Σε ένα μικρό μοναστήρι στην άκρη του βουνού ζούσε ο γέροντας Ανδρέας.
Ήταν απλός, αγράμματος, μα γεμάτος αγάπη και πίστη. Κάθε βράδυ προσευχόταν σιωπηλά, λέγοντας μόνο:
«Κύριε, ελέησόν με και φώτισόν με».
Μια
μέρα, καθώς ο ουρανός σκοτείνιασε και άρχισε δυνατή καταιγίδα, το
μοναστήρι κινδύνευε. Οι μοναχοί έτρεξαν πανικόβλητοι να σώσουν ό,τι
μπορούσαν. Ο γέροντας Ανδρέας, αντί να τρέξει, γονάτισε μπροστά στην
εικόνα του Χριστού.
«Γέροντα, τι κάνεις; Θα καταστραφούμε!» του φώναξε ένας νεότερος μοναχός.
«Παιδί
μου», απάντησε ήρεμα, «αν η καταιγίδα είναι θέλημα Θεού, ποιος είμαι
εγώ να την εμποδίσω; Κι αν δεν είναι, τότε ο Κύριος θα τη σταματήσει».
Τη νύχτα εκείνη, ένας κεραυνός έπεσε κοντά στο μοναστήρι, μα δεν προκάλεσε ζημιά.
Το πρωί, όλα είχαν ησυχάσει. Ο ήλιος φώτιζε τα υγρά φύλλα κι ένας βαθύς καθαρός αέρας γέμιζε την αυλή.
Ο νεαρός μοναχός πλησίασε συγκινημένος τον γέροντα:
«Πίστεψα ότι δεν έκανες τίποτα... μα τώρα καταλαβαίνω πως έκανες το πιο σπουδαίο απ’ όλα.»
Ο γέροντας χαμογέλασε:
«Όταν ο άνθρωπος κάνει πίσω, ο Θεός βρίσκει χώρο να ενεργήσει.»
Η πραγματική δύναμη δεν βρίσκεται στην βιασύνη και στον φόβο, αλλά στην ήρεμη εμπιστοσύνη.
Ο Θεός δεν ζητά από εμάς να ελέγχουμε τις καταιγίδες, αλλά να κρατούμε αναμμένο το φως της πίστης μέσα μας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου