«Μόνον ο Θεός κρίνει δίκαια, γιατί μόνον Αυτός γνωρίζει τις καρδιές των ανθρώπων. Εμείς, επειδή δεν ξέρουμε την δίκαιη κρίση του Θεού, κρίνουμε “κατ’ όψιν”, εξωτερικά, και γι’ αυτό πέφτουμε έξω και αδικούμε τον άλλον».
Η κατάκριση είναι γεμάτη από αδικία.
Γέροντα, εύκολα κρίνω και κατακρίνω.
– Η κρίση που έχεις, είναι φυσικά, χάρισμα που σου έδωσε ο Θεός, αλλά την εκμεταλλεύεται το ταγκαλάκι και σε κάνει να κατακρίνεις και να αμαρτάνεις. Γι’ αυτό, μέχρι να εξαγνισθεί η κρίση σου και να έρθει ο θείος φωτισμός, να μη την εμπιστεύεσαι. Όταν κανείς ασχολείται με τους άλλους και τους κρίνη, ενώ ακόμα δεν έχει εξαγνισθή η κρίση του, πέφτει συνέχεια στην κατάκριση.
– Και πως, Γέροντα, θα εξαγνισθεί η κρίση μου;
– Πρέπει να την λαμπικάρεις. Μπορεί να έχεις καλή διάθεση και μία δύναμη μέσα σου, αλλά πιστεύεις ότι κρίνεις πάντοτε σωστά. Η κρίση σου είναι όμως είναι ανθρώπινη, κοσμική. Προσπάθησε να απαλλαγείς από το ανθρώπινο στοιχείο, να αποκτήσεις ανιδιοτέλεια, για να έρθει ο θείος φωτισμός και να γίνει η κρίση σου πνευματική, θεική. Τότε η κρίση σου θα είναι σύμφωνη με την δικαιοσύνη του Θεού και όχι με την ανθρώπινη δικαιοσύνη. Με την αγάπη και την ευσπλαχνία του Θεού και όχι με την λογική την ανθρώπινη.
Μόνον ο Θεός κρίνει δίκαια, γιατί μόνον Αυτός γνωρίζει τις καρδιές των ανθρώπων. Εμείς, επειδή δεν ξέρουμε την δίκαιη κρίση του Θεού, κρίνουμε “κατ’ όψιν”, εξωτερικά, και γι’ αυτό πέφτουμε έξω και αδικούμε τον άλλον. Η ανθρώπινη κρίση μας δηλαδή είναι μία μεγάλη αδικία. Είδες τι είπε ο Χριστός: “Μη κρίνετε κατ’ όψιν, αλλά την δικαίαν κρίσιν κρίνατε”.
Θέλει πολλή προσοχή. Ποτέ δεν μπορούμε να γνωρίζουμε πως ακριβώς έχουν τα πράγματα. Πριν από χρόνια σε ένα μοναστήρι στο Άγον Όρος ήταν ένας πολύ ευλαβής διάκος, Κάποτε όμως φόρεσε ρούχα κοσμικά και γύρισε στη πατρίδα του. Τότε πολλοί Πατέρες είπαν διάφορα εναντίον του. Αλλά τι είχε γίνει; Κάποιος του είχε γράψει ότι οι αδελφές του ήταν ακόμα ατακτοποίητες και, επειδή φοβήθηκε μήπως παραστρατήσουν, πήγε να τις βοηθήση.
Έπιασε δουλειά σε ένα εργοστάσιο και ζούσε πιο καλογερικά από ο,τι προηγουμένως. Μόλις τακτοποίησε τις αδελφές του, άφησε τη δουλειά του και πήγε πάλι σε μοναστήρι, για να μείνει. Ο ηγούμενος, όταν είδε ότι τα ήξερε όλα, τυπικό, διακονήματα κ.λ.π., τον ρώτησε που τα ήξερε και εκείνος άνοιξε την καρδιά του και του τα είπε όλα. Τότε ο ηγούμενος ενημέρωσε τον επίσκοπο και εκείνος τον χειροτόνησε αμέσως ιερέα. Μετά πήγε σε ένα απομακρυσμένο μοναστήρι και εκεί ζούσε πολύ πνευματική ζωή, πολλή άσκηση. Έφθασε σε άγια κατάσταση και βοήθησε πνευματικά πολλούς ανθρώπους. Μερικοί που δεν ξέρουν τι απέγινε μπορεί ακόμη να τον κατακρίνουν.
Πόσο πρέπει να προσέχουμε την κατάκριση! Πόσο αδικούμε τον πλησίον μας, όταν τον κατακρίνουμε! Αν και στην πραγματικότητα με την κατάκριση αδικούμε τον εαυτό μας και όχι τους άλλους, διότι μας αποστρέφεται ο Θεός. Τίποτε άλλο δεν αποστρέφεται τόσο πολύ ο Θεός όσο την κατάκριση, γιατί ο Θεός είναι δίκαιος και η κατάκριση είναι γεμάτη από αδικία.
Πως φθάνουμε στην κατάκριση
– Γέροντα, γιατί πέφτω συχνά στην κατάκριση;
– Επειδή ασχολείσαι πολύ με τους άλλους. Περιεργάζεσαι τις αδελφές και θέλεις από περιέργεια να μαθαίνεις τι κάνει η μία, τι κάνει η άλλη. Έτσι μαζεύεις υλικό, για να έχει το ταγκαλάκι να εργάζεται και να σε ρίχνει στη κατάκριση.
– Γιατί, Γέροντα, ενώ πρώτα δεν έβλεπα τα ελαττώματα των άλλων, τώρα τα βλέπω και κατακρίνω;
– Τώρα βλέπεις τα ελαττώματα των άλλων, γιατί δεν βλέπεις τα δικά σου.
– Από που προέρχονται, Γέροντα, οι λογισμοί κατακρίσεως;
– Από την ιδέα που έχουμε για τον εαυτό μας- δηλαδή από την υπερηφάνεια- και από την τάση να δικαιολογούμε τον εαυτό μας.
– Γέροντα, η κατάκριση έχει έλλειψη αγάπης;
– Εμ, τι έχει; Και έλλειψη αγάπης έχει και αναίδεια έχει. Όταν δεν έχεις αγάπη, δεν βλέπεις με επιείκεια τα λάθη των άλλων, όποτε τους ταπεινώνεις μέσα σου και τους κατακρίνεις. Πάει μετά το ταγκαλάκι και τους βάζει να κάνουν και άλλο σφάλμα. Το βλέπεις εσύ, τους κατακρίνεις πάλι και ύστερα συμπεριφέρεσαι με αναίδεια.
– Μερικές φορές, Γέροντα, με στεναχωρεί η αδελφή με την οποία συνεργάζομαι και την κατακρίνω.
– Που ξέρεις εσύ με πόσα ταγκαλάκια πολεμάει εκείνη την ώρα η αδελφή; Μπορεί να τη πολεμούσαν πενήντα δαίμονες, για να την ρίξουν, ώστε να σε κάνουν να πείς: «Α, τέτοια είναι». Ύστερα, όταν δούν ότι την κατέκρινες, θα έρθουν πεντακόσιοι δαίμονες να την ρίξουν πάλι μπροστά σου, για να την κατακρίνεις ακόμα περισσότερο. Μπορεί λ.χ. να της πείς: «Αδελφή, μη βάζεις αυτό το πράγμα εκεί, εδώ είναι η θέση του». Την άλλη μέρα θα την κάνει το ταγκαλάκι να ξεχάσει τι της είπες και να το βάλει πάλι στην ίδια θέση. Θα κάνει και καμιά άλλη αταξία και θα λες με το λογισμό σου: «Μα χθες της είπα να προσέξει και σήμερα το έβαλε πάλι εκεί! Έκανε κι άλλη αταξία!».
Όποτε την κατακρίνεις και δεν μπορείς να συγκρατηθείς και να μη μιλήσεις. «Αδελφή, της λες, δεν σου είπα να μην το βάλεις εκεί; Αυτό είναι ακαταστασία. Με έχει σκανδαλίσει η συμπεριφορά σου!». Αυτό ήταν! Ο διάβολος έκανε την δουλειά του. Σε έβαλε να την κατακρίνεις, αλλά και να ψυχρανθείς μαζί της. Και εκείνη, επειδή δεν ξέρει ότι εσυ ησουν η αιτία για την απροσεξία της, θα νοιώθει τύψεις που σε σκανδάλισε και θα πέσει σε λύπη. Βλέπετε με τι πονηριά εργάζεται το ταγκαλάκι κι εμείς το ακούμε;
Γι’ αυτό προσπαθήστε να μην κρίνετε κανέναν. Να κρίνετε μόνον τα ταγκαλάκια που, ενώ ήταν Άγγελοι, κατάντησαν δαίμονες και , αντί να μετανοήσουν, γίνονται πιο πονηροί και κακοί και βάλθηκαν με μανία να καταστρέψουν τα πλάσματα του Θεού. Ο πονηρός δηλαδή παρακινεί τους ανθρώπους να κάνουν παραξενιές και αταξίες, και ο ίδιος πάλι βάζει λογισμούς άλλους ανθρώπους, για να κρίνουν και να κατακρίνουν, και έτσι νικάει και τους μεν και τους δε. Και αυτοί μεν που νικούνται και κάνουν αταξίες, αισθάνονται μετά την ενοχή τους και μετανοούν, ενώ οι άλλοι που κατακρίνουν δικαιώνουν τον εαυτό τους, υπερηφανεύονται και καταλήγουν στην ίδια πτώση με τον πονηρό, την υπερηφάνεια.
Με την κατάκριση φεύγει η Χάρις του Θεού
– Όταν, Γέροντα, μου περνάει ένας λογισμός εις βάρος του άλλου, είναι πάντοτε κατάκριση;
– Δεν το καταλαβαίνεις εκείνη την ώρα;
– Μερικές φορές αργώ να το καταλάβω.
– Κοίταξε να καταλαβαίνεις το συντομότερο την πτώση σου και να ζητάς συγχώρεση και από την αδελφή την οποία κατέκρινες και από τον Θεό, γιατί αυτό γίνεται εμπόδιο στην προσευχή. Με την κατάκριση φεύγει αμέσως η Χάρις του Θεού και δημιουργείται αμέσως ψυχρότητα στη σχέση σου με τον Θεό. Πως να κάνεις μετά προσευχή; Η καρδιά γίνεται πάγος μάρμαρο.
Η κατάκριση και η καταλαλιά είναι οι μεγαλύτερες αμαρτίες και απομακρύνουν την Χάρη του Θεού περισσότερο από κάθε άλλο αμάρτημα. «Όπως το νερό σβήνει την φωτιά, λέει ο Άγιος Ιωάννης της Κλίμακος, έτσι και η κατάκριση σβήνει την Χάρη του Θεού».
– Γέροντα, νυστάζω πολύ στην πρωινή Ακολουθία.
– Μήπως κατέκρινες καμιά αδελφή; Εσύ βλέπεις εξωτερικά τα πράγματα και κατακρίνεις, γι’ αυτό νυστάζεις μετά στην Ακολουθία. Από την στιγμή δηλαδή που κατακρίνει κανείς και δεν αντιμετωπίζει τα πράγματα πνευματικά, μαζεύονται δέκατα πνευματικά και αποδυναμώνεται. Και όταν αποδυναμωθεί, η νυστάζει η έχει αϋπνία.
– Γέροντα συχνά πέφτω στη γαστριμαργία.
– Κοίταξε, εκείνο που πρέπει τώρα να προσέξεις πολύ είναι η κατάκριση. Αν δεν κόψεις την κατάκριση, ούτε από τη γαστριμαργία θα μπορέσεις να απαλλαγείς. Ο άνθρωπος που κατακρίνει, επειδή διώχνει τη Χάρη του Θεού, μένει αβοήθητος και δεν μπορεί να κόψει τα ελαττώματά του. Και αν δεν καταλάβει το σφάλμα του, για να ταπεινωθεί, θα έχει συνέχεια πτώσεις. Αν όμως το καταλάβει και ζητήσει την βοήθεια του Θεού, τότε ξαναέρχεται η Χάρις του Θεού.
Όποιος κατακρίνει τους άλλους, πέφτει στα ίδια σφάλματα
– Γέροντα, πως συμβαίνει, όταν κατακρίνω μία αδελφή για κάποιο σφάλμα της, σε λίγο να κάνω κι εγώ το ίδιο σφάλμα;
– Αν κατακρίνει κανείς τον άλλον για ένα σφάλμα του και δεν καταλάβει την πτώση του, ώστε να μετανοήσει, συνήθως πέφτει στο ίδιο σφάλμα, για να το καταλάβει. Ο Θεός δηλαδή από αγάπη επιτρέπει ο άνθρωπος να αντιγράφει την κατάσταση αυτού τον οποίο κατέκρινε. Αν πείς λ.χ. ότι κάποιος είναι πλεονέκτης και δεν καταλάβεις ότι κατέκρινες, ο Θεός παίρνει τη Χάρη του και επιτρέπει να πέσεις κι εσύ στη πλεονεξία. Αρχίζεις τότε να μαζεύεις. Μέχρι να καταλάβεις τη πτώση σου και να ζητήσεις συγχώρεση από τον Θεό, θα λειτουργούν οι πνευματικοί νόμοι.
Για να σε βοηθήσω, θα σου πω κάτι από τον εαυτό μου. Όταν ήμουν στην Ιερά Μονή Στομίου, έμαθα για μία συμμαθήτριά μου από το Δημοτικό ότι είχε παραστρατήσει και έκανε ζημιά κάτω στην Κόνιτσα. Προσευχόμουν λοιπόν να τη φωτίσει ο Θεός να ανέβει στο μοναστήρι, για να της μιλήσω. Είχα ξεχωρίσει και μερικά κομμάτια περί μετανοίας από την Αγία Γραφή και από Πατερικά. Μία μέρα λοιπόν ήρθε με δύο άλλες γυναίκες. Μιλήσαμε και έδειξε ότι κατάλαβε. Στη συνέχεια ερχόταν συχνά με το παιδί της και έφερνε κεριά, λάδι, λιβάνι για τον ναό. Μία φορά κάποιοι γνωστοί προσκυνητές από τη Κόνιτσά μου λένε: «Πάτερ, αυτή η γυναίκα υποκρίνεται.
Εδώ φέρνει κεριά κα λιβάνι και κάτω συνεχίζει με τους αξιωματικούς». Όταν ξαναήρθε, τη βρήκα στην εκκλησία να ασπάζεται τις εικόνες, και της έβαλα τις φωνές: «Φύγε από ‘δω, της είπα, έχεις βρωμίσει όλη την περιοχή!…». Η καημένη έφυγε κλαίγοντας. Δεν πέρασε πολύ ώρα και αισθάνθηκα μεγάλο σαρκικό πόλεμο. «Τι είναι αυτό; λέω. Ποτέ μου δεν είχα τέτοιον πειρασμό. Τι συμβαίνει;». Δεν μπορούσα να βρω την αιτία. Κάνω προσευχή, τα ίδια. Όποτε παίρνω τον ανήφορο για την Γκαμήλα.«Καλύτερα να με φάνε οι αρκούδες», είπα. Προχώρησα αρκετά μέσα στο βουνό. Ο πειρασμός δεν υποχωρούσε.
Βγάζω τότε ένα τσεκουράκι που είχα κρεμασμένο στη μέση μου και δίνω τρεις τσεκουριές στο πόδι μου, μήπως και με τον πόνο φύγει ο πειρασμός. Το παπούτσι γέμισε αίμα, αλλά τίποτε. Σε μία στιγμή ήρθε στο νού μου εκείνη η γυναίκα και τα λόγια που της είχα πεί. «Θεέ μου , είπα τότε, εγώ για λίγο έζησα αυτή την κόλαση και δεν μπορώ να την αντέξω, κι αυτή η ταλαίπωρη που ζει συνέχεια αυτήν την κόλαση!… Συγχώρεσε με που την κατέκρινα». Αμέσως ενοίωσα μία δροσιά θεική και εξαφανίσθηκε ο πόλεμος. Βλέπεις τι κάνει η κατάκριση;
Αν παραβλέπουμε τα σφάλματα των άλλων, θα παραβλέψει και ο Θεός τα δικά μας
– Γέροντα, σήμερα στη διαλογή των ελιών κατέκρινα μερικές αδελφές, γιατί έβλεπα ότι δεν έκαναν προσεκτικά τη δουλειά τους.
-Κοίταξε να αφήσεις τις κρίσεις και τις κατακρίσεις, γιατί μετά θα σε κρίνει κι εσένα ο Θεός. Εσύ δεν βάζει καμμιά ελιά λίγο χαλασμένη μαζί με τις άλλες;
– Όχι Γέροντα, προσέχω να μη βάζω.
– Αν μας κάνει τόσο καλό διάλεγμα ο Χριστός στην Κρίση, χαθήκαμε! Ενώ, αν τώρα παραβλέπουμε τα σφάλματα των άλλων και δεν τους κατακρίνουμε, θα μπορούμε τότε να πούμε στο Χριστό: «Χριστέ μου, βάλε με κι εμένα σε καμιά άκρη μέσα στο Παράδεισο!». Θυμάστε τι γράφει το γεροντικό για έναν αμελή μοναχό που σώθηκε γιατί δεν κατέκρινε; Όταν ήρθε η ώρα να πεθάνει, ήταν πολύ χαρούμενος και ειρηνικός. Τότε ο Γέροντάς του, για να ωφεληθούν οι Πατέρες που είχαν μαζευτεί από τα γύρω Κελιά, τον ρώτησε: «Αδελφέ, πως και δεν φοβάσαι τον θάνατο, αφού έζησες με αμέλεια;». Και ο αδελφός του απάντησε: «Είναι αλήθεια ότι έζησα με αμέλεια. Από τότε όμως που έγινα μοναχός προσπάθησα να μην κατακρίνω κανέναν, όποτε τώρα θα πω στον Χριστό: Χριστέ μου, είμαι ένας ταλαίπωρος, αλλά τουλάχιστον την εντολή Σου: ¨Μη κρίνετε, ίνα μη κριθήτε¨[8], την τήρησα». « Μακάριος είσαι αδελφέ, του είπε τότε ο Γέροντας, γιατί σώθηκες χωρίς κόπο».
– Γέροντα, μερικοί πνευματικοί άνθρωποι, όταν βλέπουν κάποιον να ζει αμαρτωλά, λένε: «Α, αυτός, έτσι που πάει, είναι για την κόλαση!».
– Αχ, αν οι κοσμικοί άνθρωποι πάνε στη κόλαση από τις καταχρήσεις, οι πνευματικοί άνθρωποι θα πάνε από τις κατακρίσεις… Για κανέναν δεν μπορούμε να πούμε ότι θα πάει στην κόλαση. Ο Θεός δεν ξέρουμε πως εργάζεται. Τα κρίματα του Θεού είναι άβυσσος. Κανέναν να μη καταδικάζουμε, γιατί έτσι παίρνουμε την κρίση από τα χέρια του Θεού. Πάμε να γίνουμε Θεοί. Αν μας ρωτήσει ο Χριστός την ημέρα της Κρίσεως, ας πούμε τη γνώμη μας…
Πηγή: Βήμα Ορθοδοξίας
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου