Φωτιά, καπνός κι αντάρα στά παράλια της Μεσογείου. Τά κουρσάρικα καράβια τών Σαρακηνών οργώνουν ελεύθερα τά καταγάλανα νερά τού Αιγαίου καί σκορπούν τή συμφορά καί τόν όλεθρο στά δαντελωτά ακρογιάλια του.
Οι Σαρακηνοί, σάν γύπες, αράζουν όπου μυρίζονται τροφή κι ανοίγουν τίς μπουκαπόρτες τους καί ξερνούν ό,τι χειρότερο μπορεί νά δείξει τό ανθρώπινο γένος. Κορμιά μαύρα σάν τό σκοτάδι, ανθρώπους θεριά, τούς φοβερούς Σαρακηνούς, τή φοβέρα τών παραλίων οικισμών, τή συμφορά.
Δέν έχουν τίποτα τό ιερό, δέν πιστεύουν σέ κανένα Θεό, γι αυτούς Θεός είναι τό πλιάτσικο, σύντροφός τους ο μπαλτάς καί τό μαχαίρι, ευχαρίστησή τους τό άλικο αίμα καί τό κρασί. Μοιάζουν πολύ τά δύο αυτά καί τ αγαπούν εξίσου.
Ορμούν σάν πληγές τού Φαραώ στίς παράλιες πόλεις καί τά χωριά καί σκορπούν τήν συμφορά. Σφάζουν ανθρώπους καί ζωντανά. Καίνε καί ρημάζουν στό πέρασμά τους.
Τήν πιό μεγάλη όμως ερήμωση, τήν έπαθαν τά νησιά μας. Απροστάτευτα καθώς ήταν καί σκορπισμένα μέσα στή γαλανή αγκαλιά τού Αιγαίου, τράβηξαν πιότερο τήν προσοχή καί τή λαιμαργία τών Σαρακηνών. Οι κάτοικοι, όσοι πρόλαβαν νά γλυτώνουν, τραβήχτηκαν στό εσωτερικό γιά νά αποφύγουν τή μανία τών Σαρακηνών.
Η Λέσβος, ένα από τά πιό όμορφα καί πλούσια νησιά μας, υπήρξε στόχος περισσότερο τών Σαρακηνών. Ίσως γιατί η πλούσια γή της καί τό ανεπτυγμένο εμπόριο τών κατοίκων τών παραθαλασσίων συνοικισμών πού έκαμαν τά αρχοντικά σπίτια τους, νά είναι γεμάτα από γεννήματα καί πολίτικα καί Βενετσιάνικα ασημικά καί χρυσαφικά, ήταν ένα μεγάλο κίνητρο γιά τούς αρπαγές.
Τήν εποχή εκείνη, τό Βυζαντινό κράτος δέν μπορούσε νά αντιδράσει καί νά τούς χτυπήσει, επειδή είχε νά κάνει μέ πολλούς καί σπουδαιότερους εχθρούς, ίσως πάλι γιατί τό νησί μεγάλο καθώς είναι, καί μέ ακρογιαλιές, γεμάτες κολπίσκους, φυσικά λιμάνια, απόμερα, απήνεμα καί ασφαλή από τά μάτια κάθε εχθρού, νά έκανε τούς Σαρακηνούς νά τό βλέπουν μέ περισσότερη σιγουριά καί πολλές φορές σάν τόπο ανεφοδιασμού καί ανάπαυλας.
Γι αυτό καί μέχρι σήμερα, πολλά τέτοια μέρη απόμερα, από ανθρώπους καί ανέμους, μέ κολπίσκους καί αραξοβόλια, ονομάζονται Σαρακήνα, Σαρακηνιό, Σαρακονήσι κ.λπ.. Αυτές οι τοποθεσίες δέν ήταν παρά λημεριάσματα Σαρακηνών καί πήραν τήν ονομασία τούς απ αυτούς.
Κατά τά τέλη τού Θ’ αιώνα καί τίς αρχές τού ΙΑ’ (δηλαδή τό 900 μέ 1000) οι Σαρακηνοί ήταν στίς δόξες τους. Κανέναν δέν φοβόταν καί κανείς δέν τούς κυνηγούσε. Τά νησιά γι αυτούς ήταν τσιφλίκια τους, οπόταν τούς άρεσε, έβαζαν πλώρη σ αυτά, έκαιαν τά χωριά, έκλεβαν, σκότωναν, ερήμωναν τόν τόπο καί γέμιζαν τά καράβια τους από σκλάβους καί λάφυρα γιά τά σκλαβοπάζαρα καί τίς πλούσιες αγορές τής Ανατολής.
Σ αυτήν ακριβώς τήν εποχή, δηλαδή τό 900 μέ 1000, η ζωντανή παράδοση τού Μανταμάδου, τοποθετεί τήν κατασκευή τής εικόνας τού Αρχαγγέλου Μιχαήλ μέ αίμα τών μοναχών πού σφαγιάσθηκαν από τούς Σαρακηνούς. Η παράδοση είναι τόσο ζωντανή καί τά γεγονότα καί οι τοποθεσίες πού αναφέρονται πραγματικές, πού θά πρέπει νά έχουν άμεση σχέση μέ τήν ιστορία. Οι αιώνες δέν κατόρθωσαν στό πέρασμά τους νά παραλείψουν ή νά προσθέσουν κάτι στά γεγονότα πού διαδραματίστηκαν τίς φοβερές εκείνες ημέρες.
Στή θέση «Λεσβάδος» (τοποθεσία στόν Ταξιάρχη, δύο περίπου χιλιόμετρα από τό Μανταμάδο), πού έχει πάρει τήν ονομασία της από τόν πρώτο κάτοικο τού νησιού, υπήρχε ένα Μοναστήρι πρός τιμήν τών Ταξιαρχών, πού η ίδρυσή του χάνεται στά βάθη τών αιώνων.
Οι μοναχοί του λιγοστοί, δεκαοκτώ τόν αριθμό, κατά τήν παράδοση, τό είχαν οχυρώσει μέ τείχη καί πύργο (ο πύργος διατηρείται μέχρι σήμερα), γιά νά αποκρούουν τίς επιδρομές τών Σαρακηνών. Καί τά κατάφεραν πάρα πολλές φορές, σέ σημείο πού ο αρχιπειρατής Σιρχάν, νά έχει τόσο πεισμωθεί καί θυμώσει, πού περισσότερο από γινάτι παρά από λεηλασία ήθελε νά τό κάψει.
Ήταν άνοιξη. Η μυροβόλος Λέσβος, φορώντας τήν καταπράσινη πλουμιστή της φορεσιά, λικνιζότανε σάν πεντάμορφη νύφη πάνω στά καταγάλανα νερά τού Αιγαίου. Ο βαρύς χειμώνας πέρασε ήσυχος. Οι πειρατές, φοβούμενοι τόν άγριο θυμό τού Αιγαίου, πού τό χειμώνα είναι περισσότερο αψύς, είχαν αράξει στά λημέρια τής πατρίδας τους, νά γλεντήσουν τά πλιάτσικά τους, νά διορθώσουν τίς ζημιές καί νά ετοιμαστούν γιά τίς νέες τους επιδρομές.
Οι μοναχοί, μετά από τήν ανάπαυλα τού βαρύ χειμώνα, μέ τίς πρώτες ανοιξιάτικες μέρες, άρχισαν τίς προετοιμασίες γιά τό Πάσχα. Τά κελιά, η μεγάλη αυλή καί όλοι οι χώροι τού Μοναστηριού ασπρίζονταν καί έπαιρναν μία εορταστική όψη. Ο χειμώνας έκαμε τούς μοναχούς νά ξεχάσουν κάπως τούς φοβερούς πειρατές καί νά μήν προσέχουν όσο έπρεπε τή φρούρηση τού Μοναστηριού. Η σκέψη τούς ήταν περισσότερο δοσμένη στίς κατανυκτικές ακολουθίες τής Μ. Τεσσαρακοστής καί στίς προετοιμασίες γιά τό λαμπροφόρο γεγονός τής Αναστάσεως τού Κυρίου.
Όμως οι Σαρακηνοί, μέ τίς πρώτες γαληνές τής άνοιξης, σήκωσαν πανιά γιά τό Αιγαίο. Τό κουρσάρικό του αρχιπειρατή Σιρχάν, μέ σηκωμένα όλα του τά πανιά, πλησίαζε τίς ακρογιαλιές τής Λέσβου. Είχε παρακάμψει τή Μήθυμνα μέ τό άπαρτό της Κάστρο καί έβαζε πλώρη γιά τή Σαρακήνα, παραλιακή τοποθεσία τού Μανταμάδου, τρία τέταρτα δρόμο περίπου από τό Μοναστήρι τών Ταξιαρχών. Η ημέρα άρχιζε νά γέρνει. Ο ανοιξιάτικος λαμπερός ήλιος κατηφόριζε γιά τίς παραδεισένιες του πορφυρές πύλες τής δύσης καί αμέτρητα χρώματα είχαν απλωθεί πάνω στά καταγάλανα νερά τής θάλασσας.
Πάνω στό πειρατικό του, ο αρχιπειρατής Σιρχάν κάλεσε όλο τό τσούρμο του. Ήταν ένας μιγάς πελώριος, κοντά δύο μέτρα. Επί τών ημερών του, όλη η Λέσβος γνώρισε τή χειρότερη ερήμωση καί καταστροφή. Στάθηκε στή γέφυρα, αγριωπός. Τό πρόσωπό τού σού θύμιζε άρχοντα τής κόλασης. Στή μύτη του καί στ αφτιά τού κρέμονταν χρυσοί κρίκοι, πού έκαναν τό μελαμψό πρόσωπό του περισσότερο χτυπητό καί άγριο. Τά χείλη τού κόκκινα καί φουσκωμένα καί καθώς μιλούσε φαινόταν μία σειρά μεγάλα κάτασπρα δόντια, όπλα φοβερά πολλές φορές καί αυτά στή φοβερή μάχη. Τό γερακίσιο του μάτι, γιατί τό άλλο ήταν πάντοτε σκεπασμένο μέ ένα μαύρο πανί πού δενόταν πίσω στ αριστερό του αφτί, έβγαζε σκέτη φωτιά όταν σέ κοιτούσε.
Γυμνό τό σώμα του από τή μέση καί πάνω καί τό φαρδύ του στήθος τό σκέπαζε κατάμαυρο σγουρό τρίχωμα. Τά χέρια του, χέρια γορίλλα, τριχωτά καί γεροδεμένα, πού ο μπαλτάς στά μακριά του δάκτυλα φαινόταν σά μικρό εργαλείο στά χέρια ενός τεχνίτη. Τή μέση του τήν έσφιγγε ένα χρωματιστό ζωνάρι, πού κρατούσε σφικτά καί κατακρέατα τόν μπαλτά καί τή σπάθα. Όταν στεριωνόταν καταμεσής στό τσούρμο του μέ τά πόδια τού ανοιχτά, εξείχε τουλάχιστον μία σπιθαμή απ αυτό. Η φωνή του, ένας τηλεβόας, έκαμε σέ κάθε προσταγή τού τό τσούρμο νά ζαρώνει.
«Ακούστε μέ καλά», είπε μέ φωνή δυνατή, «τούτη τή φορά θά μπούμε μέσα στό μοναστήρι. Όλα είναι δικά σας. Κάψτε, ρημάξτε, λεηλατήστε, κάντε τού κεφιού σας, εγώ θέλω μόνο τό χρυσό ποτήρι πού μ αυτό λειτουργούν οι καλόγηροι, γιά νά πίνω τό κρασί μου, όλα τά άλλα τά χρυσαφικά, ασημικά καί βίος, είναι δικά σας. Όποιος λιποτακτήσει θά τόν κρεμάσω από τ άρμενα. Άν δέν τό πάρουμε καί τούτη τή φορά, θά σάς αφήσω στό νησί καί θά σαλπάρω γιά νά σάς παλουκώσουν οι γραικοί. Δέν σηκώνει άλλη αναβολή. Τ ακούσατε καλά;»
Αλαλαγμοί καί ξεφωνητά ήταν η καταφατική απάντηση τού τσούρμου τού μαύρου πειρατή. Η βροντερή του φωνή ακούστηκε πάλι, κάνοντας νά σιγήσουν οι πάντες.
«Θά αράξουμε στό παλιό μας λημέρι καί, όταν σκοτεινιάσει γιά τά καλά, θά ξεκινήσουμε γιά νά τούς ριχτούμε τά βαθιά χαράματα, πού δέν θά μάς περιμένουν. Προσέξτε. Δέν πρέπει νά μάς βρεί η μέρα, θά είναι η καταστροφή μας. Γι αυτό δέν έχετε άλλη λύση. Ή θά τό πάρουμε στά γρήγορα καί θά κατηφορίσουμε στό καράβι ή θά μάς πάρουν χαμπάρι οι γραικοί τριγύρω καί ενωμένοι θά μάς πετσοκόψουν.
Ο πανούργος αρχιπειρατής τά κανόνισε έτσι ώστε από τή μία η λαχτάρα τού πλιάτσικου, από τήν άλλη ο φόβος νά μήν αργήσουν καί χάσουν τή ζωή τους, τούς προετοίμαζε νά ενεργήσουν προσεκτικά καί μέ φανατισμό γιά νά επιτύχει η επιδρομή. Στό Μοναστήρι, η ζωή συνεχιζόταν κανονικά, η προσοχή τών μοναχών ήταν δοσμένη στίς κατανυκτικές ακολουθίες καί στίς προετοιμασίες.
Τό βράδυ τής ημέρας αυτής, οι μοναχοί, όπως κάθε βράδυ μετά από τό μεγάλο απόδειπνο, τραβήχτηκαν στά κελιά τους γιά νά ησυχάσουν καί νά ξεκουραστούν από τόν κόπο τής ημέρας. Τό σκοτάδι είχε γιά καλά αγκαλιάσει τόν τόπο τριγύρω καί η ησυχία πού απλωνότανε ήταν απαλή καί γαλήνια. Τίποτα δέν προμήνυε τό κακό πού θά ακολουθούσε μές στή νύχτα αυτή.
Στό λημέρι τών Σαρακηνών, τελείωναν οι προετοιμασίες γιά τήν επιδρομή. Ούτε φωτιά, ούτε θόρυβος. Όλα γίνονταν μέσα στό σκοτάδι, αθόρυβα, γιά νά μήν αντιληφθεί τήν παρουσία τούς κανένας τσομπάνος καί γίνει γνωστός στούς κατοίκους ο ερχομός τους. Κατά τά μεσάνυχτα ξεκίνησαν γιά τό Μοναστήρι. Περπατούσαν σιγά, μέ προφύλαξη. Τό πάν ήταν ο αιφνιδιασμός. Τή διαδρομή τών τριών τετάρτων τήν έκαναν περισσότερο από δύο ώρες. Δέν πήραν τό μονοπάτι, αλλά μέσα από τά κτήματα καί τό δάσος. Έφτασαν σέ λίγη απόσταση απ τό Μοναστήρι καί κρύφτηκαν στά δέντρα. Περίμεναν τήν κατάλληλη ώρα.
«Είναι ώρα», λέει τό πρωτοπαλίκαρο τού αρχιπειρατή. «Όλοι κοιμούνται, δέν θά μάς πάρει κανείς χαμπάρι».
«Όχι», λέει ο αρχιπειρατής, «είναι πολύ επικίνδυνο. Μάς έχουν αποκρούσει μέ ζημιές πολλές φορές οι καλόγεροι. Μωρέ θά τούς ήθελα στό τσούρμο μου τέτοια παλικάρια πού είναι. Αλλά δέν γίνεται, θά τούς χτυπήσουμε όταν δέν τό περιμένουν μέσα στήν εκκλησιά τούς τά χαράματα πού θά πάν’ νά λειτουργηθούν. Τώρα είναι πολύ επικίνδυνα. Θά μάς βάλουν στή μέση από τά μπουντρούμια τούς (κελιά) καί θά μάς λιανίσουν. Ξέρω εγώ. Μόνο νά μή σάς πάρουν είδηση, αλίμονό σας».
Οι ώρες περνούσαν μέ τούς πειρατές έξω από τό Μοναστήρι νά καιροφυλαχτούν, όταν τήν απαλή σιγαλιά τής βαθιάς αυγής τήν έσκισε τό γλυκόηχο σήμαντρο τού Μοναστηριού, πού καλούσε τούς μοναχούς στήν ορθινή λειτουργία τής προηγιασμένης. Καλά – καλά δέν είχε σταματήσει τό σήμαντρο καί τά βαριά βήματα τών μοναχών ακούγονταν ρυθμικά πάνω στόν ξύλινο εξώστη τού Μοναστηρίου, πού κατηφόριζαν γιά τόν ναό. Σέ λίγο καί πάλι ησυχία. Όλοι οι μοναχοί είχαν συγκεντρωθεί στόν ναό.
Οι πειρατές περίμεναν λίγο ακόμη καί έπειτα, σιγά – σιγά, ξετρύπωσαν από τήν κρυψώνα τους καί πλησίασαν μέ πολλές προφυλάξεις τό τείχος τού Μοναστηριού. Τό πρωτοπαλίκαρο ξετύλιξε από τή μέση τόν γάντζο, τύλιξε στά άγκιστρά του ένα μεγάλο πανί γιά νά μήν ακουστεί καθώς θά τό πετούσε πάνω στό τείχος νά γαντζωθεί, έκανε τόν γάντζο νά γυρίσει μερικές φορές γύρω από τό σώμα του καί τόν πέταξε μέ δύναμη καί τέχνη πολύ ψηλά καί ίσια στήν πλάτη τού τείχους. Τράβηξε τό σχοινί γιά νά διαπιστώσει ότι επίασε καλά, γύρισε, έκανε νόημα στόν αρχιπειρατή καί άρχισε νά ανεβαίνει μέ προσοχή.
Στό νόημα τού πειρατή έτρεξαν όλοι στή μεγάλη καστρόπορτα τού Μοναστηριού, πού τό πρωτοπαλίκαρο θά άνοιγε από μέσα. Σέ λίγο ο πειρατής μέ τόν γάντζο βρισκόταν στήν αυλή καί, προστατευόμενος από τό βαθύ σκοτάδι, σύρθηκε ως τήν πόρτα καί, τραβώντας τό μεγάλο σύρτη, τήν άνοιξε. Σάν δαίμονες τής κόλασης, οι πειρατές όρμησαν μέ αλαλαγμούς μέσα στό Μοναστήρι καί μπήκαν στήν εκκλησιά. Οι μοναχοί τά έχασαν καί, πρίν προλάβουν νά συνέλθουν, πέθαιναν σφαγμένοι από τούς μπαλτάδες τών Σαρακηνών.
Ο Γαβριήλ, τό δόκιμο καλογεροπαίδι πού βρισκόταν στό Ιερό του Ναού, βοηθώντας τόν ηγούμενο στά λειτουργικά του καθήκοντα, συνήλθε κάπως γρηγορότερα καί, ανοίγοντας τό στενό παράθυρο τού Ιερού, αναρριχήθηκε στή σκεπή τού Ναού. Όμως οι κινήσεις του δέν ξέφυγαν από τά μάτια τών Σαρακηνών, πού, φοβούμενοι μήν τρέξει καί ειδοποιήσει τριγύρω τους συνοικισμούς, βγήκαν έξω νά τόν κυνηγήσουν. Μερικοί κατόρθωσαν νά μισοανεβούν στή σκεπή μέ κάτι σκάλες πού είχαν αφήσει οι μοναχοί αποβραδίς, ασβεστώνοντας τούς τοίχους τού Μοναστηριού.
Αλλά, Κύριε τών δυνάμεων! Ένας άνεμος καί μία βουή ακούστηκε απ τή σκεπή τού Ναού, η οποία μετατράπηκε σέ φουρτουνιασμένο πέλαγος καί πάνω στ ασπρισμένα κύματα ένας πελώριος στρατιώτης, αγριωπός, μέ σπάθα πού έβγαζε φωτιές, κινούσε καταπάνω στούς πειρατές. Οι τρίχες τής κεφαλής τών πειρατών σηκώθηκαν σάν βελόνες καί μέ άναρθρες φωνές, αφήνοντας όπλα καί κλοπιμαία, ξεχύθηκαν στόν κατήφορο.
Ο μοναχός, βλέποντας τό μεγάλο αυτό θαύμα νά τόν σώζει, έχασε τίς αισθήσεις του. Όταν συνήλθε, γλυκοχάραζε. Στήν αρχή τά είχε χαμένα. Μά τί συνέβη; αναρωτήθηκε. Σιγά σιγά όμως άρχισαν νά έρχονται στόν νού τού όλες οι φοβερές εικόνες πού διαδραματίστηκαν πρό ολίγου. Όταν αναλογίστηκε τά συμβάντα, σταυροκοπήθηκε τραυλίζοντας τό απολυτίκιο τών Ταξιαρχών. Κατέβηκε έπειτα κάτω καί μπήκε στόν ναό. Τό αίμα τού πάγωσε βλέποντας όλους τους συντρόφους τού σφαγμένους. Τό σώμα τού κέρωσε καί τά πόδια τού έμειναν καρφωμένα στό δάπεδο. Έμεινε στή θέση αυτή πολλή ώρα μέ τά μάτια τού ορθάνοιχτα καί τρομαγμένα.
Ο ιερός χώρος τού ναού, πού πρίν από λίγο ευωδίαζε από τό θυμίαμα καί τόν ζωντάνευαν οι ψαλμωδίες τών μοναχών, τώρα εμοίαζε μέ κοιμητήρι. Ένα απαλό χάϊδεμα τής πρωινής αύρας, πού τρύπωσε αθόρυβα απ τό ανοιχτό παράθυρο πού είχε αφήσει ο μοναχός στήν προσπάθειά του νά σωθεί τόν συνέφερε. Κοίταξε τριγύρω του, σάν νά ξυπνούσε εκείνη τή στιγμή, καί έπειτα έτρεξε μέ αγωνία καί γονάτισε στόν καθένα αιμόφυρτο σύντροφό του μέ τήν ελπίδα ότι θά έβρισκε έστω καί έναν ζωντανό. Οι ελπίδες τού όμως διαψεύστηκαν. Οι μοναχοί, όλοι, ήταν άψυχοι.
Μέ ξεχειλισμένη τήν ψυχή του από θλίψη γιά τόν χαμό τών συντρόφων του καί τή σκέψη τού θολή από τά συμβάντα, ξαναχάνει τίς αισθήσεις του. Κρατήθηκε όμως τήν τελευταία στιγμή μέ πείσμα. Έσυρε τά βήματά του στό εικονοστάσι τού Αρχαγγέλου καί σχεδόν κρεμάστηκε σ αυτό μέ τά δύο του χέρια γαντζωμένα στίς γωνιές του. Σήκωσε μέ κόπο τή ματιά του στήν εικόνα τού Αρχαγγέλου καί νοερά ζήτησε βοήθεια καί φώτιση.
Τό τρεμουλιαστό, ιλαρό φώς τών κανδηλιών, χάιδευε κυματιστά τό πρόσωπο τού Αγίου. Ενίωσε κάτι ισχυρό νά διαπέρνα όλο του τό είναι, νά τόν δυναμώνει. Μέσα από τίς κυματιστές σκιές τής εικόνας, σιγά σιγά τά μάτια τού έβλεπαν τό πρόσωπο τού Αρχαγγέλου, ένα πρόσωπο! Θεέ μου! Αέρινο, ζωντανό, υπερκόσμιο!
«Ταξιάρχη μου, Ταξιάρχη μου», σχεδόν κραύγασε. «Τίς ψυχές τών αδελφών μου μοναχών πάρε στά χέρια Σου εσύ καί πάν πλημμέλημα ή ανόμημα τόν Κύριο παρακάλεσε νά συγχωρήσει».
Τό πρόσωπο τού Αρχαγγέλου γλύκανε. Ώ τί θεϊκή γλύκα! Άρχισε νά γαληνεύει καί η δική του ψυχή. Άχ, νά μπορούσε νά απεικονίσει κάπου τήν εξαίσια αυτή μορφή. Νά τήν κάνει εικόνα. Όμως δέν γνώριζε από αγιογραφία καί ούτε καν τά στοιχειώδη υλικά δέν είχε γιά μία τέτοια εργασία.
«Γιατί; Γιατί; Ταξιάρχη μου νά μή μπορώ ο αμαρτωλός;», μονολογούσε.
Έσφιξε μέ απόγνωση τά δάκτυλά του σφιχτά καί ενίωσε τά νύχια του νά χώνονται στίς σάρκες του. Πόνεσε, άνοιξε τά δάκτυλά του, κοίταξε μέσα στήν παλάμη του. Πάνω στή λευκή επιδερμίδα, δύο-τρείς σταγόνες αίμα σάν ρουμπινένιες μικρές χάντρες. Τίς κοίταξε αφηρημένα καί απότομα, σάν νά ανακάλυπτε κάτι τό σπουδαίο, κάτι τό συγκλονιστικό, φώναξε:
«Αίμα, Αίμα. Αυτό είναι. Ευχαριστώ, Ταξιάρχη μου, ευχαριστώ». Καί αφού έκανε τό σημείο τού Σταυρού, βιαστικά, σάν σίφουνας, όρμησε έξω από τό Ναό, ανηφόρησε τίς σκάλες καί χώθηκε στό κελάρι του. Σέ λίγο έβγαινε βιαστικά κρατώντας μία πήλινη λεκάνη καί έναν σπόγγο. Μπήκε στόν ναό. Εκεί, μέ μεγάλη προσοχή καί ευλάβεια, άρχισε νά συγκεντρώνει τό αίμα τών μοναχών μέσα στή λεκάνη, μουρμουρίζοντας:
«Σ ευχαριστώ Ταξιάρχη μου, σ ευχαριστώ πού μέ φώτισες καί μ έδειξες τόν τρόπο». Καί αποτεινόμενος στούς νεκρούς του συντρόφους:
«Αγαπημένοι μου αδελφοί, τό αίμα σας δέν θά πάει χαμένο. Μ αυτό θά φτιάξω τήν εικόνα τού Αρχάγγελου Μιχαήλ, γιά νά τόν ευχαριστήσω από μέρους σας, πού μεταφέρει στά άγια Του χέρια, τίς ψυχές σας στόν Δημιουργό».
Όταν τελείωσε τήν περισυλλογή τού αίματος, βγήκε πάλι από τόν ναό γιά νά γυρίσει σέ λίγο έχοντας μέσα σέ μία μεγάλη χωμάτινη κούπα ψιλοκοσκινισμένο ασπρόχωμα. Τήν έθεσε κοντά στή λεκάνη μέ τό αίμα, ανασηκώθηκε, έφερε τά βήματά του κοντά στό εικονοστάσι τού Αρχαγγέλου, έκανε τρείς μετάνοιες, ασπάσθηκε τήν εικόνα καί είπε:
«Αρχάγγελε μου, σέ παρακαλώ, βοήθησε μέ. Ξέρεις ότι δέν έχω ιδέα από τέτοιου είδους εργασίες καί, άν τό αποφάσισα, ήταν μέ τή δική σου φώτιση. Σέ παρακαλώ, σέ ικετεύω, κράτησέ μου τά χέρια».
Έκανε καί πάλι τόν σταυρό του, έσκυψε πάνω στίς δύο κούπες καί άρχισε νά πλάθει πηλό μέ τό αίμα τών μοναχών καί τό ασπρόχωμα. Σέ λίγο η μεγάλη χωμάτινη λεκάνη είχε γεμίσει από ένα σκούρο ροδακινόχρωμο πηλό.
Ο μοναχός ανασηκώθηκε, έστρεψε τό πρόσωπο τού ψηλά, ζήτησε τή βοήθεια τού Αγίου Θεού καί τού Αρχαγγέλου Του, Μιχαήλ, έκανε τόν σταυρό του καί άρχισε μέ τρεμάμενα χέρια νά φιλοτεχνεί τήν εικόνα τού Αρχαγγέλου. Μέ τίς πρώτες κινήσεις άρχισε νά ζεί ζωηρά τά γεγονότα τής σκεπής. Τά τρεμάμενα, στήν αρχή, χέρια τού άρχισαν νά γίνονται σταθερά, νά δουλεύουν μέ σιγουριά, ταχύτητα καί χάρη, λές καί κάποια αόρατη δύναμη τά βοηθούσε. Τό πρόσωπο τού Αρχάγγελου τής σκεπής, τό αγριωπό μά καί θεϊκό μαζί, ήταν θαρρείς μπροστά του, ολοζώντανο, μέ κάθε λεπτομέρεια. Αυτό τόν βοηθούσε νά ανατυπώνει τά χαρακτηριστικά του πάνω στόν αιματοπότιστο πηλό μέ μεγάλη ευχέρεια.
Πέρασε πολλή ώρα εργαζόμενος κι, όταν σταμάτησε γιά λίγο καί κοίταξε από κάποια απόσταση τό έργο του, έμεινε κατάπληκτος από τήν απόλυτη ομοιότητα τών χαρακτηριστικών του Αρχαγγέλου τής σκεπής. Κοίταξε έπειτα τή χωμάτινη λεκάνη καί τότε συνειδητοποίησε ότι ο πηλός είχε μείνει ελάχιστος. Θεέ μου! Καί δέν είχε φτιάξει παρά τό πρόσωπο τού Αγίου, τίς φτερούγες Του καί τήν πύρινη ρομφαία.
Πάνω στήν ένταση καί τήν προσπάθεια ν απαθανατίσει τά χαρακτηριστικά του Αγίου, δέν πρόσεξε τό υλικό του πηλού πού λιγόστευε. Νά χαλάσει ό,τι εφτίαξε καί νά ξαναρχίσει από τήν αρχή; Αδύνατον. Δέν ήταν πιά βέβαιος ότι θά πετύχαινε αυτό πού τώρα εμπρός του καμάρωνε ευχαριστημένος.
Μά τότε; Έσκυψε, πήρε τόν υπόλοιπο πηλό, καί όπως ακριβώς ένα άπειρο παιδί ζωγραφίζει σέ χαρτί ένα ανθρώπινο σώμα, σχεδιάζοντας τόν κορμό, τά χέρια καί τά πόδια τού ανθρώπου, μέ μία μόνο χονδρή κοντυλιά, έτσι καί κείνος μέ τόν λίγο πηλό πού τού έμεινε, σχεδίασε τό υπόλοιπο σώματος Αρχαγγέλου, πολύ άτεχνο μέν από τό λαιμό καί κάτω, αλλά ολοκληρωμένο. Τό βλέπουμε καί σήμερα όταν ανοίξουμε τό ασφαλισμένο κουβούκλιο τού Αρχαγγέλου πού κρύβει τό υπόλοιπο σώμα Του.
Πολλές εκατοντάδες χρόνια πέρασαν από τότε πού η ανάγλυφη εικόνα τού Αρχαγγέλου μέ τό σκούρο αιμάτινο χρώμα τής παραμένει αναλλοίωτη, ζωντανή, μακριά από τόν νόμο τής φθοράς καί τού χρόνου. Μακριά από τή φθορά τού ασπασμού χιλιάδων πιστών πού κάθε χρόνο κατακλύζουν τόν Ιερό Ναό Του καί χαϊδεύουν καί σκουπίζουν πολλές φορές μέ βαμβάκι (!) τόν ιδρώτα τού προσώπου Του καί τά δάκρυά Του. Ακόμη δέ επικολλούν στό μέτωπο καί στά μάγουλά του νομίσματα μεταλλικά παντός είδους, τά οποία σημαδεύουν τό πρόσωπό Του, αλλά τά σημάδια αυτά εξαλείφονται έπειτα. Όλα αυτά είναι αρκετά νά πείσουν κάθε χριστιανό, μέ πόση χάρη, αγάπη καί ενδιαφέρον αγκαλιάζει ο Αρχάγγελος Μιχαήλ τή χειροποίητη ανάγλυφη εικόνα Του.
«Πάντας τούς τήν θείαν καί σεπτήν, Σού ασπαζόμενους εικόνα, Μιχαήλ Μέγιστε Πάσης απολύτρωσαι οργής καί θλίψεως καί θανάτου απάλλαξον, πικρού αιφνιδίου, καί δεινής κακώσεως, σοφέ Ταξίαρχε, όπως προστασίαις Σου θείαις, πάντοτε σωζόμενοι πόθω, τό σεπτόν Σου όνομα γεραίρομεν».
+ Πρωτοπρεσβύτερος Ευστράτιος Δήσσος, Ιερατικός Προϊστάμενος Ιερού Προσκυνηματικού Ναού Παμμεγίστων Ταξιαρχών, Μανταμάδου Λέσβου
Πηγή: Βήμα Ορθοδοξίας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου