Μιλούσανε δυο νεράιδες:
– Τι σημαία να δώσουμε σ’ αυτή τη χώρα;
είπαν κι έδειξαν την Ελλάδα.
– Ας ρωτήσουμε την ίδια, είπε η μια.
– Ας ρωτήσουμε, συμφώνησε και η άλλη.
Βρήκαν την Ελλάδα να λούζεται σε μια καταγάλανη θάλασσα
και να στεγνώνει κάτω από έναν ολόλαμπρο ήλιο.
– Κυρά, κυρά αρχόντισσα, κυρά μας παινεμένη, Ελλάδα δοξασμένη,
τι χρώμα θέλεις να ‘χει η σημαία σου;
– Να ρωτήσω τα παιδιά μου, είπε η Ελλάδα.
Τα μισά παιδιά της ζούσαν στη στεριά, παιδεύονταν με τη γη και τα βουνά. – Κυρά, κυρά αρχόντισσα, κυρά μας παινεμένη, Ελλάδα δοξασμένη, σκληρός ο τόπος.
Και η δουλειά σκληρή. Μα άσπρα περιστέρια οι ψυχές μας.
Γι’ αυτό άσπρη, ολόασπρη τη θέμε τη σημαία μας.
Τα ‘γραψε τα λόγια αυτά σε χρυσόδετο τεφτέρι* η Ελλάδα.
– Ας πάω τώρα να ρωτήσω
και τ’ άλλα μου παιδιά, τα παιδιά της θάλασσας, είπε η Ελλάδα.
Τα βρήκε να παλεύουν με τα δίχτυα. Να τα τραβούν με κόπο, γιατί ήταν γιομάτα απ’ ασημένια λαχταριστά ψάρια.
– Κυρά, κυρά αρχόντισσα κυρά μας παινεμένη, Ελλάδα δοξασμένη, εμάς οι ψυχές μας είναι δοξασμένες στο γαλανό νερό.
Τούτη η θάλασσα η μεγάλη,που μας δίνει χαρά και ζωή, θέλουμε να χωρέσει τη σημαία μας.
Τα ‘γραψε και τούτα τα λόγια η Ελλάδα σε χρυσόδετο τεφτέρι και το ‘δωσε, στις νεράιδες.
Και τότε μέσα από την αφρισμένη θάλασσα βγήκε τ’ ασπρογάλανο πανί κι απλώθηκε σε ουρανό και γη.
Κείνη την ώρα ο ήλιος άστραψε, έσκυψε, φίλησε το πανί και το φίλημα του έγινε ένας ολόχρυσος σταυρός.
– Η σημαία μας, είπε η Ελλάδα.
Η σημαία για τα παιδιά της στεριάς, για τα παιδιά της θάλασσας.
της Γαλάτειας Σουρέλη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου