Μια κοινότητα υπό απειλή, το προσωρινό καταφύγιο και η πολιτιστική κληρονομιά
Ανδρέας Γρ. Ορφανίδης
Εν μέσω των συνεχιζόμενων στρατιωτικών συγκρούσεων στη Συρία, η πρόσφατη επιστολή των Ελληνορθόδοξων της Συρίας προς την ελληνική Κυβέρνηση αποτελεί δραματική έκκληση για βοήθεια και υποστήριξη.
Οι Ελληνορθόδοξες αυτές κοινότητες, που είναι ιστορικά συνδεδεμένες με την Αντιοχειανή Εκκλησία, έχουν βιώσει ανείπωτες δυσκολίες και καταστροφές κατά τη διάρκεια της δεκαετούς εμφύλιας σύγκρουσης και της ανθρωπιστικής κρίσης που αυτή επέφερε. Η επιστολή αυτή, που αναδεικνύει την αίσθηση εγκατάλειψης και τη συνεχιζόμενη απειλή για την ύπαρξή τους, αποτελεί κραυγή αγωνίας που καλεί σε άμεσες ενέργειες από την Ελλάδα και την Κύπρο.
Οι Ελληνορθόδοξοι της Συρίας είναι μια από τις αρχαιότερες χριστιανικές κοινότητες της Μέσης Ανατολής, με ρίζες που ανάγονται στους πρώτους αιώνες του Χριστιανισμού. Ωστόσο, η μακραίωνη παρουσία τους στην περιοχή έχει κλονιστεί σοβαρά από τις συνέπειες του πολέμου. Οι πόλεις και τα χωριά όπου ζούσαν πυκνά, όπως η Χομς, η Χάμα και οι γειτονιές της Δαμασκού, έχουν υποστεί εκτεταμένες καταστροφές.
Πολλοί από αυτούς αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τις εστίες τους λόγω των συνεχιζόμενων συγκρούσεων ή των πιέσεων από εξτρεμιστικές ομάδες που στοχοποίησαν χριστιανικές κοινότητες. Η μετανάστευση σε άλλες χώρες ή σε ασφαλέστερες περιοχές της Συρίας έχει μειώσει δραματικά τον αριθμό των Ελληνορθόδοξων που παραμένουν στη χώρα, καθιστώντας τους μια κοινότητα υπό απειλή.
Η επιστολή που δημοσιεύτηκε πρόσφατα αναδεικνύει τα πολυδιάστατα προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι Ελληνορθόδοξοι της Συρίας. Η έλλειψη ασφαλείας, η φτώχια και η καταστροφή βασικών υποδομών, όπως νοσοκομεία, σχολεία και εκκλησίες, συνθέτουν ένα δυσβάσταχτο περιβάλλον. Επιπλέον, η απουσία διεθνούς υποστήριξης εντείνει την αίσθηση της απομόνωσης, ενώ η πολιτική αβεβαιότητα στη Συρία δυσχεραίνει την προοπτική μιας βιώσιμης επιστροφής στην κανονικότητα.
Η Ελλάδα και η Κύπρος έχουν τη δυνατότητα να διαδραματίσουν καθοριστικό ρόλο στην ανακούφιση αυτής της κρίσης. Η ιστορική και πολιτιστική σύνδεση μεταξύ των Ελληνορθόδοξων της Συρίας και του ελληνικού κόσμου αποτελεί μια φυσική γέφυρα αλληλεγγύης. Η πρώτη και πιο άμεση ενέργεια που θα μπορούσε να αναληφθεί είναι η ανθρωπιστική βοήθεια.
Μέσω της συνεργασίας με μη κυβερνητικές οργανώσεις ή την Αντιοχειανή Εκκλησία, η Ελλάδα και η Κύπρος θα μπορούσαν να συνεισφέρουν υλική βοήθεια, όπως τρόφιμα, φάρμακα και είδη πρώτης ανάγκης. Η χρηματοδότηση προγραμμάτων αποκατάστασης κατεστραμμένων υποδομών, όπως σχολεία και νοσοκομεία, θα μπορούσε επίσης να βοηθήσει στην ενίσχυση της τοπικής κοινότητας.
Σε διεθνές επίπεδο, η Ελλάδα και η Κύπρος μπορούν ν’ αναλάβουν πρωτοβουλίες για την ανάδειξη του ζητήματος στα φόρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, του ΟΗΕ και άλλων διεθνών Οργανισμών. Η διαμόρφωση μιας κοινής ευρωπαϊκής πολιτικής για την προστασία των θρησκευτικών μειονοτήτων στη Μέση Ανατολή θα μπορούσε να προσφέρει μεγαλύτερη στήριξη στις χριστιανικές κοινότητες της Συρίας.
Παράλληλα, η διπλωματική πίεση για την προστασία της θρησκευτικής ελευθερίας στη Συρία, τόσο προς τη συριακή κυβέρνηση όσο και προς τους περιφερειακούς παράγοντες, είναι ζωτικής σημασίας.
Ένας ακόμη τομέας όπου η Ελλάδα και η Κύπρος μπορούν να συνεισφέρουν είναι η παροχή εκπαιδευτικής και πολιτιστικής στήριξης. Η ενίσχυση των ελληνορθόδοξων σχολείων και η παροχή υποτροφιών για τη φοίτηση νέων από τη Συρία σε ελληνικά και κυπριακά πανεπιστήμια μπορεί να συμβάλει στη διατήρηση της πολιτιστικής ταυτότητας και των δεσμών με την Ελλάδα. Επιπλέον, η οργάνωση πολιτιστικών ανταλλαγών και η προβολή της ιστορίας και της συνεισφοράς των Ελληνορθόδοξων της Συρίας μπορεί να ενισχύσει τη διεθνή ευαισθητοποίηση για το ζήτημα.
Ειδική αναφορά πρέπει να γίνει στις δυνατότητες επανεγκατάστασης και προσωρινής φιλοξενίας όσων βρίσκονται σε άμεσο κίνδυνο. Η δημιουργία ενός πλαισίου υποδοχής για οικογένειες που έχουν πληγεί σοβαρά από τον πόλεμο μπορεί να λειτουργήσει ως ένα προσωρινό καταφύγιο, παρέχοντας ασφάλεια και προοπτικές για το μέλλον. Τέτοια προγράμματα θα μπορούσαν να υλοποιηθούν με τη συμμετοχή των Εκκλησιών Ελλάδας και Κύπρου, οι οποίες έχουν ήδη εμπειρία στη στήριξη ευπαθών ομάδων.
Είναι σαφές ότι η υποστήριξη των Ελληνορθόδοξων της Συρίας δεν αποτελεί μόνο ηθική υποχρέωση για την Ελλάδα και την Κύπρο, αλλά και στρατηγική ευκαιρία. Η ενίσχυση των δεσμών με τις χριστιανικές κοινότητες της Μέσης Ανατολής μπορεί να συμβάλει στην ενίσχυση του ρόλου των δύο χωρών στην περιοχή, αναδεικνύοντάς τες ως προστάτιδες της χριστιανικής κληρονομιάς και ως παράγοντες σταθερότητας.
Σε μια εποχή όπου οι γεωπολιτικές εντάσεις αυξάνονται και οι θρησκευτικές και πολιτιστικές μειονότητες βρίσκονται συχνά στο στόχαστρο, η ανάληψη δράσης για την προστασία των Ελληνορθόδοξων μπορεί να αποτελέσει ένα παράδειγμα διεθνούς αλληλεγγύης και ηγεσίας.
Η κραυγή αγωνίας των Ελληνορθόδοξων της Συρίας είναι μια υπενθύμιση της ευθραυστότητας των θρησκευτικών και πολιτιστικών κοινοτήτων σε περιοχές συγκρούσεων. Η ανταπόκριση σε αυτήν την έκκληση δεν είναι απλώς μια πράξη ανθρωπισμού, αλλά και μια επένδυση σε ένα μέλλον όπου η πολιτιστική και θρησκευτική πολυμορφία προστατεύεται και ενισχύεται.
Με τη στήριξη της Ελλάδας και της Κύπρου, οι Ελληνορθόδοξοι της Συρίας μπορούν να διατηρήσουν τη θέση τους ως ζωντανό μέρος της Ιστορίας και της ταυτότητας της Μέσης Ανατολής και να συνεχίσουν να προσφέρουν στην πλούσια πολιτιστική κληρονομιά της περιοχής.
*Καθηγητής-Ανθρωπολόγος στο Philips University, πρώην Πρύτανης και πρώην Πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Οργανισμού Ιδρυμάτων Ανώτερης Εκπαίδευσης (EURASHE).
simerini.sigmalive.com
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου