Ὁ Νέστορας ἦταν πολὺ νέος στὴν ἡλικία, ὡραῖος στὴν ὄψη καὶ γνώριμός του Ἁγίου καὶ ἐνδόξου Δημητρίου.
Ὁ Νέστορας, λοιπόν, βλέποντας ὅτι ὁ αὐτοκράτωρ Διοκλητιανὸς χαιρόταν γιὰ τὶς νῖκες κάποιου σωματώδους βαρβάρου, ὀνομαζόμενου Λυαίου, μίσησε τὴν ὑπερηφάνειά του.
Βλέποντας ὅμως καὶ τὰ θαύματα τοῦ Ἁγίου Δημητρίου, πῆρε θάρρος. Πῆγε λοιπὸν στὴν φυλακή, ὅπου ἦταν κλεισμένος ὁ Μεγαλομάρτυρας, καὶ ἔπεσε στὰ πόδια του. «Δοῦλε τοῦ Θεοῦ Δημήτριε», εἶπε, «ἐγὼ εἶμαι πρόθυμος νὰ μονομαχήσω μὲ τὸ Λυαῖο, γι’ αὐτὸ προσευχήσου γιὰ μένα στὸ ὄνομα τοῦ Χριστοῦ».
Ὁ Ἅγιος, ἀφοῦ τὸν σφράγισε μὲ τὸ σημεῖο τοῦ τιμίου Σταυροῦ, τοῦ εἶπε ὅτι καὶ τὸν Λυαῖο θὰ νικήσει καὶ γιὰ τὸν Χριστὸ θὰ μαρτυρήσει. Τότε, λοιπόν, ὁ Νέστορας μπῆκε στὸ στάδιο χωρὶς φόβο καὶ ἀνεφώνησε: «Θεὲ τοῦ Δημητρίου, βοήθει μοι».
Καὶ
ἀφοῦ πολέμησε μὲ τὸν Λυαῖο, τοῦ κατάφερε δυνατὸ χτύπημα μὲ τὸ μαχαῖρι
του στὴν καρδιὰ καὶ τὸν θανάτωσε. Ἐξοργισμένος τότε ὁ Διοκλητιανός,
διέταξε καὶ σκότωσαν μὲ λόγχη τὸ Νέστορα, ἀλλὰ καὶ τὸν Δημήτριο.
Ἔτσι, μ’ αὐτή του τὴν ἐνέργεια ὁ Νέστορας δίδαξε ὅτι σὲ κάθε ἀνθρώπινη πρόκληση πρέπει νὰ ἀναφωνοῦμε: «Κύριος ἐμοὶ βοηθός, καὶ οὐ φοβηθήσομαι· τί ποιήσει μοι ἄνθρωπος;». Ὁ Κύριος εἶναι βοηθός μου καὶ δὲ θὰ φοβηθῶ. Τί θὰ μοῦ κάνει ὁποιοσδήποτε ἄνθρωπος;
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Ἀθλητὴς
εὐσεβείας ἀκαταγώνιστος, ὡς κοινωνὸς καὶ συνήθης τοῦ Δημητρίου ὀφθείς,
ἠγωνίσω ἀνδρικῶς Νέστορ μακάριε· τῇ θεϊκῇ γὰρ ἀρωγῇ, τὸν Λυαῖον καθελών,
ὡς ἄμωμον ἱερεῖον, σφαγιασθεὶς προσηνέχθης, τῷ Ἀθλοθέτῃ καὶ Θεῷ ἡμῶν.
Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τὰ ἄνω ζητῶν.
Ἀθλήσας
καλῶς, ἀθάνατον τὴν εὔκλειαν, κεκλήρωσαι νῦν, καὶ στρατιώτης ἄριστος,
τοῦ Δεσπότου γέγονας, ταῖς εὐχαῖς Δημητρίου τοῦ Μάρτυρος· σὺν αὐτῷ οὖν
Νέστορ σοφέ, πρεσβεύων μὴ παύσῃ, ὑπὲρ πάντων ἡμῶν.
Μεγαλυνάριον.
Σθένος
ἐζωσμένος ὑπερφυές, νικητὴς ἐγένου, ἐν ἀγῶσι Νέστορ σοφέ· ὅθεν
ἀκηράτων, γερῶν ἠξιωμένος, μετὰ τοῦ Δημητρίου, ἡμῶν μνημόνευε.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου