"Ποιὸς πάει ποτὲ στρατιώτης στὸν πόλεμο μὲ δικά του ἔξοδα; ποιὸς φυτεύει ἀμπέλι καὶ δὲν τρώει ἀπὸ τὸν καρπό του; ἢ ποιὸς βόσκει πρόβατα καὶ δὲν τρώει ἀπὸ τὸ γάλα τοῦ κοπαδιοῦ;"
Από την αρχή της παρουσίας της Εκκλησίας στον κόσμο οι άνθρωποι, πρώτα οι εντός, και αργότερα, όταν η Εκκλησία έγινε επικρατούσα, και οι εκτός, σχολίαζαν το αν θα έπρεπε οι εργάτες του Ευαγγελίου, οι απόστολοι, οι επίσκοποι και οι ιερείς, να εξασφαλίζουν την επιβίωσή τους χωρίς να κάνουν άλλη εργασία, πλην αυτής της διακονίας του λόγου του Θεού, της ιεραποστολής δηλαδή. Η απάντηση που δίνει ο απόστολος Παύλος είναι απλής, στηριγμένη στην παράδοση της Παλαιάς Διαθήκης, όπως επίσης και στην συνήθη πρακτική των θρησκειών: ότι κανείς στρατιώτης δεν πάει στον πόλεμο πληρώνοντας με δικά του έξοδα την επιβίωσή του σ' αυτόν.
Πρέπει να είναι απαλλαγμένος από την έγνοια του τι θα φάει και τι θα πιει και πού θα κοιμηθεί και τι θα φορέσει, για να μπορέσει να δώσει όλον του τον εαυτό στις μάχες, οι οποίες είναι για το κοινό καλό. Ο ίδιος ο Παύλος αναφέρει ότι δεν ήθελε να αξιοποιήσει αυτό το προνόμιο και γι' αυτόν τον λόγο εργάστηκε με τα ίδια του τα χέρια ως σκηνοποιός στην Κόρινθο, προκειμένου να φιμώσει τα στόματα των ευκόλως επικρινόντων.
Αυτό όμως ήταν προσωπική του επιλογή και, προφανώς, δεν συνεχίστηκε στην διάρκεια της ζωής του, καθότι έφευγε σχετικά γρήγορα από τον έναν τόπο πηγαίνοντας σε άλλον, με αποτέλεσμα κάπως να έπρεπε να εξασφαλιστεί η επιβίωσή του. Στην Κόρινθο έμεινε κάπου τρία χρόνια, οπότε εκεί είχε την δυνατότητα να εργαστεί.
Αυτή η θέαση όσον αφορά στους εργάτες της Εκκλησίας δεν έχει αλλάξει, ιδίως στους καιρούς μας. Κατ' αρχάς, χρειάζεται να καταγράψουμε το γεγονός ότι οι άνθρωποι σήμερα θεωρούν την διακονία του λόγου του Θεού, το κήρυγμα του Ευαγγελίου, τα μυστήρια της Εκκλησίας, την συμπαράσταση σ' αυτούς που πονούν και υποφέρουν, μη παραγωγικά έργα. Στην πραγματικότητα, όλο το μέρος του πολιτισμού που σκεπάζεται κάτω από την ομπρέλα των ανθρωπιστικών επιστημών θεωρείται αμελητέο.
Γιατί να είναι η Εκκλησία εξαίρεση; Όντας σε έναν κόσμο χρησιμοθηρίας, όπου τα πάντα βιώνονται στην προοπτική της αντικειμενοποίησης, της χρήσης χωρίς ταυτότητα και αγάπη και των ανθρώπων και των ζώων και των πραγμάτων, που γίνονται αντικείμενα και αριθμοί, οι άνθρωποι αναζητούν πρακτικές λύσεις και βοήθειες. Το βλέπουμε και στην παιδεία. Να μάθουν τα παιδιά πώς να προσαρμόζονται στον κόσμο τούτο, να βρούνε δουλειά, να ανταποκριθούν στην τεχνολογική πρόοδο, να είναι δηλαδή έτοιμα για ρομποτάκια στην παραγωγή, έτοιμα για μηχανές στην σαρκική χρήση και ηδονή, χωρίς σκέψη, προβληματισμό, αγώνα για ένα νόημα ζωής που ξεπερνά την επιβίωση, είναι το ζητούμενο για τους πολλούς.
Πώς λοιπόν να εξαιρεθεί η Εκκλησία από μια τέτοια νοοτροπία; Είναι αρκετό να διασώζει κάποια έθιμα και γιορτές, να βοηθά τους λιγότερο ικανούς να επιβιώσουν και να μην έχει άποψη για τίποτα.
Στην Ελλάδα, μάλιστα, επειδή υπάρχει η συναλληλία κράτους και Εκκλησίας και η Εκκλησία παραχώρησε, ηθελημένα ή όχι δεν έχει σημασία, το μεγαλύτερο μέρος της περιουσίας της, η οποία προήλθε σ' αυτήν για ιστορικούς λόγους, σήμερα οι κάθε λογής επικριτές επικαλούνται το ότι ο Χριστός δεν είχε περιουσία, περπατούσε ή πήγαινε με το γαϊδουράκι, κυκλοφορούν το μύθευμα ότι η Εκκλησία έχει ακόμη τεράστια περιουσία, ότι η αξιοπρεπής επιβίωση των κληρικών δεν είναι δουλειά του κράτους και των φορολογούμενων πολιτών, λες και η Εκκλησία και οι λειτουργοί της δεν φορολογούνται εξίσου και για όλες τις ανάγκες του κράτους, και με θρασύτητα προσπαθούν να δείξουν ότι αν μπορούσαν οι κληρικοί να γίνουν ζητιάνοι, θα ήταν το καλύτερο που τους έπρεπε, μέχρις ότου εξαφανιστούν από προσώπου γης.
Αυτή η εμπάθεια θεωρείται μάλιστα ιδεολογική κριτική. Η Εκκλησία όμως υπάρχει στην ιστορία και στον χρόνου του κόσμου τούτου και οφείλει να διαφυλάξει τη θέση της και ό,τι χρειάζεται, για να μπορέσει να πράξει το έργο της όσο καλύτερα γίνεται, σκεπτόμενη και όσους το διακονούν.
Από την άλλη, και οι εντός της Εκκλησίας δεν δείχνουν να συνειδητοποιούν ότι ο αγώνας για το Ευαγγέλιο χρειάζεται χρόνο, αυταπάρνηση, αφιέρωση, κόπο που δεν μετριέται με το αν ένα μυστήριο κρατά μια ώρα, αλλά αυτό προϋποθέτει δόσιμο των δυνάμεων του ανθρώπου, που δεν τον αφήνει να έχει πολλά περιθώρια για άλλη εργασία επιβίωσης. "Ή παπάς παπάς ή ζευγάς ζευγάς", έλεγαν οι παλιοί. Είχαν δίκιο, διότι τότε η Εκκλησία ήταν μείζονος σημασίας για την ζωή του κόσμου.
Σήμερα, ακριβώς επειδή υπάρχει η απαξίωση, ο ιερέας είναι μη ζηλευτό λειτούργημα και η πρεσβυτέρα ακόμη λιγότερο αποδεκτή αποστολή, οι ίδιοι οι χριστιανοί είναι έτοιμοι να επικρίνουν την ιερατική διακονία και να απαιτούν από τους ιερείς να είναι πειθήνια όργανά τους, να τους ακολουθούν, να συμφωνούν με τις όποιες ιδεοληψίες ή θρησκοληψίες τους και να μην είναι σε θέση να ανοίγουν δρόμους, όταν αυτοί δυσαρεστούν τις όποιες "παραδόσεις".
Και παρατηρούν οι χριστιανοί τους ιερείς τους μη τυχόν και προσπαθήσουν να βελτιώσουν την ζωή τους, να βοηθήσουν τα παιδιά τους, όπως όλοι οι άνθρωποι, μη τυχόν και χαρούν κι αυτοί λίγο τα λίγα περιθώρια που το λειτούργημά τους τούς αφήνει.
Οφείλουν όμως και οι λειτουργοί του Θεού να κάνουν την αυτοκριτική τους. Ο απόστολος Παύλος αναφέρει ότι η Εκκλησία και οι πιστοί οφείλουν να εξασφαλίσουν στους λειτουργούς την επιβίωση και την αξιοπρέπεια, όχι τον πλουτισμό, την επίδειξη και την πολυτέλεια. Αν συμβαίνει κάτι τέτοιο, τότε γεννιούνται πολλά ερωτηματικά για την επίγνωση της αποστολής που οι κληρικοί κάθε βαθμίδος έχουν. Μείζον το μέτρο.
Την ίδια στιγμή, κάτι που ισχύει για όλους τους πιστούς, μείζων η πρόνοια του Θεού. Η όποια εργασία, η όποια έγνοια, δεν πρέπει να γίνεται αγωνία, διότι ο Θεός φροντίζει για όλους, όσο χρειάζεται.
Στη σχέση των διακόνων του Ευαγγελίου με τον κόσμο εντός της Εκκλησίας και τον κόσμο εκτός το τελικό κριτήριο ήταν και είναι η αγάπη. Κι αυτό είναι ό,τι πρέπει να βλέπει ο κόσμος στους διαδόχους των αποστόλων. Η εμπάθεια είναι ένας μικρός σταυρός. Δεν μπορούν να τον σηκώσουν όλοι. Γι' αυτό και η ιερωσύνη δεν είναι για τον τυχόντα, αλλά γι' αυτόν που έχει την κλήση του Θεού.
Η επιβίωση θα έρθει, διότι πάντοτε θα υπάρχουν πιστοί που αγαπούνε τους κληρικούς, όπως επίσης και σύμπασα η Εκκλησία θα κινητοποιεί όσους θέλουν η αγάπη να απλώνεται προς όλους, ξεκινώντας από τους εμπερίστατους και αναγκεμένους και καταλήγοντας στον έσχατο άνθρωπο. Πίστη και μέτρο λοιπόν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου