π. Γεώργιος Δορμπαράκης
«Ἵνα καί ὑμεῖς κοινωνίαν ἔχητε μεθ’ ἡμῶν∙ καί ἡ κοινωνία δέ ἡ ἡμετέρα μετά τοῦ πατρός καί μετά τοῦ υἱοῦ αὐτοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ» (Α΄ Ιωάν. 1, 3)
Για να έχετε κοινωνία με εμάς τους αποστόλους και κοινωνία με τον Θεό, αποκαλύπτει από την αρχή ο άγιος Ιωάννης ο θεολόγος στην Α΄ Καθολική επιστολή του στους πιστούς της Εκκλησίας, απαιτείται η μετοχή σας στη δική μας εμπειρία από τη συναναστροφή μας με τον Κύριο Ιησού Χριστό. Αυτό που είδαμε και ακούσαμε και ψηλαφήσαμε και βιώσαμε μαζί Του αυτό συνιστᾶ και το περιεχόμενο της πίστεώς μας, αυτό συνεπώς πρέπει να συνιστά και το περιεχόμενο της δικής σας πίστεως εφόσον θέλετε να ακολουθήσετε τον Χριστό.
Είναι ο αξιωματικός λόγος του αποστόλου Ιωάννου ότι η πίστη στον Ιησού Χριστό, συνεπώς και στην αγία Τριάδα που απεκάλυψε Εκείνος, για να είναι αληθινή δεν μπορεί να μην είναι αποστολική. Πολλοί μπορεί να επικαλούνται το όνομα του Χριστού, αλλά για να στήσουν όμως δικές τους δοξασίες ως τάχα αληθινές – ό,τι προειδοποίησε ο ίδιος ο Κύριος τους μαθητές Του ως σημείο της αποστασίας των εσχάτων καιρών και της πλάνης στην οποία θα παρασύρει ο διάβολος τους ανθρώπους.
Το απόλυτο κριτήριο ότι η πίστη στον Χριστό είναι αληθινή, ότι η εικόνα Του δηλαδή είναι όντως αυτή που απεκάλυψε ο Ίδιος με τον ερχομό Του στον κόσμο, είναι η επιβεβαίωση από τους αποστόλους Του. Ό,τι στοιχεί σ’ εκείνων το κήρυγμα και την ομολογία είναι όντως εκ Θεού και χριστιανικό. Ό,τι μοιάζει αλλά παρεκκλίνει έστω και επ’ ελάχιστον από τη δική τους μαρτυρία είναι εκ του Πονηρού – είναι το δηλητήριο στο φαγητό των ανθρώπων.
Γι’ αυτό και η Εκκλησία μας στόν κανόνα της πίστεώς της, το Σύμβολο Νικαίας-Κωνσταντινουπόλεως, θεώρησε ως ισχυρό στοιχείο της αλήθειας της περί του Ιησού Χριστού την πίστη ότι η ίδια, το ζωντανό σώμα του Χριστού, είναι η μία Εκκλησία, η αγία, η καθολική και η αποστολική. Στην αποστολικότητά της μάλιστα έδεσε γερά το σκάφος της, κάτι που έκτοτε και όσο θα υπάρχει κόσμος θα αποτελεί το κατεξοχήν θεμέλιό της. Δεν είναι τυχαίο ότι και ο απόστολος Παύλος την ίδια μαρτυρία καταθέτει: η Εκκλησία είναι θεμελιωμένη στον αρχηγό Της βεβαίως, τον Ιησού Χριστό: Αυτός είναι ο ακρογωνιαίος λίθος, αλλά επίσης και στους άλλους θεμέλιους λίθους που είναι οι άγιοι απόστολοι.
Κι από την άποψη αυτή καταλαβαίνουμε το πόσο σημαντική και μοναδική είναι η θέση τους στην Εκκλησία. Τόσο σημαντική που όπως είπαμε εξαρτάται η κοινωνία και η σχέση των ανθρώπων με τον Θεό από την κοινωνία με τους ίδιους. «Η κοινωνία με εμάς είναι κοινωνία με τον Θεό Πατέρα και τον Υιό Του Ιησού Χριστό». «Εσείς είστε οι μάρτυρές μου στον κόσμο» τους είπε ο Κύριος, γεγονός που επιβεβαιώθηκε και την ημέρα της Πεντηκοστής με την επιφοίτητηση του αγίου Πνεύματος. Όπως ο Ιησούς Χριστός μαρτύρησε για τον Θεό Πατέρα, έτσι και το άγιον Πνεύμα μαρτυρεί για τον Χριστό, κι αυτό «περνά» μέσα από την εμπειρία των Αποστόλων.
Από την άποψη αυτή η Παράδοση της Εκκλησίας δεν είναι μία παράδοση ανθρώπινων στοιχείων, όπως κατανοούν τον όρο πολλοί στον κόσμο σήμερα ή και παλαιότερα. Μπορεί ασφαλώς να υπάρχουν και αυτά σε δεύτερη μοίρα, όμως Παράδοση γι’ αυτήν είναι η εν Αγίω Πνεύματι εμπειρία των αποστόλων για τον Χριστό που μεταδίδεται πάλι εν αγίω Πνεύματι μέσα στην Εκκλησία, αφότου μάλιστα ο άνθρωπος μετέχει των μυστηρίων αυτής.
Εισαγωγικά διά του αγίου βαπτίσματος και του αγίου χρίσματος, και έπειτα διά της εν μετανοία συμμετοχής στα άχραντα μυστήρια της Θείας Κοινωνίας. Αξίζει να θυμηθούμε την ίδια μαρτυρία του αποστόλου Παύλου, όταν γράφει στους Κορινθίους ότι τους παραδίδει αυτό που παρέλαβε: το μυστήριο της Θείας Ευχαριστίας που ο Κύριος ίδρυσε την ώρα του Μυστικού Δείπνου. Παράδοση είναι, λέει, η προσφορά του σώματος και του αίματος του Χριστού που καλούνται οι πιστοί να φάνε και να πιουν για να είναι μέτοχοι της δικής Του ζωής.
Οπότε, οι απόστολοι δεν καλούν τους ανθρώπους σε μία πίστη θεωρητική που είναι αποκύημα ανθρώπινης φαντασίας και σπουδαίου ίσως στοχασμού – αυτό γίνεται στις διάφορες φιλοσοφίες και ιδεολογίες. Αλλά ούτε επίσης τους προτρέπουν να ακολουθήσουν κάποιες δικές τους μεταρσιώσεις του νου συνοδευόμενες από λιγότερο ή περισσότερο έντονα μυστικιστικά βιώματά τους – αυτό γίνεται ίσως στις διάφορες θρησκείες.
Η κλήση που απευθύνουν στους ανθρώπους καθ’ υπακοή στην εντολή του αρχηγού τους, είναι να μετάσχουν στο μεγαλύτερο μυστήριο που υπήρξε κι ούτε ποτέ άλλοτε θα υπάρξει στόν κόσμο: στη ζωή ενός ιστορικού προσώπου, ο Οποίος όμως είναι ο Δημιουργός Θεός. «Ομολογουμένως μέγα εστί το της ευσεβείας μυστήριον: Θεός εφανερώθη εν σαρκί». Αυτός μέσα στην απειρία της αγάπης Του «έκλινεν ουρανούς και κατέβη», έγινε ένας από εμάς, προκειμένου μέσα σ’ Αυτόν και μαζί μ’ Αυτόν να φτάσουμε στο σημείο να γίνουμε σαν κι Αυτόν: άλλοι θεοί επί της γης! Σ’ αυτήν την κλήση κάλεσε διά των μαθητών Του όλους τους ανθρώπους, όλων των εποχών και όλου του κόσμου.
Κι έγινε αυτή η κλήση Του μία ανάγκη των μαθητών Του από την οποία δεν μπορούσαν να ξεφύγουν – πώς να ξεφύγεις όταν σε καλεί ο ίδιος ο Θεός; «Αλίμονό μου, αν δεν κηρύσσω το ευαγγέλιο» ομολογεί συντετριμμένος ο απόστολος Παύλος. «Είναι μία ανάγκη της ύπαρξής μου». Κι αυτή η ανάγκη τους βεβαίως συνοδευόταν από τη δύναμη που τους έδινε ο Κύριος, ώστε να επιτελούν και θαύματα μαζί με τον λόγο που κήρυσσαν – το θαύμα ήταν η επισφράγιση του λόγου τους – αλλά και με την ετοιμότητά τους να πεθάνουν για την πίστη τους σ’ Εκείνον.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου