
Στον πνευματικό ουρανό της Εκκλησίας, όπου οι αιώνες πάλλονται όχι μόνο από γεγονότα αλλά και από την αόρατη πνοή του Πνεύματος, η Πρώτη Οικουμενική Σύνοδος της Νικαίας (325 μ.Χ.) αναδύεται όχι απλώς ως ιστορική στροφή αλλά ως θεολογική αποκάλυψη, ως καθαρτήριος λόγος της Εκκλησίας προς εαυτήν και προς τον κόσμο.
Εκεί, στις όχθες της Βιθυνίας, δεν συγκεντρώθηκαν μόνο οι επίσκοποι, αλλά οι ίδιοι οι φορείς της εμπειρίας της Αληθείας, για να μιλήσουν με ταπείνωση αλλά και παρρησία περί του «Τίνος εστίν ο Υιός».
Η Νίκαια δεν υπήρξε απλώς μια διοικητική ή θεσμική σύναξη· υπήρξε η σκηνή ενός οντολογικού αγώνα.
Στην καρδιά της διαμάχης, το κρισιμότατο ερώτημα: Είναι ο Υιός «ομοούσιος» τῷ Πατρί, ή είναι «κτίσμα», έστω και υπερφυσικό, όπως υποστήριζε ο Άρειος;
Δεν ήταν ένα φιλοσοφικό παίγνιο ή μια λεξιλογική ακρίβεια ήταν η διασάφηση της ίδιας της σωτηρίας.
Εάν ο Χριστός δεν είναι αληθινός Θεός, τότε η θεία Οικονομία καθίσταται αδύνατη: το κτιστό δεν μπορεί να σώσει το κτιστό· μόνο ο Θεός μπορεί.
Η φράση «ὁμοούσιος τῷ Πατρί», την οποία σφράγισε η Σύνοδος στο Σύμβολο της Πίστεως, δεν είναι μια μεταφυσική νίκη είναι μια ποιητική και αποκαλυπτική σύνοψη του μυστηρίου της Τριάδος.
Είναι η αποδοχή ότι ο Θεός δεν είναι Μονάδα απομονωμένη, αλλά "Σχέση, Κοινωνία, Αγάπη".
Η Νίκαια, χωρίς να εισάγει καινοτομία, ερμήνευσε την Παράδοση με τολμηρή ακρίβεια, δίνοντας φωνή στην εμπειρία των αγίων, όχι στη διαλεκτική των φιλοσόφων.
Πέρα όμως από τη θεολογική της ακρίβεια, η Νίκαια φανερώνει και κάτι βαθύτερο: την Εκκλησία ως σώμα Χριστού, το οποίο δύναται να πορεύεται εν μέσω πλάνης, διακρίνοντας, συγχωρώντας, αποκαθιστώντας την ενότητα όχι μέσω εξουσιαστικής επιβολής αλλά μέσω θείας καταλλαγής.
Εδώ, για πρώτη φορά, ο όρος "Οικουμενική" λαμβάνει όχι γεωγραφική αλλά εκκλησιολογική βαρύτητα: η Εκκλησία απευθύνεται στον κόσμο όχι ως φωνή εξουσίας, αλλά ως φορέας Αληθείας.
Η Νίκαια εισήγαγε έναν νέο εκκλησιαστικό ρυθμό: την συμφωνία εν διαφωνίᾳ, την ενότητα όχι ως ομοιομορφία αλλά ως μυστική κοινωνία προσώπων.
Η καθολικότητα της Εκκλησίας δεν εδράζεται πλέον σε έναν κοινό διοικητικό τόπο αλλά σε έναν κοινό Λόγο, το Χριστό: Αυτό είναι το θεμέλιο της ορθοδοξίας και της ορθοπραξίας.
Η σημασία της Συνόδου της Νικαίας υπερβαίνει τον 4ο αιώνα.
Στην εποχή μας, όπου οι έννοιες της αλήθειας και της αυθεντίας είναι τραυματισμένες από τον σχετικισμό και την υπερατομικότητα, το πρόταγμα της Νικαίας αποκτά προφητικό χαρακτήρα.
Δεν είναι ο κόσμος που θα ερμηνεύσει την Εκκλησία· είναι η Εκκλησία που θα ερμηνεύσει τον κόσμο εν Χριστῷ.
Η Νίκαια μας καλεί σήμερα όχι να επαναπαυθούμε σε δόγματα, αλλά να ζήσουμε το δόγμα ως εμπειρία· όχι να αμυνθούμε έναντι της αιρέσεως μόνο με επιχειρήματα, αλλά και με τα βιώματα της Θείας χάριτος, που πηγάζουν μέσα από τη μυστηριακή ζωή της εκκλησίας.
Η θεολογία της Συνόδου δεν είναι εργαλείο του λόγου αλλά καρπός του Αγίου Πνεύματος, και ως τέτοια οφείλει να γίνεται ψαλμωδία, πράξη, ελπίδα.
Η Νίκαια δεν νίκησε απλώς τον Άρειο· νίκησε "το κοσμοείδωλο της λογικής", την έπαρση του εγώ, την απομόνωση του ανθρώπου από τον Θεό και αναγνώρισε τον Χριστό ως Θεό και Σωτήρα· όχι απλώς ως διδάσκαλο ή ηθικό πρότυπο.
Η μνήμη της δεν ανήκει στο παρελθόν, αλλά αποτελεί κέντρο αναφοράς για κάθε μέλλον· προφητικό σταυροδρόμι μεταξύ της ανθρώπινης εύθραυστης ελευθερίας και της αιώνιας βεβαιότητας του Θεού που «εσαρκώθη δι' ἡμᾶς τοὺς ἀνθρώπους».
Στην εποχή της διάσπασης, η Νίκαια ψιθυρίζει ακόμη: ἵνα πάντες ἓν ὦσιν και ο ψίθυρος της, γίνεται Λόγος που συνεχώς δίνει ζωή.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου