποὺ ἀναλύσαμε μὲ τὴν δοξολογικὴ φράση: «εἴη τὸ ὄνομα Κυρίου
εὐλογημένον εἰς τόύς αἰῶνας». Πλέον ὁ Ἰὼβ ἐξέρχεται τοῦ ἑαυτοῦ του,
ἐξέρχεται ἀπὸ τὴν λογικὴ ὅτι φταίει γιὰ κάτι καὶ πολυπαθεῖ, ἀλλὰ δέχεται
τὴν πρόνοια τοῦ Θεοῦ. Δὲν στέκεται ἁπλῶς σὲ μία στυγνὴ παραδοχὴ τῆς
μεγαλοσύνης του παντοδυνάμου Θεοῦ, ἀλλὰ τὸν δοξάζει περὶ πάντων. Ἀντὶ νὰ
καταριέται δοξολογεῖ, ἀντὶ νὰ ὑβρίζει ὁμολογεῖ τὴν παρουσία τοῦ Κυρίου,
ἔτσι δὲν πέφτει στὴν παγίδα τῆς ἀπελπισίας τοῦ πόνου καὶ τὸν βοῦρκο τῆς
αὐτοδικαίωσης.
Ἡ σπουδαία
ὁμολογιακὴ φράση εἶναι τοῦ συγγραφέα, ὁ ὁποῖος σχολιάζει πὼς παρόλα αὐτὰ
ποὺ πέρασε ὁ Ἰώβ: «οὐδὲν ἥμαρτεν Ἰὼβ ἔναντι Κυρίου, οὐδὲ ἐν τοῖς
χείλεσιν αὐτοῦ, καὶ οὐκ ἔδωκεν ἀφροσύνην τῷ Θεῷ». Ἐδῶ φανερώνεται πὼς
ἐξ’ ὁλοκλήρου ἦταν δοσμένος στὸν Θεὸ ὁ Ἰώβ. Δὲν ἔκανε κάτι ἐναντίον τοῦ
Κυρίου, καὶ τὸ τονίζει αὐτὸ μὲ τὴν φράση: «οὐδὲ ἐν τοῖς χείλεσιν αὐτοῦ».
Δὲν ψέλλισε κανέναν λόγο ἐνάντιο. Ὑπάρχει ἡ τάση στὴν ὥρα τοῦ πόνου νὰ
λέγονται βαριὲς κουβέντες ποὺ πικραίνουν ἀνθρώπους ἢ εἶναι προσβλητικὲς
ἀπέναντι στὸν Θεό, κι ὅμως ὁ πολύπαθος Ἰὼβ δὲν πράττει τίποτα τέτοιο,
ἀλλὰ παραμένει πιστὸς στὸν Κύριο.
Στὸ ἀνάγνωσμα τῆς Μ. Τετάρτης ἔρχεται ἡ μεγαλύτερη πληγή, πλέον χτυπάει ὁ διάβολος τὸ σῶμα του τοῦ Ἰώβ, ὅμως ὁ Ἰὼβ χωρὶς ἔπαρση καὶ λόγο ἐναντίον τοῦ Θεοῦ πορεύεται μὲ τίς πληγές του, ἀπομακρυνόμενος ἀπὸ τὸν κόσμο. Ἐκτὸς αὐτοῦ, ἔρχεται νὰ τὸν πειράξει καὶ ὁ ἀνθρώπινος παράγοντας. Ἡ γυναῖκα του εἶναι αὐτὴ ποὺ τοῦ βάζει τὸν μεγαλύτερο πειρασμό, νὰ ἐναντιωθεῖ τοῦ Κυρίου καὶ νὰ πεθάνει: «ἀλλὰ εἰπόν τί ρῆμα πρὸς Κύριον καὶ τελεύτα».
«Εξῆλθε δὲ ὁ
διάβολος ἀπὸ προσώπου Κυρίου καὶ ἔπαισε τὸν ᾿Ιὼβ ἕλκει πονηρῷ ἀπὸ ποδῶν
ἕως κεφαλῆς. καὶ ἔλαβεν ὄστρακον, ἵνα τὸν ἰχῶρα ξύῃ, καὶ ἐκάθητο ἐπὶ τῆς
κοπρίας ἔξω τῆς πόλεως. Χρόνου δὲ πολλοῦ προβεβηκότος εἶπεν αὐτῷ ἡ γυνὴ
αὐτοῦ· μέχρι τίνος καρτερήσεις λέγων· ἰδοὺ ἀναμένω χρόνον ἔτι μικρὸν
προσδεχόμενος τὴν ἐλπίδα τῆς σωτηρίας μου; ἰδοὺ γὰρ ἠφάνισταί σου τὸ
μνημόσυνον ἀπὸ τῆς γῆς, υἱοὶ καὶ θυγατέρες, ἐμῆς κοιλίας ὠδῖνες καὶ
πόνοι, οὓς εἰς τὸ κενὸν ἐκοπίασα μετὰ μόχθων· σύ τε αὐτὸς ἐν σαπρίᾳ
σκωλήκων κάθησαι διανυκτερεύων αἴθριος, κἀγὼ πλανῆτις καὶ λάτρις, τόπον
ἐκ τόπου περιερχομένη καὶ οἰκίαν ἐξ οἰκίας, προσδεχομένη τὸν ἥλιον πότε
δύσεται, ἵνα ἀναπαύσωμαι τῶν μόχθων μου καὶ τῶν ὀδυνῶν, αἵ με νῦν
συνέχουσιν· ἀλλὰ εἰπόν τι ρῆμα πρὸς Κύριον καὶ τελεύτα. ὁ δὲ ἐμβλέψας
εἶπεν αὐτῇ· ἵνα τί ὥσπερ μία τῶν ἀφρόνων γυναικῶν ἐλάλησας οὕτως; εἰ τὰ
ἀγαθὰ ἐδεξάμεθα ἐκ χειρὸς Κυρίου, τὰ κακὰ οὐχ ὑποίσομεν; ἐν πᾶσι τούτοις
τοῖς συμβεβηκόσιν αὐτῷ οὐδὲν ἥμαρτεν ᾿Ιὼβ τοῖς χείλεσιν ἐναντίον τοῦ
Θεοῦ.» (Ιώβ. 2:7-10).
Δέχεται πλήγματα ποικίλα. Ὄχι μόνο τὸν βασανίζει ἡ ἀσθένεια πλέον καὶ ἡ κακοτυχία, ἀλλὰ ἔχει καὶ τὴν γυναῖκα του. Ἡ γυναῖκα αὐτὴ ἀντιπροσωπεύει τοὺς ἀνθρώπους ποὺ σὲ μιὰ στιγμὴ πόνου ἔρχονται νὰ ἀσκήσουν πίεση. Χωρὶς νὰ φέρουν παραμυθία στὶς πονεμένες ψυχές, ἀλλὰ ἐπιβάρυνση. Ἀλλὰ ὁ Ἰὼβ ἄκομα μιὰ φορά, συμπεριφέρεται διδακτικὰ γιὰ ὅλους μας. Τῆς ὁμιλεῖ αὐστηρά, ὄχι ὅμως προσβλητικά, θέλοντας νὰ τὴν ξυπνήσει μὲ τὴν φράση: «ἵνα τί ὥσπερ μία τῶν ἀφρόνων γυναικῶν ἐλάλησας οὕτως».
Ὄντως ἀφρόνως
ὁμίλησε ἡ γυναῖκα του. Ἡ καρδιά της εἶχε προσκολληθεῖ στὴν ὕλη σὲ
τέτοιο βαθμό, πράγμα ποὺ φαινόταν ξεκάρα στὸν λόγο της στὸν στίχο 9. Δὲν
μπορεῖ νὰ ὑπομείνει τὰ βάσανα διότι στὸν νοῦ της βασιλεύουν τὰ λόγια
τῆς ἰδίας: «εἰς τὸ κενὸν ἐκοπίασα μετὰ μόχθών». Αὐτὸ τὴν συνθλίβει,
διότι ἀπουσιάζει ἡ ἀναφορά της στὸν Θεό. Ἀπουσιάζει ἀπὸ τὸν λόγο της ἡ
εὐχαριστία στὸν Κύριο, ἡ ὁποία πάντοτε σώζει, μὲ συνειδητοποίηση τῆς
φαιδρότητος καὶ περατότητός μας, ποὺ μᾶς ὁδηγεῖ στὸ μεγαλεῖο του Κτίστη.
Αὐτὸς τῆς ἀπαντᾶ μὲ τὴν ἁπλὴ φράση: «εἰ τὰ ἀγαθὰ ἐδεξάμεθα ἐκ χειρὸς Κυρίου, τὰ κακὰ οὐχ ὑποίσομεν;». Ἀκόμη προσπαθεῖ νὰ τὴν μεταπείσει. Θέλει νὰ τὴν συνεφέρει, νὰ καταλάβει ὅτι δὲν γίνεται ἀπὸ τὸν Κύριο νὰ δεχόμαστε μόνο τὰ ἀγαθά, ἀλλὰ χρειάζεται νὰ εἴμαστε δεκτικοὶ σὲ κάθε δοκιμασία. Τὰ δύσκολα καὶ κακὰ δὲν τὰ θεωρεῖ ἐδῶ ὁ Ἰὼβ ὅτι τὰ δίνει ὁ Κύριος, ἀλλὰ εἶναι ἕνα προϊὸν τῆς ζωῆς στὸ ὁποῖο ἡ ὑπομονὴ εἶναι ἀπαραίτητη.
Τελειώνει
πάλι καὶ αὐτὸ τὸ ἀπόσπασμα μὲ συμπέρασμα ὅτι ὁ Ἰώβ, παρόλα αὐτὰ ποὺ
συνέβησαν: «οὐδὲν ἥμαρτεν ᾿Ιὼβ τοῖς χείλεσιν ἐναντίον τοῦ Θεοῦ». Ἔμεινε
ἄμεμπτος μέσα ἀπὸ ὅλα αὐτὰ ὡς: «ὡς χρυσὸς ἐν χωνευτηρίῳ».
Ἡ Ἁγία Γραφὴ εἶναι πλοῦτος παραδειγμάτων γιὰ τὴν ζωὴ τοῦ πιστοῦ ἀνθρώπου. Ἀλλὰ καὶ πιστὸς νὰ μὴν εἶναι ὁ ἄνθρωπος, ὑπάρχουν πλεῖστα περιστατικὰ τὰ ὁποῖα θὰ τὸν προβληματίζουν θετικῶς.
Ἡ Παλαιὰ διαθήκη δυστυχῶς ἔχει παραμεληθεῖ ἀπὸ τὴν γνώση τοῦ λαοῦ, πιστοῦ καὶ μη. Αὐτὴ ἡ ἄγνοια ἐπιφέρει παρεξηγημένες ἐντυπώσεις. Κι ὅμως, ἕνας μελετητὴς ἀνακαλύπτει ὅτι ἐκτὸς τῆς συνεχοῦς θεϊκῆς παρουσίας ἐντὸς τῆς Παλαιᾶς διαθήκης, ἀντικρύζει παραδείγματα καὶ ἀπαντήσεις γιὰ τὴν βιωτή του.
Ὁ δοξολογικὸς καὶ εὐχαριστηριακὸς χαρακτῆρας τοῦ Ἰὼβ περικλείεται σὲ μία φράση ποὺ μὲ αὐτὴ κλείνει ἡ Θ. Λειτουργία: «Εἴη τὸ ὄνομα Κυρίου εὐλογημένον εἰς τοὺς αἰῶνας».
Αὐτὴ ἡ φράση ἀντηχεῖ στὰ αὐτιά του κάθε πιστοῦ προσκαλῶντας τον νὰ δοξολογήσει τὸ Πανάγιο ὄνομα τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος τοῦ δωρήθηκε προηγουμένως.
Ἔχοντας ὅλα αὐτὰ κατὰ νοῦ καὶ κάνοντάς τα πραγματικὸ βίωμα, ὁ ἄνθρωπος δὲν πέφτει θῦμα τοῦ προσωπικοῦ ναρκισσισμοῦ, ἀλλὰ εἶναι ἀπελεύθερος σὲ κάθε περίσταση πόνου, κινδύνου καὶ ἀνάγκης.
Πηγή: romfea.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου